Δύο κείμενα του Ηλία Κανέλλη για τον Τελευταίο Πειρασμό
Μεταφέρω στο σημείωμα αυτό δύο κριτικές που γράφτηκαν για την ταινία του
Μάρτιν Σκορτσέζε «Ο Τελευταίος Πειρασμός», και όχι για τα τεκταινόμενα που
συνέβησαν. Άρθρα που αφορούν την ταινία και την πρόσληψή της από το
κινηματογραφόφιλο κοινό στην Αμερική και στην χώρα μας όταν προβλήθηκε. Αντιγράφω
τα δύο κείμενα του δημοσιογράφου-αρθρογράφου κυρίου Ηλία Κανέλλη, μια και έχουν
οργανική ερμηνευτική και σχολιαστική συνέχεια και επειδή, είναι ένας
αρθρογράφος που εκτιμώ την γραφή του-ανεξάρτητα αν συμφωνώ πάντα με τις θέσεις
του. Και, σε όποιο περιοδικό ή εφημερίδα συναντώ άρθρα του εδώ και χρόνια τα
διαβάζω με προσοχή και ενδιαφέρον. Οι απόψεις του είναι τεκμηριωμένες και
ακριβείς, και έχουν αυτό που καταχρηστικά πλέον στις μέρες μας, και ίσως
ξεπερασμένο από τους νέους πολιτικούς καιρούς και κυβερνητικές πολιτικές πρακτικές,
αποκαλούμε «αριστερό» πρόσημο. Ο κύριος Ηλίας Κανέλλης επεξεργάζεται σε βάθος τα
θέματά του, και συνήθως, αν τον κατανοώ σωστά, τα εντάσσει μέσα σ’ ένα πλαίσιο
ιδεολογικών δημοκρατικών αναφορών και αριστερών καταβολών. Τα κείμενά του έχουν
μια ελεγχόμενη «επαναστατικότητα», μια ακτιβιστική ατμόσφαιρα, μια διεύρυνση
των ορίων μέσα στα οποία τα ίδια τα θέματα αναφέρονται, προέρχονται μάλλον από
την παλαιά δεξαμενή του πολιτικού κόμματος του ΚΚ εσωτερικού, των προς τα
αριστερά μεταλλάξεών του και μετονομασιών του. Μιας δημοσιογραφικής γραφής,
ενός πολιτικού οραματισμού, μιας κοινωνικής ανάλυσης, ενός κριτικού λόγου που
διαμόρφωνε πολιτικές συνειδήσεις, διέπλαθε κοινωνικούς χαρακτήρες, θεμελίωνε
πολιτικές ερμηνείες και στάσεις μεγάλων ομάδων του πληθυσμού, αλλά και ατομικές
αντιδράσεις στην χώρα μας, μετά την επτάχρονη δικτατορία, στα πλέον
πολιτικοποιημένα και κομματικοποιημένα χρόνια και μη χειραγωγήσιμες
πολιτικοποιημένες γενιές, που γνωρίσαμε και ανατραφήκαμε εμείς οι τότε νέοι και
νέες έφηβοι της μεταπολίτευσης. Σχόλια και άρθρα προτρεπτικά μιας συγκεκριμένης
ιδεολογικής αντίληψης και πρόθεσης πολιτικής αποδοχής, αν ήθελες να λέγεσαι
δημοκρατικός σκεπτόμενος πολίτης αλλά, και με πάμπολλες απορρίψεις και
αποκλεισμούς, στηλιτεύσεις και καταδικαστικούς αφορισμούς των ιδεολογικών και
πολιτικών αντιπάλων. Υπήρχε ένα διχαστικό κλίμα τα χρόνια αυτά που
επικροτούνταν από μεγάλα στρώματα του ελληνικού πληθυσμού, δεν αφορούσε μόνο
τους πολιτικούς εκφραστές όλων των τότε παρατάξεων. Κάθε διαφορετική φωνή και
εκδήλωση, θάβονταν και εξοβελίζονταν από το ουράνιο τόξο της ιδεολογικής και
πολιτικής αριστεροσύνης και νομιμοφροσύνης. Δεν είναι θεωρητικές αναλύσεις αυτά
που σημειώνω, αλλά η ζωή των εφηβικών και νεανικών μας χρόνων. Οι δικές μας
πολιτικές μνήμες, της γενιάς του 1980. Των ωραίων χρόνων της επαναστατικής
ξεγνοιασιάς μας, της φιλοδοξίας των ονείρων μας να αλλάξουμε την κοινωνία και
τους κατεστημένους θεσμούς της όπως και με όποιον τρόπο μπορούμε. Ακόμα ηχεί το
σύνθημα το προερχόμενο από τα γεγονότα του Γαλλικού Μάη του 1968, «Αφού δεν
μπορούμε να κάνουμε το όνειρο πραγματικότητα ας κάνουμε την πραγματικότητα
όνειρο». Εξάλλου, πια νέα γενιά μέσα στην ιστορία της ανθρωπότητας δεν είναι
επαναστατική και «αντιδραστική», δεν διακατέχεται από ανατρεπτικές ιδέες και
οράματα. Ο πολιτικός και κομματικός λόγος της τότε εποχής, της μεταπολίτευσης-από
όπου και αν αυτός εκπορεύονταν, εννοώ βιβλία, μελέτες, δημοσιογραφικά περιοδικά
και εφημερίδες, έντυπα λαθρόβια, εφημερίδες του τοίχου, γραμμένες με το χέρι, ή
επίσημης αναγνωστικής αποδοχής και αναγνώρισης, λογοτεχνικά περιοδικά,
καλλιτεχνικές εκδηλώσεις και καθηγητικά έδρες και θρανία-στην βάση του, μάλλον,
ήταν ένας μανιχαϊστικά εκφρασμένος λόγος, δημοσιογραφικός, λογοτεχνικός,
ιστορικός, δοκιμιακός, ερευνητικός κλπ. Ήταν μια αντίδραση, στον σκουριασμένο,
αναχρονιστικό, οπισθοδρομικό και συντηρητικό λόγο της εφτάχρονης στρατιωτικής
διακυβέρνησης, με τις φυλακίσεις, τις εξορίες και το άγος της Κυπριακής
Τραγωδίας. Μια άνθηση πνευματικών οραμάτων, καλλιτεχνικών εκφράσεων, ελεύθερης
σκέψης, αναθεωρητικών προβληματισμών, διεργασιών και ζυμώσεων σε όλα τα
στρώματα της κοινωνίας που καλλιεργήθηκε έντονα και δραστικά την περίοδο
εκείνη. Ένας τυφώνας ανατροπών και ανακατατάξεων σε όλα τα επίπεδα, τους
κοινωνικούς χώρους και φορείς, σε νοοτροπίες και θεσμικές διαδικασίες ο οποίος
παρέσερνε τους πάντες και τα πάντα, μας στροβίλιζε σε μια νέα εποχή αλλαγών και
πρωτόγνωρων ανακατατάξεων, χωρίς ίσως πυξίδα. (ποιος από τους παλαιότερους δεν
θυμάται τα δημοσιεύματα των προκηρύξεων της εφημερίδας «Ελευθεροτυπία», το πώς
κατασκευάζεται μια βόμβα της εφημερίδος το « Το Βήμα», τις πολιτικές αναλύσεις
του περιοδικού «Πολιτικά Θέματα» και «Εποπτεία», τα δεικτικά πολιτικά σχόλια
του «Οικονομικού Ταχυδρόμου», τα «μπλε» και «πράσινα» καφενεία, τον πολιτικό
λόγο των μπαλκονιών στις συγκεντρώσεις κ.ά.). Παρόμοιες πολιτικές και
κομματικές πρακτικές που συνέβαιναν στην λεγομένη δημοκρατική και αριστερή
παράταξη και σχηματισμούς, συνέβαιναν θα υποστηρίζαμε και στην άλλη πολιτική
πλευρά, την λεγόμενη συντηρητική, αστική παράταξη. Μια νέα γενιά διανοούμενων,
μορφωμένων ατόμων, πολύγλωσσων συγγραφέων, καλλιεργημένων δημοσιογράφων, με
προωθημένες ιδέες για το ρόλο του κράτος, την κοινωνία, την εκπαίδευση, την
θρησκεία, την πολιτική διακυβέρνηση, τις διπλωματικές συμμαχίες, αναπτύχθηκε,
που επεδίωκε να ξεκόψει και να αφήσει πίσω της τα άγος της δικτατορίας που
προέρχονταν από τα σπλάχνα της. Να αφήσει πίσω της κατεστημένα δεσμά και
αντιλήψεις. Η Ελλάδα, αν δεν είναι εκ των υστέρων υπερβολή, ήταν ένα απέραντο εργοτάξιο
ιδεών, πολιτικών προβληματισμών, σκέψεων και αντιλήψεων για την κοινωνία και
τους θεσμούς της, εκκλησιαστικών νέων ρευμάτων, καλλιτεχνικών και πολιτιστικών
εκδηλώσεων, εκδόσεων βιβλίων και μελετημάτων, παραγωγής κινηματογραφικών
ταινιών και θεατρικών παραστάσεων την περίοδο εκείνη. Πριν έρθει ο κορεσμός.
Πολλές και ποικίλες οι ζυμώσεις της τότε εποχής σε όλα τα επίπεδα της κοινωνίας
και του πνεύματος που άφησαν τα βαθειά χνάρια τους στις επόμενες γενιές και σημάδεψαν νοοτροπίες, αντιδράσεις, συμπεριφορές,
αλλά και αγκυλώσεις δεσμευτικές, παρωπίδες ερμηνευτικές. Άρνηση προσαρμογής
στις επερχόμενες διεθνείς αλλαγές και πολιτικές συγκυρίες. Αν δεν λαθεύω στις
γενικές αυτές διαπιστώσεις για τα μεταπολιτευτικά χρόνια, θεωρώ ότι από αυτήν
την βρυσομάνα δεξαμενή του πνεύματος και της τέχνης, της δημοσιογραφίας και
πολιτικής αρθρογραφίας προέρχεται και ο λόγος του κυρίου Ηλία Κανέλλη του
οποίου είμαι αναγνώστης.
Ο κύριος
Κανέλλης έχει το χάρισμα του γραφιά να μας κάνει οικεία και αγαπητή την γνώμη
και τους σχολιασμούς του. Διαθέτει λαγαρό λόγο, στρωτή γραφή, νοηματική
σαφήνεια, καθαρό ύφος, «πολιτική ή ιδεολογική» ατμόσφαιρα, μέσα στην οποία εντάσσει
τα θέματά του. Ο κοινωνιολογικών μάλλον αποχρώσεων λόγος του δεν είναι
βαρύγδουπος, σκοτεινός, μαιανδρικός, κουλτουριάρικος θα γράφαμε, στριφνός, τα
νοήματά του και οι κρίσεις του είναι καθαρές, παρότι διαθέτουν «πολιτική»
ακτιβιστική πρόθεση. Εντάσσει τον στοχασμό και την κρίση του, σε ένα πλαίσιο
κοινωνικών και πολιτικών προβληματισμών και διεργασιών,-και μιας ανοιχτής
φιλοσοφικής διάθεσης, ξεφεύγοντας από την δημοσιογραφική επικαιρότητα της
στιγμής και της αιτίας της δημοσίευσης των κειμένων του. Από μια μανιέρα
καθιερωμένων αριστερών τσιτάτων που κάποτε ενθουσίαζαν αλλά πλέον προκαλούν
χασμουρητά. Οι αναλύσεις του, στέκονται επίσης, μακριά από το κλίμα της
εντυπωσιοθηρικής έκπληξης, του κραυγαλέου ιδεολογικά φορτισμένου στόχου, που
απευθύνεται σε ένα συγκεκριμένο ακροατήριο. Διαθέτει ευχέρεια γραψίματος,
φαρέτρα γνώσεων που προέρχονται από διάφορα είδη της δημοσιογραφικής γραφής και
σχολιασμού. Ορισμένα του κείμενα, των τελευταίων του περιόδων από όσο μπορώ να
γνωρίζω, έχουν μια φιλοσοφική διάθεση, είναι περισσότερο κείμενα μάλλον
στοχαστικού προβληματισμού παρά ιδεολογικού ή τουλάχιστον παράλληλου. Η γραφίδα
του κυρίου Ηλία Κανέλλη προέρχεται μεν από παλαιότερες ιδεολογικές παλαίστρες, διατηρεί
όμως την φρεσκάδα της και την ιδιαίτερη οσμή της, στο βαθμό που ο ίδιος ο
αρθρογράφος το επιδιώκει. Συνήθως τα άρθρα του προκαλούν συζητήσεις, είναι
άρθρα με ταυτότητα, ιστορική αναφορικότητα και πάνω από όλα ευθυκρισία.
•Ηλίας
Κανέλλης, περιοδικό Αντί τχ. 381/26-8-1988
Ο Σκορτσέζε και ο «Τελευταίος πειρασμός»
Δεκαέξι
χρόνια μια έμμονη ιδέα τριβέλιζε το μυαλό του σκηνοθέτη Μάρτιν Σκορτσέζε πως θα
γινόταν δυνατόν να μεταφέρει στον κινηματογράφο τον Τελευταίο πειρασμό του
«αιρετικού» Νίκου Καζαντζάκη πως θα αποδιδόταν ένας Χριστός με σάρκα και οστά,
ένας Χριστός που υποφέρει απ’ τη σκληρή δοκιμασία της ανθρώπινης υπόστασής του,
ο οποίος οδηγείται αργά, βασανιστικά, να αποδεχτεί τον εαυτό του ως Μεσσία.
«Αυτός είναι ο δικός μου δρόμος στην προσπάθεια ν’ ανακαλύψω το Θεό» λέει ο
σκηνοθέτης. Δύσκολος πράγματι δρόμος που γίνεται ακόμα δυσκολότερος όταν, εκτός
απ’ τη βασανιστική προσπάθεια τιθάσευσης του δημιουργικού οράματος, έχεις να
κάνεις και με τις παραγωγικές δομές του Χόλλυγουντ που, πάνω απ’ όλα,
ενδιαφέρονται για σίγουρες επενδύσεις.
Η
περιπέτεια της ταινίας ξεκίνησε το 1972. Τότε η ηθοποιός Μπάρμπαρα Χέρσεϋ, που
παίζει τη Μαρία Μαγδαληνή, δώρησε στο σκηνοθέτη ένα αντίτυπο του βιβλίου του
Νίκου Καζαντζάκη. Ο Σκορτσέζε εντυπωσιάσθηκε απ’ την ανάγνωση κι άρχισε, από
τότε, να σχεδιάζει την κινηματογραφική του μεταφορά. Ο Ιησούς του Καζαντζάκη,
βέβαια, συνδύαζε την ανθρώπινη και τη θεία πλευρά του. Ό,τι όμως ενδιέφερε τον
σκηνοθέτη στην προβληματική του συγγραφέα ήταν –όπως ο ίδιος εξηγεί-«ότι η
ανθρώπινη πλευρά του Ιησού θα μπορούσε να έχει προβλήματα ως προς την αποδοχή
της θείας».
Η
εταιρεία Universal,
όταν ο Σκορτσέζε έκανε γνωστό το σχέδιό του, είχε αντιρρήσεις. Έτσι ανέλαβε η Paramount την παραγωγή της
ταινίας το 1983. Μερικές βδομάδες, όμως, πριν αρχίσουν τα γυρίσματα
υπαναχώρησε. Έτσι, μπήκε πάλι στο χορό η Universal και, μετά από αρκετά
ήξεις-αφήξεις, αποφάσισε να δώσει τη δυνατότητα στον σκηνοθέτη να γυρίσει την
ταινία. Έτσι ο σκηνοθέτης και συνεργείο βρέθηκαν στο Μαρόκο και με έναν
«σφιχτό» προϋπολογισμό για τα
αμερικάνικα δεδομένα (6,5 εκατομμύρια δολάρια) άρχισαν τα γυρίσματα.
Επιβλητικός, εκκεντρικός, αιματηρός, πλήρης θεολογικών αυθαιρεσιών»-
σύμφωνα με το χαρακτηρισμό του περιοδικού “Time”- ο Τελευταίος Πειρασμός
παρουσιάζει το Χριστό να κάνει έρωτα επί
της οθόνης με τη Μαρία Μαγδαληνή, ενώ αργότερα, τον παρουσιάζει να μοιχεύεται
τη γυναίκα του, τη Μαρία, με την αδελφή της Μάρθα. Ο Ιούδας παρουσιάζεται ως
ρωμαλέος επαναστάτης, ο καλύτερος από τους αποστόλους. Ο αναστημένος Λάζαρος
λέει για τη νεκρανάστασή του. «Ήταν μια μικρή έκπληξη. Δεν βλέπω, όμως, και
μεγάλη διαφορά». Κάποια στιγμή παρουσιάζεται νατουραλιστικά μια ομαδική σφαγή
ζώων για να επακολουθήσει ευωχία και κρασοκατάνυξη, όπου αίμα αναβλύζει από ένα
μήλο που τρώει ο Ιησούς κι όπου, στο τέλος αυτής της σκηνής, το κρασί χύνεται
κι ανακατεύεται με το αίμα. Και τέλος, ο Χριστός μοιάζει να τα έχει μπερδεμένα:
Πριν απ’ τη σταύρωση δεν είναι απόλυτα σίγουρος αν έπρεπε να απαντήσει στους
Ρωμαίους με την αγάπη του ή με τη βία, ομολογεί: «είμαι ψεύτης, είμαι
υποκριτής. Φοβάμαι τα πάντα… Ο διάβολος είναι μέσα μου», ενώ και πάνω στο
σταυρό φαντάζεται ότι αποποιείται το ρόλο του Μεσσία, ότι αποδρά και
παντρεύεται τη Μαρία Μαγδαληνή, με την οποία θα ζήσουν μια ήσυχη ζωή μέχρι τα
βαθιά γεράματα.
Όλα αυτά
οδήγησαν σε μια πρωτοφανή, αν και προσδοκώμενη αντίδραση απέναντι στην ταινία,
ιδίως από διάφορες χριστιανικές οργανώσεις, αλλά και από το λόμπυ των
ισραηλινών οι οποίοι διαβλέπουν στην ταινία ένα διάχυτο αντισημιτισμό. Οι
αντιδράσεις αυτές βρήκαν οπαδούς ακόμη και στους κόλπους της παραγωγού εταιρείας.
Ο Τιμ Πένλαντ, ένας από τους ικανότερους μάνατζερ της Universal δήλωσε
ότι το στούντιο της εταιρείας που διέπραξαν το μεγαλύτερο λάθος των τελευταίων
χρόνων. Στο μεταξύ μια οργάνωση Χριστιανών πρότεινε στην Universal να
καταστραφούν οι κόπιες που επρόκειτο να κυκλοφορήσουν αντί ενός πολύ σοβαρού
ποσού, ενώ οι αντιδράσεις έφτασαν και μέχρι την Ευρώπη, όπου θα παιχτεί η
ταινία στο Φεστιβάλ Βενετίας: Ο σκηνοθέτης Φράνκο Τζεφιρέλι απείλησε με τη
συμμετοχή στο ίδιο Φεστιβάλ αν προβληθεί η βλάσφημη, όπως τη χαρακτήρισε
ταινία.
Αλλά και
η κριτική, στην πλειοψηφία της, δεν είδε με καλό μάτι τον Τελευταίο Πειρασμό.
Γράφει στο “Time”
ο Ρ. Κόρλις, για το κινηματογραφικό αυτό πρόσωπο του Ιησού. «… Στο βιβλίο του
Νίκου Καζαντζάκη και στο σενάριο του Π. Σρέηντερ ο Σκορτσέζε έχει βρει μια
ηχηρή ιστορία με μελόδραμα και λόγο μεταφορικό. Αυτός ο Ιησούς (Γ. Ντεφόε) δεν
είναι θεός γεννημένος σαν άνθρωπος. Είναι ένας άνθρωπος που ανακαλύπτει-ή
επινοεί-τη δική του θεότητα».
Αλλά ο
Σκορτσέζε δεν πτοείται. Ήδη από τις 12 Αυγούστου ο Τελευταίος Πειρασμός
προβάλλεται με μεγάλη επιτυχία στις αίθουσες της Αμερικής. Στη Βενετία που θα
παιχτεί στο πλαίσιο του φεστιβάλ κινηματογράφου θεωρείται το κύριο γεγονός και
ο θόρυβος που προκαλεί προοιωνίζει μιαν εντυπωσιακή καριέρα της και στην
Ευρώπη-όπου, άλλωστε, ο σκηνοθέτης έχει πολλούς θαυμαστές.
Με
δικαιολογημένο ενδιαφέρον περιμένουμε και μεις την ταινία, στην Ελλάδα. Όχι
μόνο γιατί στηρίζεται στο έργο του δικού μας Καζαντζάκη, συγγραφέα αφορεσμένου
από την εκκλησία, αλλά και για να κρίνουμε από μόνοι μας αν έχουν δίκιο οι
επικριτές του-ή ποιος απ’ αυτούς. Προεξοφλώντας, πάντως, ότι μια τέτοια ταινία
θα συναντήσει άπειρες αντιδράσεις και ότι κάποιες συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας
έξω απ’ τις κινηματογραφικές αίθουσες ίσως αποτελέσουν την ηπιότερη μορφή των
αντιδράσεων αυτών.
Αλλά,
ούτως ή άλλως, κάτι τέτοια παρατράγουδα είναι επιβεβαιωτικά της δυναμικής που
συνεχίζει να έχει ο κινηματογράφος σε πείσμα της ισοπέδωσης που κομίζει,
συνήθως, η ανάπτυξη σε βάρος του των ηλεκτρονικών μέσων μαζικής επικοινωνίας.
ΥΓ. Την ώρα που γραφόταν το ως άνω κείμενο αντιμετωπίζαμε
τις πιθανές αντιδράσεις ως γκροτέσκο εκδηλώσεις σκοταδιστικών κύκλων, που η
εποχή τους έχει ξεπεράσει. Όταν, όμως μετά από έγγραφο της Αρχιεπισκοπής που
ζητάει την απαγόρευση προβολής της ταινίας ο Σωτήρης Κωστόπουλος ανέλαβε να μας
διαβεβαιώσει για τις «καθαρότατες» προθέσεις της κυβέρνησης… ενάντια στη
λογοκρισία, ταραχθήκαμε σφόδρα.
Το
«μπαλάκι» που έριξε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος προς την εισαγγελική αρχή, στην
οποία «εναπόκειται από το Σύνταγμα και τους νόμους να κρίνει κατά πόσο η ταινία
αυτή ανήκει σε εκείνες που δικαιολογούν την παρέμβασή της» δείχνει σ’ όλο της
το μεγαλείο την κυβερνητική πρακτική. Σε μια προσπάθεια προσεταιρισμού
πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων που, τουλάχιστον σύμφωνα με τις ιδεολογικές
αρχές του ΠΑΣΟΚ δεν του ανήκουν, η κυβέρνηση αφήνει ένα παράθυρο ανοιχτό στους
εκκλησιαστικούς κύκλους και στα τμήματα του λαού που επηρεάζουν, και γίνεται
έτσι δικηγόρος του… αρχιεπισκόπου.
Ένα
επικίνδυνο παιχνίδι που είναι ανάγκη να μη βρει κανένα παθητικό αποδέκτη.
Έχουμε δικαίωμα να διαβάζουμε, να ακούμε ό,τι γουστάρουμε (ενώ ο κυβερνητικός
εκπρόσωπος δεν έχει δικαίωμα να λέει ό,τι γουστάρει. Και δεν προτιθέμεθα να το
εκχωρήσουμε απέναντι σε ουδεμία πολιτική σκοπιμότητα.
Ηλίας Κανέλλης
•ΚΑΙ
Ο ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ;
Του
Ηλία Κανέλλη, περιοδικό Αντί τχ. 385/21-10-1988
«Η δυαδική υπόσταση του Χριστού στάθηκε για μένα
πάντα βαθύ, ανεξερεύνητο μυστήριο’ η λαχτάρα, η τόσο ανθρώπινη, η τόσο
υπεράνθρωπη, να φτάσεις ο άνθρωπος ως το Θεό-ή πιο σωστά: να επιστρέψει ο
άνθρωπος στο Θεό και να ταυτιστεί μαζί του’ η νοσταλγία αυτή, η τόσο μυστική
και συνάμα τόσο πραγματική, άνοιγε μέσα μου πληγές και πηγές μεγάλες».
Έτσι
αρχίζει τον πρόλογό του στον «Τελευταίο πειρασμό» ο Νίκος Καζαντζάκης. Ο Μάρτιν
Σκορτσέζε, αυτό το βρήκε πολύ ενδιαφέρον. Όταν λοιπόν στηριζόταν στον
εγκλωβιστικό, μα πραγματικά πιστό στο βιβλίο, σενάριο του Πωλ Σραίντερ ήθελε να
μην αποκλίνει από το πνεύμα του βιβλίου που τον ενέπνευσε.
Και
πράγματι, παραμένει πιστός. Στήνει μια Ιουδαία σπαρασσόμενη από κοινωνικά
προβλήματα, δικαιολογεί το πνεύμα εξέγερσης που επικρατεί στα χαμηλότερα
κοινωνικά στρώματα εναντίον, κυρίως, των κατακτητών Ρωμαίων, σκιαγραφεί έναν
ηγέτη μιας κίνησης, εξέγερσης, δυναμικό, λαοφιλή μα, πάνω από όλα, έναν άνθρωπο
που μπορεί να πείσει ότι η εξέγερση ευνοείται από έναν θεό της δικαιοσύνης-και
τόσο πιο πειστικός γίνεται ένας τέτοιος άνθρωπος όσο πιο πολύ πεπεισμένος είναι
ο ίδιος.
Ο Ιησούς
του «Τελευταίου πειρασμού» είναι ένας τέτοιος άνθρωπος. Χαρακτήρας ακραίος,
ισορροπεί στα όρια της ανθρώπινης (άρα αδύναμης) φύσης του και στην υπέρβασή της.
Αποφεύγει την εξομοίωση της κοινωνικής του συμπεριφοράς με των άλλων ανθρώπων,
για να στοιχειοθετεί τη διαφορά του. Κάθε στέρηση, κάθε δοκιμασία την οποία
ξεπερνά τον ενδυναμώνει ως πρότυπο.. Διαπιστώνει ότι το να διαφέρεις απαιτεί
προσπάθεια, εγρήγορση και πόνο. Και συμπεραίνει ότι η απόλυτα θεληματική
αποδοχή του πόνου που μπορεί να οδηγήσει τα όρια της ανθρώπινης αντοχής στο
θάνατο μπορεί να ‘ναι η θέωση. Διαλέγει λοιπόν τον δρόμο του σταυρού, της
μαρτυρικής θανάτωσης, που έρχεται ως τίμημα της εξέγερσης. Η άρνηση της σάρκας
του, που υποφέρει να συμφιλιωθεί, έστω και ως φαντασία, με μιαν ήσυχη,
καθημερινότητα, με μια συμβατική ευτυχία, είναι το τελευταίο πλήγμα στην
ανθρώπινη φύση του και, συνάμα, η μεγάλη νίκη του θεού-αυτού που θα εμπνεύσει
την ανθρώπινη εξέγερση.
Ο κύριος
χαρακτήρας στοιχειοθετείται επαρκώς. Και οι κοινωνικές αναφορές της ταινίας
είναι απόλυτα δικαιολογημένες. Ούτε οι σκηνές με το λαό άθυρμα των ισχυρών και
των λαοπλάνων, είναι σε μια κατεύθυνση αντισημιτισμού, όπως υποστηρίχτηκε, αλλά
μάλλον αντιπροσωπευτικές μιάς πάγιας κοινωνικής συμπεριφοράς. Ο Σκορτσέζε τα
πήγε πολύ καλά με το υλικό του, δεν πρόδωσε κανέναν από όσους στηρίχτηκε: ούτε
τον Καζαντζάκη, που το πνεύμα του απέδωσε πιστά, ούτε το σεναριογράφο του, ούτε
την Μπάρμπαρα Χέρσεϋ (τη Μαγδαληνή της ταινίας) που του είχε χαρίσει το βιβλίο
του Καζαντζάκη, ούτε τους θεατές, οι οποίοι δεν περιμένουν ιδιαίτερες
τολμηρότητες, ούτε την εταιρεία που τον εμπιστεύτηκε, στην οποία το κόστος
παραγωγής θα αποδοθεί στο 100/πλάσιο (και βάλε), ούτε την καθολική πίστη του.
Το μόνο που πρόδωσε ο Σκορτσέζε είναι ο κινηματογράφος του.
Ο
σκηνοθέτης που αρνήθηκε να υποταχθεί στον κινηματογράφο των ειδών, διαλέγει
αυτή τη φορά το δρόμο του μελοδράματος για να πετύχει την ταυτοποιητική συμμετοχή
του θεατή. Ο σκηνοθέτης των λεπτών ισορροπιών υποτάσσεται στη χοντροκοπιά, στην
κακογουστιά της εξόφθαλμης χρήσης σπέσιαλ εφέ, διαρκώς στην οθόνη λες και
σκηνοθετεί ταινία τρόμου του συρμού. Ο σκηνοθέτης της σκληρής κοινωνικής βίας
εκχωρείται σ’ έναν μανιερίστικο νατουραλισμό, με το αίμα να ρέει διαρκώς, χωρίς
άλλο νόημα απ’ το συμβολιστικό. Ο σκηνοθέτης που χορογραφεί την ασήμαντη
λεπτομέρεια με έναν ευέλικτο φακό και με μια οπτική γεμάτη φαντασία, παράγοντας
εντάσεις μέσα απ’ τις ρωγμές που δημιουργεί στο ξετύλιγμα της αφήγησης,
εκχωρείται στην ακαδημαϊκή αφηγηματικότητα μιας ταινίας που αγωνίζεται να
μείνει πιστή, να μην βεβηλώσει.
Ο
«Τελευταίος πειρασμός», για έναν Σκορτσέζε χωρίς διλήμματα ήταν, σίγουρα, μη
πειρασμός.
Ηλίας Κανέλλης.
--
Και συμπληρωματικά,
μία κριτική από εφημερίδα της εποχής, όταν προβλήθηκε η ταινία. Ο τελευταίος πειρασμός
Έγχρωμη
αμερικάνικη ταινία, 1988. Σκηνοθεσία: Μάρτιν Σκορσέζε
Παίζουν: Γουίλεμ Ντεφό, Χάρβεϊ Κάιτελ, Μπάρμπαρα
Χέρσεϊ, Ντέιβιντ Μπόουι, Έρβιν Κέρσνερ, Πολ Γκρέκο, Βέρνα Μπλουμ.
Διάρκεια 161 λεπτά.
Προβολή:
Αθηνά, Όπερα, Ααβόρ, Αθήναιον, Έμπασυ, Νανά, Τροπικάλ
• εφημερίδα Η ΠΡΩΤΗ 14/10/1988
«Ο
ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΠΕΙΡΑΣΜΟΣ»
Σκηνοθεσία: Μάρτιν Σκορτσέζε.
Παίζουν:
Ουίλεμ Νταφόου, Μπάρμπαρα Χέρσεϊ, Χάρβεϊ Κάιταλ, Χάρι Ντιν Στάντον, Ντέιβιντ
Μπάουι
Ιδού
λοιπόν η «πέτρα του σκανδάλου» των τελευταίων μηνών για όλα τα μήκη και πλάτη
της Γης, και πιο ειδικά, η «πέτρα του σκανδάλου» για τους απανταχού
θρησκόληπτους και σκοταδιστές, που σπεύδουν να «προστατέψουν» κάποια
«παραδοσιακή εικόνα» του Χριστού, καταδικάζοντας την ελεύθερη σκέψη-και ένα
αποτέλεσμα δημιουργικής διαδικασίας-χωρίς βέβαια να γνωρίζουν το αντικείμενό
τους.
Γιατί αν
το γνώριζαν, θα αντιλαμβάνονταν ότι ο «Τελευταίος Πειρασμός» είναι ένα
πραγματικά θρησκευτικό έργο (άλλο θρησκευτικότητα άλλο θρησκοληψία και
στενομυαλιά). Ένα έργο που στέκεται με πλήρη σεβασμό στο θεματικό όγκο του
βιβλίου του Νίκου Καζαντζάκη.
Ο
προβληματισμός του Σκορτσέζε σαφώς αναπτύσσεται πάνω στην καζαντζακική
φιλοσοφική διερεύνηση, όχι μόνο της ανθρώπινης υπόστασης του Χριστού αλλά και
της αντιπαράθεσης του καλού και του κακού, όχι μόνο στο θεάνθρωπο αλλά και σε
κάθε ανθρώπινη υπόσταση. Και ο προβληματισμός αυτός δεν σταματάει εκεί. Η
αλλαγή της συνθήκης της ανθρώπινης ζωής είναι μπορετό να γίνει «με το σπαθί ή
με την αγάπη»; Η τάση ανθρώπου να φτάσει την «εικόνα και ομοίωση» ενός θεού-θα
΄λεγα καλύτερα μιας ηθικής δικαίωσης και πληρότητας-μέσα από ποιες δοκιμασίες
και πειρασμούς πρέπει να περάσει; Και μήπως τελικά οι απλές ανθρώπινες
απολαύσεις, δεν είναι τίποτ’ άλλο από μια σειρά μικρών και μεγάλων δοκιμασιών,
που θέτουν σε κρίση την ηθική αντοχή του ατόμου;
Ο
Σκορτσέζε σ’ ένα πρώτο επίπεδο έφτιαξε την ταινία του με καθαρά υλικά που
θυμίζουν έντονα τη σχέση τους με τον αναπαραστατικό ρεαλισμό. Η εποχή, το
περιβάλλον, η ατμόσφαιρα, όμως δεν στηρίζονται σε τυπικά άψυχα συστατικά.
Στήνοντας τα γυρίσματά του στο Μαρόκο, ο σκηνοθέτης απόδειξε την μαστοριά του
χρησιμοποιώντας κάθε λαϊκό-και όχι γραφικό-στοιχείο του προσφερόταν, με
εκπληκτικό τρόπο. Τοπία, άνθρωποι, αντικείμενα, ήχοι και υπεροχή «λαϊκοφανής»
μουσική του Πήτερ Γκάμπριελ, δημιούργησαν μιαν «εποχή» και μιαν ατμόσφαιρα
αλήθειας, που φυσικά τόνισε ακόμα πιο πολύ τη διαχρονικότητα του
ηθικού-φιλοσοφικού θέματος και έφερε τη θεματική ανάπτυξη πιο κοντά στην εποχή
μας. Εκεί που αυτόματα έχεις την αίσθηση ότι ο Σκορτσέζε παγιδεύτηκε είναι η
ροπή του προς τον κινηματογραφικό εντυπωσιασμό. Η αλληλουχία των οπτικών «εφέ»
υπερτόνισε την αίσθηση της κινηματογραφικής υπερπαραγωγής και άνοιξε
περισσότερο το χάσμα μεταξύ της σκέψης και γενικότερου εικαστικού-ρεαλιστικού
αποτελέσματος. Γιατί είναι αδύνατον να υποβάλεις τον ανθρώπινο εσωτερικό
γολγοθά στον θεατή με την απαιτούμενη θεωρητική χροιά, χρησιμοποιώντας τη
γλώσσα των εφέ, που αυτόματα σε παραπέμπουν σε άλλες κατηγορίες αφηγήσεων. Το
ίδιο αφορά και το πρόσωπο του Ουίλεμ Νταφόου, που σαν Χριστός ανταποκρίνεται
περισσότερο στην ανθρώπινη υπόστασή του, αλλά δεν διαθέτει καθόλου και την
περιρρέουσα πνευματικότητα και ψυχική αγωνία, που θα ‘πρεπε. Παρ’ όλες τις
αντιρρήσεις, ο Σκορτσέζε κατάφερε να φτάσει σε έξοχες κινηματογραφικές στιγμές
ιδίως στα σημεία όπου αφήνει το φακό του να «μιλήσει» μόνος του χωρίς την
επέμβαση του Λόγου. Όσο για τις υποτιθέμενες «επίμαχες» σκηνές, ουδείς ψόγος:
Εντάσσονται θαυμάσια στο κλίμα και στον προβληματισμό της ταινίας, είναι
«λατρευτικά» γυρισμένες, και μόνο οι κατ’ ευθείαν απόγονοι του Μεσαίωνα (και επί
πλέον αγράμματοι και μικρόνοες) θα μπορούσαν να αντιδράσουν εναντίον τους.
Για την
ταινία και το έργο, θα επανέλθουμε.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς, 17/7/2018
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου