Σάββατο 28 Ιουλίου 2018

Ανθολογία ποιημάτων Μάνου Ελευθερίου


Ανθολόγιο ποιημάτων Μάνου Ελευθερίου


• ΕΛΛΗΝ ΠΟΙΗΤΗΣ
Δεν είναι τα φιλιά δεν είναι όρκοι,
δεν είναι χωρισμοί μήτε και θλίψεις,
τα ευτυχισμένα τέρατα που τρώνε
την πατρίδα μου.
Δεν είναι οι φίλοι μας που χάθηκαν
σ’ ένα ποτήρι αισθήματα
ούτε που αφήνουμε απογόνους
μόνο τα μαύρα χρώματα.

Δεν είναι τα πηγάδια που άναψαν
μήτε τα χέρια του αίματος
και της αστυνομίας.

Είναι, απλώς, ο Έλλην ποιητής
Κωνσταντίνος Καβάφης.
--
• ΚΑΤΑΔΡΟΜΕΙΣ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΜΑΣ
Είναι στιγμές που όλοι αφήνουμε το Άργος.

Είναι στιγμές που ξεκινάμε απ’ τις Μυκήνες
κι από τη Θήβα
υπήκοοι μιας μοίρας που είναι καμένο δέντρο.

Ποιος λερώνει τη ζωή του και λέει πως δεν πονά;

Χρόνια επιστρέφουμε απ’ αυτά τα μέρη
φαρμακωμένοι μέσα στις ανάγκες μας
στων συγγενών και φίλων την ατελείωτη δίψα
ξεχνώντας τι ζητάμε να αποφύγουμε
ή ποιοι θα θέλαμε να μας ξεχάσουν-
καταδρομείς της ψυχής μας.

Χρόνια επιστρέφουμε από τους ίδιους δρόμους.

Όμως αυτές οι πόλεις είναι το δέρμα που μας φυλάκισε
σ’ αυτό τον τόπο που κανείς δεν έχει μνήμη’
σκοτάδια που ανταμώνουμε η αρπαγή και ο φόνος,
στερήσεις, χωρισμοί, στρατοδικεία,
βυζαντινοί κοιτώντας με τα βουνά του εμφύλιου
το θλιμμένο πρόσωπο του Μαρξ μπροστά στην Αφροδίτη

ή, κάποτε, ο εφιάλτης ενός ονείρου
όταν αιμόφυρτος πετάγεσαι απ’ το κρεβάτι σου
και βλέπεις στο διάδρομο εκείνο το καμένο δέντρο να τρί-
     ζουν τα κλωνάρια του
σημάδι πως θ’ ανθίσει, την άνοιξη που γύρευες.
--
• ΔΕΝ ΗΞΕΡΑ
Δεν ήξερα πως τ’ όνομά σου είχε τόσα φύλλα
τόσα ξερά κλαδιά και ρίζες, τόση μουσική

αλλά οι νεκροί, να ξέρεις,
κρατάνε τα φιλιά σφιχτά
με παραπόνεση και πείσμα

θαρρείς πως άνοιξα τον τάφο της Αρετούσας
και σκαλίζω για χαμένα χειρόγραφα.
--
• ΞΗΜΕΡΩΝΟΝΤΑΣ ΜΕΓΑΛΗ ΠΕΜΠΤΗ
Στις ερημιές της ποίησης φαγώθηκαν τα χρόνια μου
με την αρμύρα του καιρού και το μαράζι των ανθρώπων
τρίφτηκα σαν τα βότσαλα πού χαίρεσαι στις εκδρομές
να σημαδεύεις τα κύματα.

Κάποτε μένουν άδειες οι ακτές τόσα χρόνια τόση
ποίηση ποια ζυγαριά και ποια δικαιοσύνη
πατάς γυαλιά σπασμένα, σκυλίσια κόκαλα,
ρίζες και ξύλα από κρεβάτια και σιδερικά,
διαβάτη: εδώ αναπαύομαι.
--
• ΦΙΛΟΙ ΚΑΙ ΧΡΟΝΙΑ
Βρήκα τα χρόνια μου μπροστά σε μια σπηλιά
και τα σκυλιά να παίζουν με τα νιάτα μου.
Είχα κληρονομήσει μια ροδιά’ την έδωσα.
Τους ποιητές που αγάπησα τους έχασα.
Φίλοι και χρόνια κι άλλοι φίλοι χρόνια
με παιδέψανε κι απ’ τα μισά της δίκης
όλο συλλάβιζα τα λόγια που εννοούσα
και θαύμασα και γέρασα.
Στο τέλος βγάζω την απόφαση’ θα γράψω;
--
• ΟΙ ΦΙΛΟΙ, ΠΑΛΙ
Ξωκλήσια σαν τις συλλαβές στα δόντια της ψυχής
και σαν νησιά με στέρνες και με δεντρολίβανο,
δύσκολοι φίλοι, χαμένοι φίλοι,

τους βρήκα να παραμιλούν και να μαλώνουν με σκιές,
λινό της ξενιτίας εβάραινε τον ύπνο τους
και θέλεις από στέρηση, θέλεις από το άδικο
και την καταλαλιά
μια νύχτα στην Καισαριανή κι ένα πρωί στο Πέραμα
ξερίζωσα τούτες τις φαρμακερές κλωστές
απ’ τη ζωή μου
καθώς τραβούν οι ναύτες τα δίχτυα στη στεριά.
--
• ΚΑΙ ΚΑΠΟΤΕ ΣΤΟΝ ΥΠΝΟ ΜΑΣ
Τά δόντια της ψυχής δαγκώνουν πιο φαρμακερά.
Κάποτε μπήγονται βαθιά και κάποτε στον ύπνο μας
τα ξαναφέρνουν πίσω τα παραμιλητά των φίλων,
τραυλίσματα κακών ποιητών,
κλωστές και νήματα που σ’ οδηγούν
στο βάθος της σκηνής
κι όσοι διαλέγουν τον Τροχό για τη ζωή τους.

Η αγάπη και η φιλία μας βοηθούν στο θάνατο.
--
• ΚΑΛΟ ΤΑΞΙΔΙ
Αυτοί που ζούνε συντροφιά κάτω απ’ το χιόνι
κι αυτοί που δώσανε στη χλόη μαύρο φόρεμα
αυτοί πού ερημώνονται όπως το χόρτο στο γκρεμό
κι αυτοί που ξαναγύρισαν
κι είδαν το χώμα θειάφι
αυτοί που κληρονόμησαν τον καπνό για τ’ αμπέλι τους
και την ευχή με τα δάκρυα για το καλό ταξίδι

αυτοί θα σηκώσουν το ανάθεμα
     και τον παλιό χρησμό
αυτοί τις εμφύλιες μέρες και τη συκοφαντία
και σ’ αυτούς δεν θα δώσεις
και γι’ αυτούς δεν θα μείνει
ούτε μια πέτρα για να πεθάνουν, Ελευθερία.
--
• ΚΑΘΟΤΑΝ η Φραγκογιαννού στο πεζούλι
και μπάλωνε τα ρούχα της φαμίλιας της
κι απ’ την κληματαριά της
χοντρές σταγόνες το σκοτάδι, σαν χαλάζι
έριχνε ο ήλιος του μεσημεριού στην ποδιά της,
αλλά εκείνος περιδιάβαζε στις άλλες αμμουδιές
κι έτρεχε κι έτρεχε
     λες να προλάβει τον εαυτό του
εκεί που η ψυχή του ανθρώπου αγκιλώνει το άδικο

καθώς όταν σηκώνεται το χέρι του φονιά
και το μαχαίρι γράφει απ’ την αρχή τον κόσμο.
--
• ΧΑΜΟΓΕΛΟΥΣΕ σαν τ’ αγάλματα που είναι ακόμη στα υπόγεια
των μουσείων’
κομμένα δάχτυλα, σπασμένα χείλη,
     (τι να ‘γγιζαν, τι φίλησαν, ποιος τα προσκύνησε
κι όλοι χαμένοι στις ρεματιές, ποιες πόρτες κράτησαν,
ποιο κήπο στόλισαν
κι εσύ ονειρεύεσαι πώς άνοιξα την πόρτα,
ποια πόρτα; ποιο παράθυρο; Το σπίτι αυτό, τα χρόνια
αυτά, τα λόγια εκείνα,
μήτε παράθυρο και μήτε πόρτα,
με πόλεμο και μ’ άλλο πόλεμο, ποιο πόλεμο; ποια εποχή;
άφησα τις αρβύλες μου στο πεζούλι και προχώρησα,
το σπίτι άδειο,- Ποιο σπίτι και ποιος κήπος, τι μου λές;
Αυτά τα όνειρα δεν έχουν γιατρικά
κι αυτές οι λέξεις που έχεις γράψει στα πατώματα
φαρμακερές σαΐτες σημαδεύουν την καρδιά του καιρού)

έλεγα, λοιπόν, για τ’ αγάλματα’ κομμένα δάχτυλα,
σπασμένα χείλη (μη με ξαναρωτήσεις πιά γι’ αυτά
γι’ αυτά μη γράψεις πιά, μην τα θυμίζεις άλλο),
μπαίνω στο σώμα τους τη νύχτα κι από κεί κατασκοπεύω
τον αιώνα μου,
τα βλέπεις κάποτε μ’ ένα φεγγάρι τούρκικο
στεφανωμένα με τις δάφνες και τις προσφορές
λείψανα παλαιών αγνώστων ναυαγίων
«ευχαριστώ», κομμένα πόδια και καράβια,
λέω, τα βλέπεις να περνούν σ’ έναν αράπικο ουρανό,
μη με ρωτάς, μη με ρωτάς, ποιο σκοτεινό τρυγόνι,
οι λέξεις θέλουν αίμα κι αυτά τα λόγια πάνε αλλού,
περνούν, που λές, πάλι ξεχάστηκα-
και τα κοιτάς να υπνοβατούν, κλείσε τα τσίγκινο πικάπ,
θα ‘ρθει κι ο πρόστυχος καιρός μ’ άλλα τραγούδια,
φόρεσε κάτι, ένα μάλλινο στους ώμους,
τρυπάει τ’ αγιάζι σαν κι αυτό που θές να πείς
κι εγώ σου γράφω ετούτα τα ποιήματα
γονατιστός με στέρηση και χρόνια χρόνια στα χαρτιά

πες το λοιπόν να σώσω την ψυχή μου
να σώσω αυτό το δέρμα που με φυλακίζει
αυτό το δέρμα και το αίμα και τα κόκαλα
το τζακισμένο σώμα μου πού μ’ έχει φυλακίσει τρείς αιώνες.
--
• ΘΑΝΑΤΟΣ ΣΤΗΝ ΕΠΑΡΧΙΑ
[Ανάμνηση Κ. Γ. Καρυωτάκη]
Τα νιάτα τους σημαία διπλωμένη
Φαρμάκι πίνουν όρθιοι να σταθούν.
Τις Ώρες που γυρνούν οι πεθαμένοι
μονάχα αυτοί με λύπη τους πενθούν.

Ανώνυμα συχνά τα γράμματά τους.
Κατασπαράζουν σχέσεις και δεσμούς.
Λειωμένο ρούχο γίνεται η καρδιά τους.
Μεθούν κι έχουν συχνά παροξυσμούς.

Στα μαγαζιά τους στέκουν στοιχειωμένοι.
Στο θλιβερό υπάλληλο ξεσπούν.
Σε μια κηδεία όλοι πληγωμένοι
τους φίλους σαν εχθρούς ακολουθούν.

Με τις γυναίκες ζουν δυστυχισμένα
-έχουν πολέμους, λες, με Αγαρηνούς-,
Κι όλα κρυφά, σιγά και αρρωστημένα
μην ακουστούν ποτέ στους διπλανούς.

Γερνούν, παραφυλούν, κατασκοπεύουν,
Κλειστές οι πόρτες. Ξέρουν και τι τρως.
Με κόλπο δυο φτερά κρυφά σου κλέβουν.
Το μίσος γιατρικό τους και γιατρός.

Στα καφενεία μόνοι τους συχνάζουν.
Πίνουν καφέ. Κοιτούν ποιος τους κοιτά.
Γελούν μ’ ό,τι συμβεί και σχολιάζουν.
Χιονίζει απόψε φως του θανατά.

Κορίτσια λυρικά τα όνειρά τους-
θα γίνουν σκύλες αν τους αρνηθούν.
Ξαναμετρούν με τρόμο τα έξοδά τους.
Αγρίεψε η ζωή. Θα τρελαθούν.

Γυναίκες που είχαν μοίρα για να γίνουν
ποτάμια, δέντρα κι άστρα με φιλιά
το σώμα τους μονάχες πια το γδύνουν
και στον καθρέφτη ακούν την πιστολιά.

Στο τέλος ζουν μες στα γηροκομεία
κι ο αγέρας έξω αφρίζει και λυσσά.
Τις σάρκες της θα τρώει η επαρχία
ντυμένη τέτοιες ώρες στα χρυσά.
--
• ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ
Σαν να ‘ταν αύριο που θα γίνονταν όλα.

Και το αναμμένο φως στο κομοδίνο
να ξορκίζει και να αναβάλλει το θάνατο.

Κι έτσι σιγά σιγά που γέρνεις και γερνάς
στο θάνατο του ύπνου
μόλις εκείνες τις στιγμές καταλαβαίνεις
ότι γνωρίζεις όλες τις παλιές αλήθειες
αλλά ποτέ δε θα μπορέσεις να τις αποδείξεις.

Άχ πόσα μας επιφυλάσσει ακόμη
το παρελθόν.
--
• ΠΟΙΗΤΗΣ ΜΕΛΛΟΥΣΩΝ ΓΕΝΕΩΝ
Δεν έχει πια τις πρώτες τις δυνάμεις του
κι ο ποιητής μαραίνεται
στα χέρια αυτού του κόσμου του αχάριστου.

Σταμάτησαν τα χρόνια του σαν τα ρολόγια
σε πτώση αεροπλάνου.

Τι να σώσει και τι να πει σε εποχές ατιμίας.

Τα δηλητήρια της τέχνης του είναι πια ξεθυμασμένα
όπως τα πένθη ανυπεράσπιστων θυμάτων.
Φίλτρα μιας νιότης και φλεγμονές ονείρων
σαν κοιμισμένες τσιγγάνες κάτω απ’ τη θάλασσα.

Κι όμως δικό του είναι και τον περιμένει
χρυσό και μαργαριταρένιο στασίδι στον Παράδεισο.
--
• ΟΔΟΙΠΟΡΙΑ ΣΕ ΝΑΡΚΟΠΕΔΙΟ
Νομίζει πως περιπολεί μέσα σε ναρκοπέδιο.
Άδικη εποχή αχάριστη πατρίδα.

Στην άραχλη επαρχία
πώς αποχαιρετά κανείς τον εαυτό του.

Ελάχιστοι του απάντησαν για τα ποιήματά του.
Σαν να του στέλνανε συλλυπητήρια.
Ο κάθε κάλπης του ‘δινε μια θέση
για τη λησμονιά.

Κι όμως γι’ αυτά έφτυσε αίμα να τα γράψει.
Του καίγονταν τα χέρια μόλις τ’ άγγιξε.
Στην Κόλαση περπάτησε να βρει την κάθε λέξη.
Με τους Αγγέλους οδοιπόρησε και
(αυτό κι αν είναι αλήθεια)

πολλοί απ’ τους αγίους του υπαγόρευαν
σεβαστικά και τι και πώς θα γράψει.
--
• ΜΕΣ ΣΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ
Χιόνι κρατούσα κι έλειωνε σαν τις ελπίδες των ανθρώπων.
Ζούσα τότε θυμάμαι σ’ άλλες εποχές.

Φύλαξες τα χρυσά φιλιά μες στ’ αργυρά κουτάκια.
Φύλλα ξερά της δάφνης και φύλλα Παραδείσου.
Μες στα βιβλία της αγάπης και μέσα στα λευκώματα
κι αυτό που δεν μπορεί να υποσχεθεί.

Είναι λοιπόν καημοί που τους περνάμε μόνοι μας.
Κι είναι καημοί που μοιραζόμαστε πολλοί.
Κι ο πόνος ο ελληνικός δεν έχει τέλος.
--
• ΑΠΟ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΟΠΕΡΑΣ
Δεν αρκείς που άγιασες.
Πρέπει να κάνεις και θαύματα.
--
Το δηλητήριο της τέχνης μου
χυμένο υγρό γυαλί στα μάτια.
Κι ένας αυτόχειρ ποιητής
με το χρυσό αναπτήρα του
προσπαθεί ν’ ανάψει τους πολυελαίους
του σπιτιού μου.
--
Εκείνοι που χώρισαν απ’ τη σκιά τους.
--
Ανάμεσα στο πουλί και το χορτάρι
το σώμα γραφή και ανάγνωση.
Πάλι με μηδέν βαθμολογήθηκες.
--
Σε κάλπικη πατρίδα και μάγους της φυλής
περνάμε τις αρρώστιες μας.
--
Μεγάλος μαύρος χάρτης μιάς κολασμένης συμπεριφοράς.
--
Πλυμένη βεράντα με τρυφερό ιώδιο.
Ταξιδεύει μ’ εκείνους που αφήσαμε.
--
Με τις αράχνες και τις ρίζες των πουλιών.
--
Και με το μίσος περνά ο καιρός.
--
Μη με ξυπνάς. Εσένα πάλι βλέπω.
Και προτιμώ αλλιώς να σε βλέπω.
--
Φορώ τη στρατιωτική μου στολή
συνεχώς και αδιαλλείπτως.
Την φορώ να σ’ ερεθίζω συναισθηματικά.
--
Κοιτάζω τα χέρια σου κι αποστηθίζω τη θάλασσα.
--
«Είτε με τις ώρες είτε με τις ημέρες πάντα άθροισμα
μου δίνει τα ίδια χρόνια. Αισθάνεσαι άραγε ακόμη
ναυτία με την ποίηση ή μήπως θέλεις να γράψω μυθιστόρημα;»
--
Όπου και να σας βρίσκει το κακό, αδελφοί,
ζητάτε πάντα τη βοήθεια της αστυνομίας.
--
• ΛΟΓΙΑ ΠΙΚΡΙΑΣ ΕΝΟΣ ΥΠΕΡΓΗΡΟΥ ΠΟΙΗΤΗ ΣΤΑ 1986
Δεν έχω έχθρα γι’ αυτούς που με κυνήγησαν.
Πίνω κολόνιες τα βράδια και ξεχνάω.

Τα σήματά μου φωτιές του φαροφύλακα.
Το πρόσωπό μου από την πίσω μεριά του καθρέφτη.
Κι όμως ξυπνώ καμιά φορά μές στην Κωνσταντινούπολη.
--
• Η άδεια σκηνή
Ύστερα από τη λάμψη μιάς νεότητας που έμοιαζε με τέ-
     χνη της μαγείας
απόμεινε ξερός καρπός και δίχως είδος.

Κοιμισμένο έντομο σε φύλλο γιασεμιού.
--
• Ο ΚΗΠΟΣ ΤΗΣ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗΣ
Αιμορραγούν οι αισθήσεις όταν θυμόμαστε.

Επιθυμίες και φιλιά γδέρνουν τη μνήμη.

Χιόνι σπαράζει και χρυσάφι.

Παιχνίδια ενός τυφλού παιδιού που παίζει.
--
• ΣΧΗΜΑΤΑ ΘΗΡΙΩΝ ΣΤΟΝ ΥΠΝΟ ΓΕΡΟΥ ΠΟΙΗΤΗ
Νεκρό νερό στο ποτήρι. Τα φάρμακα στο συρτάρι.
Μυρίζει χρόνια κι αέρας με χρόνια και σκόνη.
Σχήματα θηρίων κάτω απ’ το σεντόνι.
Σχήματα μιάς ανάμνησης σωμάτων
και σχήματα μιάς νύχτας των κυμάτων.
--
• ΚΑΙ ΠΡΟΣΩΠΑ ΦΙΛΩΝ
Ερειπωμένο δέρμα τυφλού θηρίου που σέρνεται
     μές στις μεγάλες μοναξιές,
Γι’ αυτό μας πονούν οι σκιές του ουρανού
και στους καθρέφτες βλέπουμε τα πένθη που θα ‘ρθουν.

Πένθη με πρόσωπα να κλαίν
και πρόσωπα φίλων που κλαίν και γκρεμίζονται.
--
• ΟΠΩΣ Σ’ ΕΝΑ ΠΑΡΤΙ
Το ξέρω κλαίς ακόμη και στον Άδη.
Μά τι φαρμάκια σέρνεις
ώς και μέσα εκεί στον Άδη.
Για χάρη μου πώς κλαίς, το ξέρω, γιατί
η σκιά μου αποχωρίζεται το σώμα-
τη βλέπω στον αέρα γκρεμισμένη στα κόκκινα.

Θλιβερά είναι όλα. Όπως σ’ ένα πάρτι
με φίλους που γέρασαν.
--
• ΠΡΟΧΘΕΣ ΤΟ ΒΡΑΔΥ
Προχθές το βράδυ που ήμουν πάλι ο μισός
μέσα στο θάνατό μου
και κάλεσα με κλάματα έναν άγιο στο σπίτι
-για κάποιον άνθρωπο δικό μας που αγαπήσαμε-
σου ‘στειλα χαιρετίσματα.

Σε βρήκε άραγε;
--
• ΣΩΜΑ ΚΑΙ ΨΥΧΗ
Όχι μονάχα εκείνο που είμαστε κι ό,τι απόμεινε από μας
ή ό,τι αγωνιζόμαστε να φαίνεται

αλλά μαζί μας σέρνουμε και τις μορφές των άλλων
πού με τα χρόνια γίνονται ίσκιος ανάμνησης

μαζί μας σέρνουμε σημάδια και κομμάτια τους
το αίμα, την αγάπη τους, την περιφρόνησή τους
τα πάθη και τα μίση τους και την εκδίκησή τους
αυτά που χάσαμε σε τρόμους και κινδύνους-

όσα κερδίσαμε σε μάχες βιαστικές, τυραννικές
κι όσες μας έδωσαν χαρές περαστικές οι αθάνατοι.

Έτσι σιγά σιγά χτίζεται σώμα και ψυχή.
Έτσι σιγά σιγά το πρόσωπό μας.              

Σημειώσεις:
Τα ποιήματα ΕΛΛΗΝ ΠΟΙΗΤΗΣ, ΚΑΤΑΔΡΟΜΕΙΣ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΜΑΣ και ΔΕΝ ΗΞΕΡΑ, προέρχονται από την ποιητική συλλογή «ΤΟ ΜΥΣΤΙΚΟ ΠΗΓΑΔΙ» εκδόσεις «ΓΝΩΣΗ» 1983, σ. 25, 9, 36.
Τα ποιήματα ΞΕΜΕΡΩΝΟΝΤΑΣ ΜΕΓΑΛΗ ΠΕΜΠΤΗ, ΦΙΛΟΙ ΚΑΙ ΧΡΟΝΙΑ, ΟΙ ΦΙΛΟΙ ΠΑΛΙ, ΚΑΙ ΚΑΠΟΤΕ ΣΤΟΝ ΥΠΝΟ ΜΑΣ, ΚΑΛΟ ΤΑΞΙΔΙ προέρχονται από την ποιητική συλλογή «ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΜΟΥΣΙΚΗΣ- ΤΑ ΞΟΡΚΙΑ», β΄ έκδοση, εκδόσεις «ύψιλον» 1980, σ. 10, 16,17, 31.
Τα ποιήματα «ΚΑΘΟΤΑΝ η Φραγκογιαννού…», «ΧΑΜΟΓΕΛΟΥΣΕ σαν τ’ αγάλματα που…», προέρχονται από την ποιητική συλλογή «ΑΓΡΥΠΝΙΑ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΦΗΤΗ ΕΛΙΣΣΑΙΟΥ ΓΙΑ ΤΟ ΣΚΟΤΕΙΝΟ ΤΡΥΓΟΝΙ», εκδόσεις «αμοργός» 1980, σ.19, 20
Τα ποιήματα ΘΑΝΑΤΟΣ ΣΤΗΝ ΕΠΑΡΧΙΑ, ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ, ΠΟΙΗΤΗΣ ΜΕΛΛΟΥΣΩΝ ΓΕΝΕΩΝ, ΟΔΟΙΠΟΡΙΑ ΣΕ ΝΑΡΚΟΠΕΔΙΟ, ΜΕΣ ΣΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ, προέρχονται από την ποιητική συλλογή «Η ΠΟΡΤΑ ΤΗΣ ΠΗΝΕΛΟΠΗΣ», εκδόσεις Γαβριηλίδης 2003, σ.36, 34, 22, 18,26.
Τα ποιήματα ΑΠΟ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΟΠΕΡΑΣ, ΛΟΓΙΑ ΠΙΚΡΙΑΣ ΕΝΟΣ ΥΠΕΡΓΗΡΟΥ ΠΟΙΗΤΗ ΣΤΑ 1986, Η άδεια σκηνή από την ΕΜΠΕΙΡΙΚΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ, Ο ΚΗΠΟΣ ΤΗΣ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗΣ, προέρχονται από την ποιητική συλλογή «ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΠΕΡΑ», εκδόσεις «ΓΝΩΣΗ» 1987, σ.44, 35, 27, 16
Τα ποιήματα ΣΧΗΜΑΤΑ ΘΗΡΙΩΝ ΣΤΟΝ ΥΠΝΟ ΓΕΡΟΥ ΠΟΙΗΤΗ, ΚΑΙ ΠΡΟΣΩΠΑ ΦΙΛΩΝ, ΟΠΩΣ Σ’ ΕΝΑ ΠΑΡΤΙ, ΠΡΟΧΘΕΣ ΤΟ ΒΡΑΔΥ, ΣΩΜΑ ΚΑΙ ΨΥΧΗ, προέρχονται από την ποιητική συλλογή «Το νεκρό καφενείο», εκδόσεις Καστανιώτη 1997, σ.40, 35, 11,13,21.
Για την αντιγραφή
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς 28 Ιουλίου 2018
ΥΓ. Τι να σας πω αγαπητοί μου συνέλληνες, δεν καταλαβαίνω, δεν αρκεί το μικρό μου μυαλό να κατανοήσει τέτοια πολιτική και ανθρώπινη αναισθησία, ούτε μία παραίτηση από τα μέλη της παρούσας συν-κυβέρνησης, τον πρόεδρο της ελληνικής δημοκρατίας που γράφει και βιβλία να διδάξει ποιούς, τους χαχόλους έλληνες, μια παραίτηση ενός αρχηγού της αντιπολίτευσης των δύο μεγάλων κομμάτων που κυβέρνησαν εδώ και δεκαετίες και με την ανοχή των κομμάτων τους επικρότησαν όλες αυτές τις καταπατήσεις και τις πολεοδομικές παρανομίες που προκάλεσαν τους δεκάδες αθώους νεκρούς έλληνες σήμερα; Και η κυρία υπουργός πολιτισμού, η ηθοποιός, θα ερμηνεύσει μετά την αποχώρησή της την Μήδεια στην Επίδαυρο; Ο κύριος δήμαρχος του Μαραθώνα, με τις τόσες κοσμικές γνωριμίες; Θα είναι ο Ροκ δήμαρχος; Ο κύριος αντιπρόεδρος της Βουλής-ο κύριος Ζουράρης, αυτά δίδασκε τόσα χρόνια στους φοιτητές του στο Παρίσι; Όλη του η σταδιοδρομία ήταν για μια κυβερνητική καρέκλα; Θα άξιζε να ακούγαμε δημόσια την γνώμη ενός συμβόλου της αντίστασης και της δημοκρατίας του κυρίου Μανώλη Γλέζου που υποστήριξε παλαιότερα αυτούς τους πολιτικούς σαλτιμπάγκους και τις πολιτικές μνημονιακές πρακτικές τους. Δεν μας άξιζε μια τέτοια πολιτική τύχη, ούτε σαν έλληνες, ούτε σαν άνθρωποι που αρνήθηκαν και αντιστάθηκαν στην τελευταία δικτατορία ούτε σαν μια χώρα με τέτοιον ιστορικό πολιτισμό και παράδοση. Τρία αιματοβαμμένα χρόνια. Ας γράψει ότι θέλει η Ιστορία στο μέλλον, εμείς οι παρόντες έλληνες, γνωρίζουμε ποιοι μας κατέστρεψαν.     

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου