Τρίτη 10 Ιουλίου 2018

Η σβούρα του χρόνου της ζωής μας


Η σβούρα του χρόνου μας

Υπήρχε ένα παιδικό παιχνίδι που παίζαμε σαν μικρά παιδιά, η σβούρα. Η σβούρα είχε σχήμα τριγωνικό, σφαιρικό, ρόμβου, ορισμένες είχαν και τετράγωνο σχήμα, ήσαν σαν λιλιπούτεια μικροσκοπικά χωνιά, όλες οι σβούρες είχαν μια αιχμηρή κόχη, ένα καρφί καρφωμένο στο κάτω μέρος τους. Το υλικό που ήταν κατασκευασμένες ήταν από συμπαγές ξύλο. Τα μεταγενέστερα χρόνια, κυκλοφόρησαν και πλαστικές ή κοκάλινες με ελατήριο μηχανισμό, στο σχήμα της υδρογείου σε πολύ μεγαλύτερο μέγεθος. Οι πρώτες αυτές ξύλινες μικρού μεγέθους σβούρες, που εμείς παίζαμε στους δρόμους, στο πάνω μέρος τους περιφερειακά, είχαν μία ή δύο μικρές αυλακιές που ήσαν βαμμένες με χρώματα από τους κατασκευαστές τους, αν δεν ήσαν, τις βάφαμε εμείς με τα πολύχρωμα ξύλινα κραγιόν που χρησιμοποιούσαμε τότε στο δημοτικό στο μάθημα των εικαστικών. Κόκκινο, πράσινο, κίτρινο ή μαύρο χρώμα. Επίσης, στο πάνω μέρος υπήρχε ενσωματωμένο ένα μικρό τετράγωνο ή στρογγυλό ξύλινο μπαλάκι που την κρατούσαμε. Στο κάτω μέρος της σβούρας-το λεπτότερο-ήταν σφηνωμένο ένα καρφί ή μια ατσάλινη μυτερή ακίδα, άλλες είχαν μια στρόγγυλη σιδερένια μπιλίτσα καρφωμένη στην βάση τους πράγμα που τους έδινε μεγαλύτερη ευστάθεια καθώς γύριζαν με μεγάλη ταχύτητα, ισορροπούσαν ευκολότερα. Εμείς οι μικροί μπόμπιρες τυλίγαμε την μία άκρη ενός σπάγκου γύρω της, μέχρι το ύψος των αυλακιών της, και το άλλο άκρο το «δέναμε» στον αντίχειρά και κρατώντας τον σπάγκο με την παλάμη μας την σβουρίζαμε στο χώμα, στο πεζοδρόμιο, στα μωσαϊκά ή στα πλακάκια των δωματίων μας για εξάσκηση, από σχετική απόσταση, μέχρι να ξετυλιχτεί ο σπάγκος που είχαμε τυλίξει στην περιφέρειά της. Άστοχο και επικίνδυνο για μικροατυχήματα ήταν να τυλίξεις γύρω της πλαστική τριχιά, αυτήν που χρησιμοποιούν οι ψαράδες, σου κόβονταν τα δάχτυλα, σου πληγιάζονταν, έτσουζε η παλάμη σου. Ορισμένες φορές αν ο σπάγκος ήταν πολύ σκληρός (όπως αυτός της καλούμπας για το πέταγμα του χαρταετού) αλευρώναμε πρώτα τις παλάμες μας. Το παιδικό αυτό παιχνίδι ήταν πολύ διαδεδομένο στις παρέες των μικρών παιδιών, στις λαϊκές γειτονιές, τις φτωχογειτονιές του Πειραιά. Η τιμή της κάθε σβούρας, κόστιζε μία ή δύο δραχμές έως μερικές δεκάρες στις ανταλλαγές μεταξύ μας. Το παιδικό αυτό παιχνίδι ήταν γνωστό και στην αρχαιότητα με το όνομα «στρόβος, για περισσότερα στοιχεία βλέπε: Henry G. Liddell-Robert Scott,  “Μέγα Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης» τόμος 4ος σελίδα 141, εκδόσεις Ιωάννης Σιδέρης, μετάφραση Ξενοφών Π. Μόσχος,  που αναφέρονται οι αρχαίοι συγγραφείς και οι πηγές που συναντάται το ρήμα, το ουσιαστικό και τα παράγωγα της ρίζας της λέξης. Το σβούρισμα, απαιτούσε μεγάλη ευκινησία και δεξιότητα δακτύλων, ικανότητα και δύναμη σωματική, οπτική ευστοχία για να πετύχεις την σβούρα του άλλου παιδιού και σημαδεύοντάς την, να την ρίξεις στο χώμα ή να την πετάξεις μακριά, να την κάνεις να σταματήσει. Ήταν η νίκη που επεδίωκε κάθε παιδί σε βάρος του άλλου. Ορισμένες σβούρες καταστρέφονταν από τα πολλά κτυπήματα της αντιπάλου σβούρας καθώς το καρφί ήταν πολύ μυτερό και τις άνοιγαν τρύπες. Οι ποιο άταχτοι και σκανδαλιάρηδες μπόμπιρες έβαφαν τις «πληγές» τους ή τις γέμιζαν με τσίχλες για να μην φαίνονται τα «τραύματα» του ξύλου από τα πολλά χτυπήματα. Οι πολύχρωμες αυτές σβούρες καθώς γύριζαν πέριξ του άξονά τους, άφηναν μια ευχάριστη αίσθηση στα έκπληκτα μάτια των μικρών παιδιών που συναγωνίζονταν το ένα το άλλο, ποιος θα χρωματίσει καλύτερα την σβούρα του. Άλλες πάλι φορές καρφώναμε μικρές πολύχρωμες πινέζες στο πάνω μέρος τους, γύρω-γύρω και καθώς αυτές στριφογύριζαν μέχρι να ξετυλιχτεί ο σπάγκος, έλαμπαν, χρύσιζαν, έδιναν εικόνες χαράς και ικανοποίησης στα παιδιά, γιαυτό ήταν ένα από τα αγαπημένα τους παιδικά παιχνίδια. Νικητής ήταν αυτός που θα κατόρθωνε να πετύχει την σβούρα του αντιπάλου από απόσταση, θα την χτυπούσε και θα την έκανε να σταματήσει πετώντας την μακριά. Ή πάλι, θα σβούριζε με δύναμη στο χώμα την δική του και θα κατόρθωνε να την κάνει να σταθεί όρθια για αρκετά λεπτά, ενώ καθώς ο σπάγκος ξετυλίγονταν δεν θα μπερδεύονταν και δεν θα έπεφτε η σβούρα. Άλλες φορές τις σβουρίζαμε μέσα σε κύκλους που είχαμε χαράξει πάνω στο χώμα, επιδιώκοντας να μην ξεφύγουν από τον κύκλο, ή τις συνδυάζαμε με στόχο τους χωματένιους κόκκινους βόλους που και αυτοί ήσαν αγαπημένο παιχνίδι των παιδιών. Μικροί βόλοι στο χρώμα της ώχρας που δεν άντεχαν πολύ και διαλύονταν από την πολύ χρήση. Οι χωμάτινες αυτές μικρές μπαλίτσες ήσαν επίσης στην ημερήσια διάταξη των παιδικών παιχνιδιών και ενασχολήσεων πριν κυκλοφορήσουν οι πολύχρωμες γυαλένιες μπαλίτσες που μας ξετρέλαιναν και τους μαζεύαμε σωρηδόν, αλλά και οι άσπροι γαλατάδες, οι επονομαζόμενοι και βούζες.
Το κέρδος της νίκης του παιχνιδιού με τις σβούρες ήταν συνήθως η ανταλλαγή παιδικών εικονογραφημένων περιοδικών που τότε διαβάζαμε. «Μπλέηκ» με τον καθηγητή Μυστήριο, «Μίκυ Μάους» με τον Μαύρο Πητ, «Λούκι Λούκ» με την πανέξυπνη Ντόλυ του και τον μούργο Ρα-Τα-Πλαν, «Τομ και Τζέρυ», «μικρός σερίφης», «μικρός καουμπόης», τεύχη παραμυθιών σε συνέχειες με τα ξωτικά και τις νεραΐδες, τους δράκους και τους μάγους (Η Κυρά της Λίμνης), εικονογραφημένες περιπέτειες του «Καραγκιόζη» με όλα τα ξυπόλητα κολλητήρια στη σειρά, «Εικονογραφημένα Κλασσικά» με τις περιπέτειες του αρχαίου ήρωα Οδυσσέα, τα κατορθώματα του Ηρακλή, του Θησέα…, και άλλα παιδικά περιοδικά που ανταλλάσσαμε μεταξύ μας, μια και το παιδικό χαρτζιλίκι μας, δεν επαρκούσε για εβδομαδιαίες, δεκαπενθήμερες ή μηνιαίες αγορές καινούργιων τευχών των παιδικών αυτών περιοδικών. Εξάλλου, η επάρατος επταετία, δεν επέτρεπε και πολλές αναγνωστικές διεξόδους. Μόνο το «προς τη Νίκη» μοιράζονταν στο δημοτικό δωρεάν με το γνωστό εξώφυλλο, την εικόνα ενός μικρού ξανθομάλλικου και γαλανομάτικου μικρού αγοριού να κρατά το τιμόνι ενός καραβιού μέσα στην θαλασσοταραχή και την φουρτούνα και πίσω του ο λευκοφορεμένος φύλακας άγγελος του να τον προστατεύει και τον καθοδηγεί ατενίζοντας το άγνωστο. Όσο για εξωσχολικά αναγνώσματα της επίσημης παιδείας, είχαμε τον καταταλαιπωρημένο από όλες τις πολιτικές καταστάσεις Σκιαθίτη διηγηματογράφο κυρ Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη και την καθαρεύουσα γλώσσα του. Απορία άλυτη ακόμα σε μένα, πως δάσκαλοι και δασκάλες που τέλειωσαν μια ανωτάτη σχολή δεν είχαν διαβάσει άλλον έλληνα συγγραφέα για να μας μιλήσουν για το έργο του; Ο κυρ Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης ήταν η αναγκαία λύση για κάθε σχολικό κενό, άντε και λίγος Ανδρέας Καρκαβίτσας. Αυτά τα Λόγια της πλώρης ταίριαζαν και για την πρύμνη.
      Το παιδικό αυτό παιχνίδι έρχεται στην σκέψη μου καθώς τα χρόνια στροβιλίζονται πάνω στην καμπύλη του χρόνου και γυρίζουν τρελά και κουρασμένα γύρω από παλαιές αναμνήσεις που ο σπάγκος της μνήμη τους εξακολουθεί να είναι τυλιγμένος γύρω από την σβούρα του βίου μας. Ενός βίου που στροβιλίζεται πλέον ασθμαίνοντας μέσα στην λήθη, μεγαλώνοντας την σκιά του πάνω στο χώμα, που δύσκολα το συναντάς πια στην πρωτεύουσα και τις μεγάλες άξενες και άφιλες πόλεις. Ένας στροβιλισμός περασμένων στιγμών, μισολησμονημένων α-ληθειών ζωής που αναμένουν την ανάπαυλα της ολοκλήρωσής τους μέσα στις χωμάτινες αυλακιές της τροφού γης. Σβούρα η ζωή του ανθρώπου στα χέρια των Θεών, ένα παιχνίδι της άγνωστης του καθενός μας Μοίρας πάνω στις χαραμάδες ζωής της γης που τον γέννησε. Σβούρα και ο πλανήτης μας μέσα στο άπειρο του σύμπαντος, το γαλάζιο γαλαξία με τους άσπρους σαν μεγάλες βούζες αστερισμούς του. Μια αέναη αινιγματική περιστροφή της υδρόγειας σβούρας γύρω από τον άξονα του θανάτου. Χειροποίητη σβούρα η ζωή του ανθρώπου που δεν γνωρίζει, ποιος την σβουρίζει, ποιος κρατά τον σπάγκο που ξετυλίγεται της ζωής του, πότε θα σταματήσει να περιστρέφεται, ποιος θα είναι ο νικητής ή ο νικημένος του ά-δηλου αυτού παιχνιδιού. Ενός παιχνιδιού που συνεχίζεται ακατανόητο ίσως για εμάς, τα στιγμιαία όντα, αλλά τόσο αποκαλυπτικού.
     Οι σκέψεις αυτές ήρθαν στο νου μου καθώς άκουσα τις δύο τρομακτικές ειδήσεις στο ραδιόφωνο. Τον ξαφνικό χαμό ενός νέου αθλητή και τον απαγχονισμό ενός μικρού παιδιού από «μπούλινγκ» από συμμαθητές του (;). Συγκλονιστικές ειδήσεις της σύγχρονης ζωής μας. Τι κουράγιο απελπισίας και τι θάρρος μοναξιάς και άδικης θλίψης χρειάζεται ένα μικρό παιδαρέλι για να βάλει τέρμα στην ζωή του. Ποιος ηρωισμός, ποια ανδραγαθία των μεγάλων μπορεί να παραβληθεί με αυτόν τον άθλο χαμού ενός βλασταριού που έκοψε το νήμα της ζωής του πριν καν ανθίσει. Ποια θεϊκή παρηγοριά μπορεί να πάρει το σύννεφο θανάτου πάνω από αυτήν την οικογένεια. Ποια ανθρώπινη δικαιοσύνη μπορεί να σταματήσει το καλοκαιρινό ταξίδι του μικρού παιδιού προς την αθωότητα του νέου μέλλοντός του. Ποια γλώσσα να εκφράσει και γιατί, την αιώνια σιωπή της συνέχειας της ζωής του. Λέξεις άχρηστες, ανώφελης παρηγοριάς μπροστά στην απόφαση ενός παιδιού να αποχωριστεί τα αγαπημένα του πρόσωπα από υπερβολική ευαισθησία και πόνο. Επιτύμβιο σκάλισμα η ζωή πάνω στον χρόνο της προσωπικής μας μοίρας.
Και στην μνήμη μου έρχεται ο μικρός Άλεξ και η μητέρα του (ακόμα δεν βρέθηκαν οι ένοχοι). Έρχεται ο Βαγγέλης Γιακουμάκης από την Κρήτη (ακόμα δεν βρέθηκαν οι ένοχοι). Η κοπέλα που υπέστη μπούλινγκ στο διαδίκτυο και έφυγε με την πίκρα στα πανέμορφα μάτια της. Και, Και, Και…
Για ανθρώπινη ή θεία δικαιοσύνη θα μιλάμε τώρα;
Ας ταξιδεύει γαλήνια η μνήμη τους στην σκέψη των δικών τους. Τουλάχιστον.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
10 Ιουλίου 2018    


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου