Δευτέρα 2 Ιουλίου 2018

Οδυσσέας Ελύτης, ΤΑ ΕΛΕΓΕΙΑ ΤΗΣ ΟΞΩΠΕΤΡΑΣ


ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ

ΤΑ ΕΛΕΓΕΙΑ ΤΗΣ ΟΞΩΠΕΤΡΑΣ
ΠΡΟΜΕΤΩΠΙΔΑ ΚΩΣΤΑ ΠΑΝΙΑΡΑ
Εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ 1991, σ.39, δρχ. 2600
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
ΑΚΙΝΔΥΝΟΥ, ΕΛΠΙΔΟΦΟΡΟΥ, ΑΝΕΜΠΟΔΙΣΤΟΥ
ΤΟ ΕΙΚΟΝΙΣΜΑ
«ΕΡΩΣ ΚΑΙ ΨΥΧΗ»
ΕΛΕΓΕΙΟ ΤΟΥ GRUNINGEN
ΣΟΛΩΜΟΥ ΣΥΝΤΡΙΒΗ ΚΑΙ ΔΕΟΣ
LA PALLIDA MORTE
ΠΕΡΑΣΜΕΝΑ ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΠΟΥ ΠΑΝΤΑ ΒΡΕΧΕΙ
ΑΣΗΜΟΝ
Η ΧΑΜΕΝΗ ΚΟΜΜΑΓΗΝΗ
ΤΑ ΕΙΣΟΔΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΘΑΝΑΤΙΣΜΕΝΟΥ (ΕΝΥΠΝΙΟΝ)
ΙΟΥΛΙΟΥ ΛΟΓΟΣ
ΡΗΜΑ ΤΟ ΣΚΟΤΕΙΝΟΝ
ΤΟ ΥΣΤΕΡΟ ΤΩΝ ΣΑΒΒΑΤΩΝ

«Ζω για τότε που δεν θα υπάρχω…»

ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ: «ΤΑ ΕΛΕΓΕΙΑ ΤΗΣ ΟΞΩΠΕΤΡΑΣ»
ΤΡΕΙΣ ΑΠΟΨΕΙΣ ΓΙΑ ΕΝΑ ΕΚΔΟΤΙΚΟ ΓΕΓΟΝΟΣ
Της Έλενας Χουζούρη
Φωτ: Ντίμης Αργυρόπουλος
Περιοδικό «ΕΝΑ» τχ. 47/20-11-1991, σ.41-
Έξι χρόνια μετά το «Μικρό Ναυτίλο», ο Οδυσσέας Ελύτης επανέρχεται με τα «Ελεγεία της Οξώπετρας». Δεκατέσσερα ποιήματα που η έκδοση τους, πριν από λίγες μέρες, συνέπεσε με την ογδοηκοστή επέτειο των γενεθλίων του ποιητή. Την άποψή τους για το έργο, αλλά και για το γεγονός που σηματοδοτεί η έκδοσή του, καταθέτουν τρεις επώνυμοι, που μιλούν τη «γλώσσα» της κριτικής. Ο Αλέξης Ζήρας, Ο Κώστας Παπαγεωργίου και ο Νίκος Δήμου «διαβάζουν» ανάμεσα από τους στίχους των «Ελεγείων»…
      Πώς υποδέχεται κανείς τα δώρα ενός ποιητή; Και πολύ περισσότερο όταν ο ποιητής είναι ο Οδυσσέας Ελύτης; Έξι χρόνια μετά την έκδοση του «Μικρού «Ναυτίλου» (εκδ. «Ίκαρος», με επιμέλεια Βασίλη Διοσκουρίδη), ο Οδυσσέας Ελύτης επανέρχεται με δεκατέσσερα ποιήματα που τιτλοφορεί «Τα Ελεγεία της Οξώπετρας» (εκδ. «Ίκαρος»).
     Ένα εκδοτικό γεγονός που-τυχαία άραγε;-σηματοδοτεί και την επέτειο των ογδόντα του χρόνων, τα οποία ο ποιητής γιόρτασε στις 2 Νοεμβρίου. Μια έκδοση-κόσμημα όπου τα δεκατέσσερα ποιήματα αναπαύονται μέσα στο διάφανο μαλακό γκρι των σελίδων και ντύνονται σε ένα σκούρο μπλε εξώφυλλο, που κοσμείται με μια ευγενική προμετωπίδα του Κώστα Πανιάρα.
     Ένα γεγονός, λοιπόν, αυτή η έκδοση; Σίγουρα, το ποιητικό γεγονός αυτής της χρονιάς. Ανεξιχνίαστο στο βάθος του, υπέροχο και τόσο ανθρώπινο μαζί. Και ο ποιητής; Πού βρίσκεται ο ποιητής; Σε τι ερωτήματα μας υποβάλλει; Και το πρώτο και σπουδαιότερο. Πώς περνάει στην άλλη όχθη ο ποιητής;
     Όσο για μας, γευόμαστε με ταπεινή σεμνότητα-όπως αρμόζει σ’ όλες τις μεγάλες στιγμές της ποίησης-αυτήν την ύψιστη αξιοσύνη, που αναδημιουργεί ακόμη και το θάνατο.
      Με ελάχιστα λόγια διαβάζουμε και ξαναδιαβάζουμε. Ανακαλύπτοντας ξανά και ξανά. Προσπαθώντας να είμαστε αναγνώστες και μυημένοι. Και προστρέχοντας και στις γνώμες εκείνων που οι αναγνώσεις τους «μιλούν» τη γλώσσα της κριτικής.
     Τρείς γνωστοί κριτικοί και συγγραφείς καταθέτουν τις εντυπώσεις τους από την πρώτη συνάντησή τους με τα καινούργια ποιήματα του Οδυσσέα Ελύτη. Ο Νίκος Δήμου, ο Αλέξης Ζήρας και ο Κώστας Παπαγεωργίου.
Η ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑ ΤΗΣ ΥΠΑΡΞΗΣ
     Έχω τη γνώμη ότι «Τα Ελεγεία της Οξώπετρας» είναι, κατά κάποιον τρόπο, η συνέχεια του διαλόγου που είχε ανοίξει ο ποιητής, πριν από μερικά χρόνια, όταν έγραφε το «Ημερολόγιο ενός Αθέατου Απριλίου» με το Επέκεινα. Είχε προλάβει τότε, γύρω στα 1984, να συγκατανεύσει στον κόσμο των νεκρών, έχοντας επικοινωνήσει με αυτόν διά μέσου προσώπων, πραγμάτων και καταστάσεων του παρελθόντος, που διατηρούνταν στη μνήμη του με τη διαύγεια της αιωνιότητας. Τότε βίωνε το θάνατο ως κοντινό, προφανή, ενδεχόμενο, αλλά με την αίσθηση του εδώ και του παρόντος.
      Τώρα στα «Ελεγεία της Εξώπετρας» βαραίνει η αίσθηση του εκεί και του κάποτε, σε συνδυασμό με την απόλυτη βεβαιότητα ότι επιτέλεσε το χρέος του, αφού κατάφερε να υποκλέψει έστω και κάτι από την ομορφιά, η οποία και θα τον παραδώσει/ προσδώσει όταν σημάνει η ώρα του να φύγει «φορτωμένος γηρατειά και νεότητες». Τότε, μπορεί να υποψιαζόταν το ενδεχόμενο, αλλά δεν το επιθυμούσε και ίσως γι’ αυτό τελείωνε μ’ έναν στίχο, αρκετά ενδεικτικό της διάθεσης του, όπως: «Όλα μένουν. Εγώ φεύγω. Εσείς, θα δούμε τώρα».
     Τώρα είναι νηφαλιότερος, καθώς αισθάνεται ότι η ώρα πλησιάζει, ότι εκείνος σαν να κάνει κάτι παρά τη θέλησή του, επιβαλλόμενο, ωστόσο, «σβήνει ένα-ένα τα ερυθρά αιμοσφαίρια μέσα του». Με την ίδια νηφαλιότητα διακρίνει τις ακτές του άλλου κόσμου, διαπιστώνοντας ότι «ζει για τότε που δεν θα υπάρχει» και ότι κατέχει πλέον την απόλυτη αλήθεια, αφού η «αλήθεια έναντι θανάτου δίδεται».
      Ακόμα, έχω την γνώμη ότι ο Ελύτης έχει πλήρη επίγνωση της θέσης που του ανήκει στον πάντα ζωντανό χώρο της λογοτεχνικής μας παράδοσης, αλλιώς δεν εξηγείται η τόλμη με την οποία οικειοποιείται τρόπους και ρυθμούς μερικών από τους ακρογωνιαίους λίθους της (βυζαντινή υμνωδία, Κάλβος, Μακρυγιάννης, Καβάφης, Σικελιανός, Σεφέρης). Τέλος, έχω τη βεβαιότητα ότι «Τα Ελεγεία της Οξώπετρας» είναι το τελευταίο δημιούργημα της λεγόμενης μεγάλης-εντός ή εκτός εισαγωγικών-νεοελληνικής ποιητικής δημιουργίας, εκτός και αν ο ίδιος ο ποιητής-το ελπίζουμε όλοι μας-αξιωθεί να μας χαρίσει κι άλλη τέτοια ποίηση, όπου η ζωή και ο θάνατος συνθέτουν την ευχαριστία της ύπαρξης.
ΚΩΣΤΑΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ (ποιητής-κριτικός)
--
ΜΥΣΤΙΚΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΜΕ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ
      Είναι λάθος να πιστεύουμε ότι το ποιητικό σύμπαν του Ελύτη με την πάροδο των ετών αλλάζει. Δεν αλλάζει μόνο καινούργιες πτυχές του μας αποκαλύπτονται. Στα «Ελεγεία της Οξώπετρας» ακολουθεί ο μυστικός διάλογος με το θάνατο, ο διάλογος που άρχισε να γίνεται περισσότερο ορατός σε μας με τη συλλογή «Ημερολόγιο ενός Αθέατου Απριλίου» (1984), χωρίς αυτό να σημαίνει οποιαδήποτε μεταλλαγή των γνώριμων στοιχείων του έργου. Είναι ένας κόσμος καμωμένος και συναρμολογημένος από ενορατικές εικόνες, από εικόνες που αποδίδουν την αισθησιακή σχέση του ποιητή με όσα έζησε, στοχάστηκε και ονειρεύτηκε και που τώρα τα ανακαλεί: αντικείμενα που είδε, χρώματα που αισθάνθηκε, μουσικές που άκουσε, τοπία που φαντάστηκε.
     Με την έννοια αυτή, ο θάνατος, στα «Ελεγεία της Οξώπετρας», αλλά και σε άλλες, προηγούμενες συλλογές του, δεν είναι μια ιδέα. Είναι ένα θεμελιώδες κοσμολογικό στοιχείο του ποιητικού σύμπαντος-ένα  στοιχείο που αγγίζεται, έχει οσμή, χρώματα, αλλά που δεν μπορεί να κατανοηθεί γιατί είναι ταυτόχρονα ένα σχήμα ονειρικό, ενορατικό, πέρα από το χρόνο και πέρα από τις ανθρώπινες δυνατότητες να το συλλάβουν λογικά.
       Πρόκειται, λοιπόν, για έναν «διάλογο», που είναι κατορθωτός μονάχα σε στιγμές αποκαλυπτικές «όπως των ερωτευμένων κάποτε που αγγίζονται/ τα ματοτσίνορα/ μια στιγμή τους εφάνηκε είδανε την ύφανση του πεπρωμένου», για να ακούσουμε τη διαβεβαίωση του ίδιου του ποιητή.
     Η φωνή και η γλώσσα του Ελύτη, και σε αυτή τη συλλογή του, παραμένουν φωνή και γλώσσα ενός μύστη, ενός ποιητή που προσπαθεί να δώσει υπόσταση σ’ αυτό που δεν ορίζεται και που παραμένει μυστήριο παρά τις επικλήσεις του. Και από αυτήν την άποψη, ο ορφικός του λόγος είναι περισσότερο από ποτέ συγγενικός με τη ρομαντική αγωνία του Διονυσίου Σολωμού, του Χέλντερλιν και του Λοτρεαμόν.
ΑΛΕΞΗΣ ΖΗΡΑΣ (κριτικός λογοτεχνίας)
--
ΣΤΗ ΔΙΚΗ ΤΟΥ ΓΛΩΣΣΑ
     Χρησιμοποιώντας λέξεις καθημερινές, είναι σχεδόν αδύνατο να μιλήσει κανείς γι’ αυτά τα ποιήματα, που με λέξεις υπερβαίνουν τις λέξεις. «Είμαι άλλης γλώσσας, δυστυχώς» γράφει ο ποιητής-και μόνο σε αυτή τη δική του γλώσσα θα μπορούσε κανείς, τώρα πια, να τον αντιμετωπίσει.
     Όταν πρωτοδιάβασα τα «Ελεγεία» (δύο μήνες πριν από την έκδοση), ένιωσα να χτυπάνε μέσα στο δωμάτιο τα σκοτεινά φτερά της μεγαλοφυΐας. Πρόκειται για ωδές πινδαρικού ύψους και ύφους. Ο ποιητής έχει αποβάλει κάθε ψιμύθιο, κάθε προσωπείο. Έχει απογυμνωθεί ακόμα και από το δικό του μαγικό λυρισμό. Με το θάρρος της απόγνωσης ατενίζει τη μοίρα. «Η αλήθεια μόνο έναντι θανάτου δίδεται».
      Πιστεύω ότι τα «Ελεγεία» είναι τα σημαντικότερα ποιήματα του Οδυσσέα Ελύτη. Σίγουρα, πάντως, είναι τα πιο αληθινά. Συνοψίζει τη ζωή του σε ένα στίχο: «Από μικρό το θαύμα είναι λουλούδι και άμα μεγαλώσει θάνατος». Ο πιο ερωτικός των Ελλήνων ποιητών, αποδεικνύεται μέγιστος στη «μελέτη θανάτου».
«Ζω για τότε που δεν θα υπάρχω», γράφει στο πιο σύντομο (και ωραιότερο) ελεγείο. Ζει για να υπάρχει πάντα, σκέφτηκα εγώ.
ΝΙΚΟΣ ΔΗΜΟΥ (συγγραφέας)
--
ΡΗΜΑ ΤΟ ΣΚΟΤΕΙΝΟΝ
Είμαι άλλης γλώσσας, δυστυχώς, και Ηλίου και Κρυπτού ώστε
Οι όχι ενήμεροι των ουρανίων να μ’ αγνοούν. Δυσδιάκριτος
Καθώς άγγελος επί τάφου σαλπίζω άσπρα υφάσματα
Πού χτυπιούνται στον αέρα και μετά πάλι αναδιπλώνονται
Κάτι να δείξουν, ίσως, τα θηρία μου τα χωνεμένα ώσπου τελικά
Να μείνει ένα θαλασσοπούλι τ’ ορφανό πάνω απ’ τα κύματα

Όπως και έγινε. Όμως χρόνια τώρα μετέωρος κουράστηκα
Κι έχω ανάγκη από γης που αυτή μένει κλειστή και κλειδωμένη
Μάνταλα πόρτες κρυφακούσματα κουδούνια’ τίποτε. ΄Α
Πιστευτά πράγματα μιλήστε μου! Κόρες που εμφανιστήκατε κατά
       καιρούς
Μέσ’ απ’ το στήθος μου κι εσείς παλαιές αγροικίες
Βρύσες που λησμονηθήκατε ανοιχτές μέσα στους αποκοιμισμένους
       κήπους
Μιλήστε μου! Έχω ανάγκη από γης
Που αυτή μένει κλειστή και κλειδωμένη

Έτσι κι εγώ, μαθημένος όντας να σμικρύνω τα ιώτα και να
       μεγεθύνω τα όμικρον
Ένα ρήμα τώρα μηχανεύομαι’ όπως ο διαρρήκτης το αντικλείδι του
Ένα ρήμα σε –άγω ή –άλλω ή –εύω
Κάτι που να σε σκοτεινιάζει από τη μία πλευρά εωσότου
Η άλλη σου φανεί. Ένα ρήμα μ’ ελάχιστα φωνήεντα όμως
Πολλά σύμφωνα κατασκουριασμένα κάππα ή θήτα ή ταύ
Αγορασμένα σε συμφερτικές τιμές από τις αποθήκες του Άδη
Επειδή, από τέτοια μέρη ευκολότερα
Υπεισέρχεται σαν του Δαρείου το φάντασμα ζωντανούς και
       πεθαμένους να κατατρομάξεις

Εδώ βαρειά μουσική άς ακούγεται. Κι ανάλαφρα τα όρη άς
Μετατοπίζονται. Ώρα να δοκιμάσω το κλειδί. Λέω:
Κ α τ α ρ κ υ θ μ ε ύ ω
Εμφανίζεται μεταμφιεσμένη σε άνοιξη μια παράξενη αγριότητα
Με παντού βράχια κοφτά κι αιχμηρά θάμνα
Ύστερα πεδιάδες διάτρητες από Δίες κι Ερμήδες
Τέλος μια θάλασσα μουγγή σαν την Ασία
Όλο φύκια σχιστά και ματόκλαδα Κίρκης

Ώστε λοιπόν, αυτό που λέγαμε «ουρανός» δεν είναι’ «αγάπη» δεν’
       «αιώνιο» δεν. Δεν
Υπακούουν τα πράγματα στα ονόματά τους. Πλησιέστερα του
       σκοτωμού
Καλλιεργούνται οι ντάλιες. Κι ο βραδύς κυνηγός μ’ αιθερίου
       θηράματα
Επιστρέφει κόσμου. Κι είναι πάντοτε-φεύ-νωρίς. Άχ
Δεν υποψιαστήκαμε ποτέ πόσο υπονομευμένη από θεότητα είναι
Η γή’ τι χρυσός ρόδου αέναου της χρειάζεται ν’ αντισταθμίζει
Το κενό που αφήνουμε, όμηροι όλοι εμείς μιας άλλης διάρκειας
Πού η σκιά του νού μας αποκρύπτει. Άς είναι
Φίλε σύ πού ακούς, ακούς της ευωδίας των κίτρων
Τις μακρινές καμπάνες; Ξέρεις τις γωνίες του κήπου όπου
Εναποθέτει τα νεογνά του δειλινός ο αέρας; Ονειρεύτηκες
Ποτέ σου ένα καλοκαίρι απέραντο που να το τρέχεις
Μη γνωρίζοντας πιά Ερινύες; Όχι. Να γιατί καταρκυθμεύω
Πού οι βαριές υποχωρούν αμπάρες τρίζοντας κι οι μεγάλες θύρες
       ανοίγονται
Στο φώς του Ήλιου του Κρυπτού μια στιγμούλα, η φύση μας η
       Τρίτη να φανερωθεί
Έχει συνέχεια. Δε θα την πώ. Κανείς δεν παίρνει τά δωρεάν
Στον κακόν αγέρα ή που χάνεσαι ή που επακολουθεί γαλήνη

Αυτά στη γλώσσα τη δική μου. Κι άλλοι άλλα σ’ άλλες. Αλλ’
Η αλήθεια μόνον έναντι θανάτου δίδεται.
--
Η ζωτική διαθήκη ενός μείζονος λυρικού
Γιώργος Π. Σαββίδης,
εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ», Παρασκευή 6 Δεκεμβρίου 1991
    Η ΤΥΧΗ το έφερε να εκδοθούν περίπου συγχρόνως οι λυρικές «μελέτες θανάτου» δύο μεγάλων ποιητών μας: του πολυχρονεμένου Οδυσσέα Ελύτη και του αξιομακάριστου Γιάννη Ρίτσου. Μολονότι δε η παράλληλη ανάγνωση των δύο αυτών βιβλίων είναι άκρως ενδιαφέρουσα, σήμερα, κατ’ επιθυμία των «ΝΕΩΝ», ο λόγος θα είναι αποκλειστικά για τον πρώτο. Ο Ρίτσος μπορεί να περιμένει.
     Το σχεδόν άψογα τυπωμένο τομίδιο, που εξέδωσαν ο «Ίκαρος» είναι η πρώτη συλλογή του Ελύτη που δημοσιεύεται μετά το «Ημερολόγιο ενός Αθέατου Απριλίου» (1984), το οποίο τελειώνει προκλητικά με το διαλογικό δίστιχο:
-Όλα χάνονται. Του καθενός
έρχεται η ώρα.
-Όλα μένουν. Εγώ φεύγω
Εσείς να δούμε τώρα.
      Ευτυχώς, ο ποιητής δεν έφυγε, και η νέα συλλογή του περιλαμβάνει 14 καταφανώς πρόσφατες συνθέσεις, ελεύθερα στιχουργημένες (εξαιρέσει των εξάστιχων του «Παρασκευή που πάντα βρέχει») που εκτείνονται από δύο έως τρείς σελίδες. Όλες διαπνέονται από ελεγειακή, νεορομαντική διάθεση, και, παρ’ όλη την επιμέρους ποικιλία των τρόπων τους, εσκεμμένα συνδέονται μεταξύ με τη λέξη «θάνατος» είτε συνώνυμά της («νεκρών», «αποθαμένων», «τάφος», «μετα-θανάτου», «σκοτώνοντας», “morte”, «προθανατισμένος», «μνήμα»).
       Με αυτόν τον πρωτοβάθμιο γνώμονα, θα μπορούσε να κορφολογήσει κανείς ολόκληρη σειρά αποσταγμένων αποφθεγμάτων για το Α και το Ω της επίγειας ζωής, όπως:
     μεσ’ από τις ψυχής σου τη σχισιματιά ωραιότερος δείχνει τώρα ο τάφος
      ή:
     Κύματα η ζωή και να ‘ναι τεντωμένο το χέρι σου σαν του νεκρού τη στιγμή που του παίρνεται η πρώτη αλήθεια
     ή πάλι:
     Η αλήθεια μόνον έναντι θανάτου δίδεται
     ή τέλος:
     Ο θάνατος ο ήλιος ο χωρίς βασιλέματα.
     Δεν είναι, βέβαια, τώρα η πρώτη φορά που ακούμε τον ποιητή Ελύτη να μελετά τον θάνατο. Αρκεί, προσώρας, να θυμηθούμε, από τις οριακές του «Έξι και Μία Τύψεις για τον Ουρανό» (1960), τον στίχο:
     Ο καημός του θανάτου τόσο με πυρπόλησε, που η λάμψη μου επέστρεψε στον ήλιο.
      Με την ουσιώδη διαφορά όμως, πως εδώ, σαν να έχει αναλωθεί τελείως ο καημός εκείνος, και ο ποιητής δείχνει να προσβλέπει με οιστρηλατούμενη διάθεση στο αναπότρεπτο σωματικό του τέλος:
     Ζω για τότε που δεν θα υπάρχω.
     Η συμφιλίωση του Ελύτη με τον θάνατο, ή μάλλον με την αθανασία, δεν φαίνεται να έχει γίνει «λόγου χάριν»- όπως όταν ο Σικελιανός, ακμαιότατος αναφωνούσε:
Να που κι μέγας Θάνατος μού γίνηκε αδερφός!
     Μιάς και το έφερε η κουβέντα, είναι αξιοπαρατήρητο πως σχεδόν κάθε ποίημα τούτης της συλλογής συνδιαλέγεται, περισσότερο ή λιγότερο φανερά, με παλαιότερους, αθάνατους πλέον, ομοτέχνους, δικούς μας ή ξένους: π.χ. τον Χαίλντερλιν («Έρως και Ψυχή») και τον Νοβάλις («Ελεγείο του Gruniningen”), είτε τον Σολωμό («Σολωμού Συντριβή και Δέος») και τον Καβάφη («Η Χαμένη Κομμαγηνή» και «Ιουλίου Λόγος»). Μα και κάποιοι στίχοι μαρτυρούν πως ο ογδοντάχρονος ποιητής μας δεν έχει μείνει αδιάφορος προς τους τρόπους νεωτέρων του:
Περασμένα μεσάνυχτα σ’ όλη μου τη ζωή.
Περνάν τα οχήματα της Πυρο-
σβεστικής, για ποιάν από τις πυρ-
καγιές
κανείς δεν ξέρει. Σ’ ένα δωμάτιο
τέσσερα επί πέντε
ντουμάνιασε ο καπνός. Προεξέ-
χουν μόνον
η κόλλα το χαρτί και η γραφομη-
χανή μου. Πλήκτρα
χτυπά ο Θεός και αμέτρητα είναι τα βάσανα έως το
ταβάνι…
Ένα ποσοστό κάθε ποιητικής μελέτης θανάτου πάντοτε μένει θεληματικά ιδιωτικό, δηλαδή απρόσιτο στους πλείστους αναγνώστες. «Τα Ελεγεία της Οξώπετρας» δεν αποτελούν εξαίρεση στον κανόνα, αρχίζοντας ίσως από το Δαντικό τοπωνύμιο του τίτλου, το οποίο διευκρινίζεται στην απροσδόκητη γενέθλια σύνθεση («Ακίνδυνου, Ελπιδοφόρου, Ανεμποδίστου»-2 Νοεμβρίου), όπου ο ποιητής σκηνοθετεί τον ύστατο πλου με την πατροπαράδοτη βάρκα του Χάροντα:
Με το λίγο της ψυχής μου κυανό
η Όξω Πέτρα μεσ’
από τη μαυρίλα
θ’ αρχίσει να αναδύεται…
Γενικά, παρόμοιες κρυφές αναφορές είναι θεμιτές, εφόσον δεν θρομβώνουν την κυκλοφορία του ποιήματος, και με τον όρο πως ο καλοπροαίρετος αναγνώστης συμμερίζεται το αίσθημα (ή το παιχνίδι) του δημιουργού:
Λάμπει μέσα μου κείνο που αγνοώ. Μα ωστόσο λάμπει.
Από εκεί και πέρα, το ποιες ήσαν «η θεία Μελισσηνή» είτε η “Sofchen” (=Σοφίκα), τελικώς ενδιαφέρει μόνο κάποιους τυμβωρύχους, ή κάτι στέρφους σχολαστικούς, ένας από τους οποίους θα αλάλαζε πως ο εδώ αδέσποτος ιταλικός κοινός τόπος “Pallida Morte” (=ωχρός θάνατος) πρωταπαντά λατινιστί, ως “pallid mors”, στον Οράτιο.
     Δεν είναι όμως, σχολαστικισμός να ενδιαφερθεί κανείς, από την πρώτη κιόλας ανάγνωση, για το τι σημαίνουν και πούθε κατάγονται ορισμένες φαινομενικά σκοτεινές ή ασυνήθεις λέξεις αυτών των διάφωτων ποιημάτων. Σημειώνω κατά δύναμη, τη σημασία μερικών, και (σε παρένθεση), την πιθανή ή βέβαιη λογοτεχνική πηγή:
ιουλίζει: βγάζει χνούδι
τιμαριώτης: φεουδάρχης
κατακυμάτων: αντίκρυ στα κύματα (Παπαδιαμάντης;)
ανεμοκλείτια: ίσως το αναρριχητικό φυτό ανεμοκλάδι, κοιν.παρθενούδι
ύσγινη: πυρροκόκκινη, σαν βαμμένη με πρινοκόκκι
ιαγουάροι: μεγάλες λεοπαρδάλεις
στρειδόφλουντζα: τσόφλια στρειδιών (Σολωμός)
διατσέντα ή διατσίντα: λευκά αρωματικά άνθη του φυτού πολιοανθές το βολβόρριζον
κατακυρθμεύω: το ρήμα δεν απαντά σε λεξικό’ από τα συμφραζόμενα, προκύπτει ότι όντως επλάστηκε επί τούτω από τον ποιητή
(βλέπε: ολόκληρη την αποκαλυπτική σύνθεση «Ρήμα το Σκοτεινόν»)
     Και μόνο του, ετούτο το μείζον ποίημα ποιητικής θα αρκούσε να μας βεβαιώσει πως, και στην ζωτική του διαθήκη, ο Ελύτης παραμένει ο εικονοπλάστης και μουσικός Αυθέντης του ανθηρού, νεωτερικού Έλληνος λόγου.
--
ΠΕΡΑΣΜΕΝΑ ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ
Περασμένα μεσάνυχτα σ’ όλη μου τη ζωή

Σαν σε χαμηλωμένο Γαλαξία το κεφάλι μου βαρύ
Κοιμούνται οι άνθρωποι με τ’ ασημένιο πρόσωπο’ άγιοι
Πού άδειασαν από τα πάθη κι ολοένα τους φυσάει ο αέρας μακριά
Στον κάβο του Μεγάλου Κύκνου. Ποιος ευτύχησε, ποιος όχι
Και ύστερα;
          Ίσα τερματίζουμε όλοι στερνά μένουν
Ένα σάλιο πικρό και στο αξύριστό σου πρόσωπο
Χαραγμένα ψηφία ελληνικά που το ένα στο άλλο ν’ αρμοστούν
       αγωνίζονται ώστε
Η λέξη της ζωής σου η μία εάν…

Περασμένα μεσάνυχτα σ’ όλη μου τη ζωή

Περνάν τα οχήματα της Πυροσβεστικής, για ποιάν από τις
       πυρκαγιές
Κανείς δεν ξέρει. Σ’ ένα δωμάτιο τέσσερα επί πέντε ντουμάνιασε ο
       καπνός. Προεξέχουν μόνον
Η κόλλα το χαρτί και η γραφομηχανή μου. Πλήκτρα
Χτυπά ο Θεός και αμέτρητα είναι τα βάσανα έως το ταβάνι
Κοντά να ξημερώσει
                   μια στιγμή φανερώνονται οι αχτές με κάθετα
Πάνω τους τα βουνά σκούρα και μώβ. Αλήθεια θα ‘ναι φαίνεται ότι
Ζω για τότε πού δεν θα υπάρχω

Περασμένα μεσάνυχτα σ’ όλη μου τη ζωή

Κοιμούνται οι άνθρωποι στο ‘να τους πλευρό, τ’ άλλο τους
Ανοιχτό να βλέπεις που ανεβαίνει κύματα
Κύματα η ζωή και να ‘ναι τεντωμένο το χέρι σου
Σαν του νεκρού τη στιγμή που του παίρνεται η πρώτη αλήθεια.
--
Τα ελεγεία του Ελύτη
Του Δημήτρη Ν. Μαρωνίτη,
Εφημερίδα «ΤΟ ΒΗΜΑ» 8 Δεκεμβρίου 1991
     ΚΑΛΑ ΓΙΟΡΤΑΣΕ, και  γιορτάζει, τα ογδόντα του χρόνια ο Οδυσσέας Ελύτης με τα «Ελεγεία της Οξώπετρας». Θα αποφύγω από σκοπού τα μεγάλα λόγια, γιατί η δόξα των ποιημάτων και του ποιητή δεν τα χρειάζεται’ όσοι τα χρησιμοποιούν, το κάνουν μάλλον για να φουσκώνουν το δικό τους ασκί με φρέσκο αέρα. Και δεν αναφέρομαι μόνον στην, ούτως ή άλλως προβληματική, επετειακή εκπομπή του Νίκου Δήμου με τους τρείς συνομιλητές του. Στο μεταξύ τα Ελεγεία του Ελύτη, που αναδύθηκαν από τη βαθιά λίμνη μιας μεγάλης λύπης, κυκλοφορούν ήδη στο φως.
     Η αγγελία που φέρνουν, μήνυμα αναμενόμενου νόστου, θυμίζει τη φωνή του Φύλακα στον Πρόλογο του αισχυλικού Αγαμέμνονα:
«Ω χαίρε λαμπτήρ νυκτός, ημερήσιον
φάος πιφαύσκων και χορών κατάστασιν».
Ή, για να μιλήσουμε με τον «ακίνδυνο», «ελπιδοφόρο», και «ανεμπόδιστο» λόγο του Οδυσσέα Ελύτη:
«Τώρα, στη βάρκα όπου κι αν μπεις άδεια θα φτάσει
Εγώ αποβλέπω’ σ’ έναν μακρύ θαλασσινό Κεραμεικό
Με κόρες πέτρινες και που κρατούν λουλούδια. Θα ‘ναι νύχτα και Αύγουστος
Τότε που αλλάζουν των αστερισμών οι βάρδιες. Και τα βουνά ελαφρά.
Γιομάτα σκοτεινόν αέρα στέκουν λίγο πιο πάνω απ’ τη γραμμή του ορίζοντα
Οσμές εδώ κι εκεί καμένου χόρτου. Και μια λύπη άγνωστης γενεάς
Που από ψηλά
κάνει ρυάκι πάνω στην αποκοιμισμένη θάλασσα».
Αυτό είναι ασφαλώς το ξάγναντο της ποιητικής ωριμότητας, και τα σημάδια του αδιάψευστα.
      Τον δρόμο τον έψαχνε ο Ελύτης εδώ και χρόνια, πιο επίμονα και παθιασμένα από τον καιρό της «Μαρίας Νεφέλης». Όπου κι όταν τον έχανε (όχι μονάχα από δικό του φταίξιμο), ο ποιητικός του λόγος, γοητευτικός πάντα, ξεστράτιζε: άλλοτε φωνάζοντας πιο ψηλά και δυνατά την ιδεολογία του’ άλλοτε επιδεικνύοντας τα σύνεργα της τέχνης του, ανοίγοντας πόρτες και παράθυρα στο εργαστήρι του, να δουν με  περιέργεια οι χοντροκέφαλοι επισκέπτες. Τώρα, ευτυχώς τα Ελεγεία, ξεφεύγουν φρόνιμα τη δεύτερη παγίδα’ όσο για την ιδεολογία, δεν έχει βέβαια λείψει, ακούγεται όμως πιο ήσυχα και δεν αναστατώνει με τον θόρυβό της τη μουσική του ποιήματος.
     Οι πιο δύσκολοι μπορούν να κάνουν και τις επιλογές τους. Στην περίπτωση μου θα κρατούσα από τον τίτλο της συλλογής μόνο την ονομαστική της, αφήνοντας στην άκρη την τοπωνυμική γενική-κι ας παραπέμπει στις «Ελεγείες του Ντουίνο» του Ρίλκε, δέκα κορυφαία ποιήματα που σημάδεψαν την εφηβεία μας. Δεν μου χρειάζονται μήτε και οι εξωστρεφείς απολογίες του ποιητή’ διεκδικούν το δίκιο που έχουν ήδη κατακτήσει, και από την άποψη αυτή φαίνονται περιττές. Ωστόσο κι αυτές οι πιο προσωπικές διαλογές δείχνουν με τον τρόπο τους την αρετή που έχουν μέσα τους τα Ελεγεία του Ελύτη.
      Θα ήταν έλεγα ελευθερία, αν δεν κινδύνευα να παρεξηγηθώ. Ας πούμε ότι η ποίηση μιας ολόκληρης ζωής καθάρισε τις σκοτεινές αισθήσεις του ανθρώπου, δίχως να τις έχει εξοντώσει, αναδεικνύοντας το σχήμα και το χρώμα τους. Ή ότι το σώμα χώνεψε τόσο τη δυστυχία του, που την περιφρόνησε και την απέβαλε’ μένοντας άδειο για καιρό και περιμένοντας να το κατοικήσει μια ευτυχία αδιάγνωστη. Όπως καλύτερα το λέει η δεύτερη στροφή από το «Εικόνισμα:
«Μυρίζει ευγένεια ξύλου παλαιού
Ή ζώου ταπεινωμένου. Και βέβαια
κάπου εδώ πρέπει να υπήρξα’ τόσο γρήγορα
Που ξημερώνει και σας ξαναβρίσκω
Βάσανά μου ιερά χορταριασμένα σπίτια κεραμίδια μέσα στα λεμονόδεντρα
Τόξα, καμάρες όπου εστάθηκα κι ανοιχτές βρύσες
Πού ν’ άγγιξε άγγελος; Τι να ‘μεινε; Ποιος τώρα;».
      Καλή η σοδειά της ποίησης, καθώς μας αφήνει πίσω του κι αυτός ο χρόνος. Αν σκεφτεί κανείς μάλιστα ότι τον ίδιο πάνω κάτω καιρό που αναδύθηκαν στο φως τα Ελεγεία του Ελύτη, έπεσε στα χέρια μας, δώρο από την άλλη όχθη, ο μεταθανάτιος τόμος ποιημάτων του Ρίτσου, συμμαζεμένος με στοργή από την Αικατερίνη Μακρυνικόλα, κάτω από τον, μελαγχολικό επίσης, τίτλο «Αργά, πολύ αργά μέσα στη νύχτα». Και εδώ τα σημάδια της ποιητικής ωριμότητας αναγνωρίζονται αμέσως, θα έλεγα: ακαριαία, όπως και στα Ελεγεία του Ελύτη.
--
      Αυτές είναι ορισμένες από τις κριτικές που δημοσιεύτηκαν σε εφημερίδες και περιοδικά (όχι λογοτεχνικά) από διακεκριμένα πρόσωπα της ελληνικής γραμματείας και βιβλιοκριτικούς. Καθηγητές πανεπιστημίου, κριτικούς της λογοτεχνίας, δημοσιογράφους κριτικούς, συγγραφείς. Την συγκλονιστική αυτή συλλογή των 14 Ελεγείων του «Τιμαριώτη τ’ ουρανού» που «Λάμπει μέσα μου κείνο που αγνοώ. Μα ωστόσο λάμπει» όπως γράφει, δεξιώθηκαν και άλλα πρόσωπα όπως πχ. η ποιήτρια Αθηνά Παπαδάκη στην εφημερίδα «Η Αυγή» 26/1/1992 με τίτλο «Ο έλλογος των θαυμάτων», ο βιβλιοκριτικός Μισέλ Φάϊς στην εφημερίδα «Ελεύθερος Τύπος» 24/11/1991 με τίτλο δανεισμένο από στίχο του ποιητή «ΖΩ ΓΙΑ ΤΟΤΕ ΠΟΥ ΔΕΝ ΘΑ ΥΠΑΡΧΩ…», η δημοσιογράφος Μικέλα Χαρτουλάρη στο ρεπορτάζ της στην εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ» Σάββατο 14/9/1991 με τίτλο «Νέοι ορίζοντες από τον Ελύτη» Δύο βιβλία με ποιήματα και δοκίμια, η Εριφύλλη Σαμουηλίδου-Βλάχου, στην εφημερίδα «Ελευθεροτυπία» 26/1/1992, στο «Μια απόπειρα ανάγνωσης του ποιήματος του Οδυσσέα Ελύτη»-«Ρήμα το σκοτεινόν». (Ένα ενδιαφέρον άρθρο που έμμεσα απαντά και στον καθηγητή Γιώργο Π. Σαββίδη, σχετικά με την ερμηνεία της λέξεως καταρκυθμεύω), η νεοελληνίστρια ερευνήτρια στο πανεπιστήμιο της Ρώμης και μεταφράστρια του έργου του Ελύτη PAOLA- MARIA MINUCCI, στο κείμενό της στην εφημερίδα «ΤΟ ΒΗΜΑ» 24/3/1996, ο συγγραφέας και κριτικός Ευγένιος Αρανίτσης στο ολοσέλιδο καλογραμμένο κείμενό του στην εφημερίδα «Ελευθεροτυπία» Τετάρτη 27 Νοεμβρίου 1991, σ.34 με τίτλο «Μάθημα ρυθμών» (μια σφαιρική ανάλυση) και αρκετοί άλλοι. Υπάρχουν επίσης, από όσο γνωρίζω σε μια γρήγορη ματιά που κοίταξα στο μικρό αρχείο μου για τον ποιητή, δύο σε προσωπικό επίπεδο καταθέσεις που δημοσιεύτηκαν η μία ανωνύμως στην εφημερίδα «Ελευθεροτυπία» της 18/12/1991 που αναφέρεται στις «Ασυνταξίες»; του ποιητή, και μία επιστολή στην εφημερίδα «Η Καθημερινή» της 26/11/1991, που ο επιστολογράφος κύριος Α. Νικολόπουλος από την Πεύκη μας γράφει ότι πάνω στην επιτύμβια στήλη προσφιλούς του προσώπου στο κοιμητήριο Ζωγράφου, αναγράφηκε στίχος του Οδυσσέα Ελύτη, από το ελεγείο «Ρήμα σκοτεινόν». Κάτι πραγματικά αρκετά συγκινητικό και ευαίσθητο, που μας δείχνει πως υποδέχθηκαν πριν 30 περίπου χρόνια την έκδοση όχι οι επαΐοντες του χώρου, αλλά οι απλοί έλληνες πολίτες. Δηλαδή εμείς. Και πως η καλή ποίηση μπορεί να γίνει κτήμα ωφέλιμο στα χείλη και στις καρδιές ανωνύμων ευαίσθητων ανθρώπων και να τους συνοδεύσει ακόμα και στην τελευταία τους κατοικία. Ας μην θεωρηθεί υπερβολή, η συλλογή αυτή του δασκάλου Οδυσσέα Ελύτη, είναι ο αρχαίος «οβολός» που ορισμένα πρόσωπα χρησιμοποίησαν για να περάσουν το πορθμείο. Όλοι μαζί πλέον, θα συνομιλούν μαζί του στα νησιά των Μακάρων της Ποίησης.
      Στην ιστοσελίδα μου και στο πρώτο αυτό σημείωμα, αντέγραψα ορισμένες από τις κριτικές που κατά την αναγνωστική μου επάρκεια αποτελούν μια ενότητα, έχουν μια σαφή μάλλον συγγένεια απόψεων και συμπληρώνουν το ένα το άλλο (;) όσον αφορά την τελική αξιολόγηση του έργου. Τα έξι αυτά κείμενα-συμπεριλαμβανομένων και των θέσεων της ποιήτριας Έλενας Χουζούρη, συνοδεύτηκαν και από δύο Ελεγεία του ποιητή που κάνουν άμεσες παραπομπές οι γράφοντες. Δεν θέλησα να αντιγράψω και άλλα Ελεγεία, για να μην φορτωθεί ο κριτικός λόγος. Ήθελα το ενδιαφέρον να εστιαστεί στις απόψεις και όχι στην συλλογή, μια και θεωρώ, ότι και τίποτα να μην είχε γραφτεί ή δημοσιευτεί για την ποιητική αυτή σύνθεση του Οδυσσέα Ελύτη από μόνη της θα ήταν ένα σημαντικό γεγονός και θα διαβαζόταν κατά κόρον. Σε επόμενο σημείωμα θα αντιγράψω και τις άλλες κριτικές μεταφέροντας και άλλα Ελεγεία του ποιητή.
Την αρχή μάλλον την έκανε ο κυρός καθηγητής Γιώργος Π. Σαββίδης ο οποίος μας δίνει το γλωσσικό στίγμα της συλλογής, την διαμερισματοποίησή της και τις εκλεκτικές συνομιλίες και τα δάνεια στοιχεία του Ελύτη με ξένους και έλληνες ομοτέχνους του. Στο ίδιο περίπου κλίμα διαβάζουμε και τις απόψεις του κυρού Δημήτρη Ν. Μαρωνίτη, προσθέτοντας έναν αγαπημένο στην ελλάδα και πολυδιαβασμένο ποιητή τον Ράινερ Μαρία Ρίλκε. Οι άλλες απόψεις υπογράφονται από κριτικούς, που βρίσκονται ευτυχώς ακόμα εν ζωή, ο κύριος Κώστας Παπαγεωργίου μας μιλά για την γλώσσα ενός «μύστη» ποιητή και δεν έχει άδικο. Ο κύριος Αλέξης Ζήρας με πιο στοχαστικό θα σημειώναμε τρόπο, αναφέρεται στο νηφαλιότερο ύφος του ποιητή και στην ώριμη πλέον και κατασταλαγμένη ματιά του. Κάνοντας την ευχή να μας χαρίσει και άλλες τέτοιες ποιητικές συνθέσεις. Ο κύριος Νίκος Δήμου που έχει γράψει και βιβλία για τον ποιητή, δες «Δοκίμια Ι» εκδόσεις Νεφέλη, σαν γερμανομαθής και γερμανοτραφής μας μιλά γα ωδές πινδαρικού ύψους και ύφους και δεν έχει άδικο.
     Η συλλογή αυτή, μας διδάσκει ανάμεσα στα άλλα όχι μόνο την εξακολουθητική συνέχεια συνομιλίας ενός δημιουργού με έτερους ομοτέχνους του, αλλά, και την εξελικτική διαδρομή της σκέψης και της γλώσσας του Οδυσσέα Ελύτη. Την εσωτερική ωρίμανση ενός ευαίσθητου έλληνα των ημερών μας ποιητή, που δεν επαναπαύτηκε ούτε στις προηγούμενες ποιητικές του δάφνες, ούτε στην παγκόσμια αναγνώρισή του. Αλλά σαν έτοιμος από καιρό μας φωτίζει με τον λόγο του το τελευταίο ταξίδι, το στερνό της επίγειας ζωής του ταξίδι. Η συλλογή αυτή είναι το ύστερο βλέμμα του ποιητή για τους μελλοντικούς του αναγνώστες. Και είναι, πολύ σωστό και εύστοχο να συγκρίνουν την συλλογή αυτή με την μεταθανάτια του Γιάννη Ρίτσου. Και οι δύο μεγάλοι μας ποιητές ο καθένας από το δικό του μετερίζι, συνομιλούν για εμάς με την κοινή μας Μοίρα. Μια Μοίρα που αγγίζει Ποιητές και Αναγνώστες, της εποχής τους και του μέλλοντος.
Τελικά τι μας απομένει; Ο οβολός της Ποίησης.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη γραφή σήμερα, 2 Ιουλίου 2018
Πειραιάς 2/7/2018
ΥΓ. Επειδή και οι δύο μεγάλοι μας ποιητές υπήρξαν και ενεργοί δημοκρατικοί πολίτες, συμμετείχαν ο καθένας με τον δικό του αγωνιστικό τρόπο και την ζωή στα πολιτικά κοινά, (ανεξάρτητα αν συμφωνούμε με τις απόψεις τους ή όχι) βλέπε μεταξύ άλλων για τον Οδυσσέα Ελύτη και το βιβλίο Γιώργος Πηλιχός, «Πνεύμα και πολιτική. Διακεκριμένοι Έλληνες διανοούμενοι μπροστά στα πολιτικά διλήμματα του καιρού τους», εκδόσεις Καστανιώτη 2001, και θυμόμαστε οι νεότεροι την υποστήριξη του νομπελίστα μας ποιητή στο νεοσύστατο κόμμα που ίδρυσε πρώην πρωθυπουργός όταν έριξε την κυβέρνηση που τον ανέδειξε-πρώτη η υπογραφή του-, και φυσικά, δεν χρειάζονται πολιτικές συστάσεις για τους διαρκείς πολιτικούς αγώνες, τις εξορίες, τις φυλακίσεις, τα ατομικά προβλήματα που υπέστη ο ποιητής της Ρωμιοσύνης σε όλη του την ζωή, μπορούμε να δώσουμε ένα μεγάλο ευχαριστώ στην Ελληνική Αστυνομία για τις επιτυχίες της στον περιορισμό του κοινού εγκλήματος, χωρίς να μας χαρακτηρίσουν διάφοροι: φασίστες, σωβινιστές, ακροδεξιούς, ρατσιστές, συντηρητικούς, ακραίους, γραφικούς, ξενοφοβικούς, νεοδημοκράτες, αντιδημοκράτες, εθνικιστές, κλπ. Γιατί, να θυμίσω την επίσημη υποστήριξη του συγχωρεμένου ποιητή και σκηνοθέτη-κάθε άλλο παρά φασίστας ήταν-Ιταλού Πιέρ Πάολο Παζολίνι, που υποστήριζε τους νέους καραμπινιέρους, έναντι των αργόσχολων παιδιών της αστικής τάξης που κατέστρεφαν τα πάντα από ανία, μια και δεν θα χρειάζονταν να εργαστούν στην ζωή τους. Έτσι λοιπόν, την ΕΛΛ. ΑΣ, την στελεχώνουν παιδιά φτωχών οικογενειών, μεροκαματιάρηδων, βιοπαλαιστών, και όχι γόνοι, και με πενιχρά μέσα προσπαθούν όσο είναι δυνατόν να περιορίσουν το έγκλημα με κίνδυνο της ζωής τους για την δική μας ασφάλεια. Εκείνο που μας δίδαξε κάποτε το λεγόμενο δημοκρατικό τόξο, τα παλαιότερα χρόνια, (ποιος δεν θυμάται τις πολιτικές ομιλίες του Λεωνίδα Κύρκου, αλλά και άλλων πολιτικών στελεχών από άλλους προοδευτικούς χώρους) είναι, ότι δεν πρέπει να βλέπουμε τα πράγματα μονοσήμαντα, όσα μας συμφέρουν να τα αναδεικνύουμε όσα δεν μας συμφέρουν πολιτικά και κομματικά να τα καταδικάζουμε. Όπως σε όλα τα επαγγέλματα υπάρχουν και οι ικανοί και οι ανάξιοι, και οι καιροσκόποι και οι ανιδιοτελείς-αυτή δεν είναι η φύση των ανθρώπων; Έτσι δεν μας λέει στον Πελοποννησιακό Πόλεμο ο πατέρας της Ιστορίας ο Θουκυδίδης; Ή κάνω λάθος; Το ίδιο και σε αυτό το δημόσιο σώμα. Εμείς οι Έλληνες είμαστε εύκολοι στα μεγάλα βαρύγδουπα λόγια και τους αποκλειστικούς αρνητικούς αφορισμούς. Η καθημερινή όμως ζωή, άλλα μας διδάσκει.
     Θα πρέπει να δώσουμε συγχαρητήρια στην δημόσια τηλεόραση για την ποιότητα και την σοβαρότητα των προγραμμάτων της. Δεν μιλώ για τις ειδήσεις της. Μιλώ για τις ζωντανές εκπομπές της που είναι σαν ένα ανοιχτό πανεπιστήμιο. Δέστε πως παρουσιάζουν τους έλληνες, δηλαδή εμάς τα ιδιωτικά κανάλια; Τι τους βάζουν να κάνουν, να φορούν, να συμπεριφέρονται, να κραυγάζουν, να λένε, να εξομολογούνται και όλα αυτά γιατί; Αυτή είναι η σύγχρονη εικόνα τις χώρας μας και ημών των ελλήνων; Αν αυτό θέλει ο λαός πάω οκέυ μπόις. Αν έτσι συμπεριφέρεται η ελληνική οικογένεια οκέυ μπους αστερόεσσα. Οι εκπομπές τέχνης ιδιαίτερα, της δημόσια τηλεόρασης και εκείνες που αναδεικνύουν την νέα επιχειρηματικότητα των νέων, τις παραδοσιακές τέχνες, της ναυτοσύνης των ελλήνων, της παράδοσης, το «αλάτι της γης»  είναι εξαιρετικές, ακόμα και στις επαναλήψεις τους. Οι εκπομπές θεάτρου, χορού κλπ. Τα γράφω αυτά για να πω ότι συμφωνώ με τις απόψεις που εξέφρασε ο ηθοποιός κύριος Γιάννης Μπέζος για το «σινάφι» των δημοσιογράφων και των ηθοποιών, στην εκπομπή «η ζωή είναι στιγμές» του κυρίου Ροδίτη. Που συμφώνησαν και οι άλλοι παρευρισκόμενοι, και ο ηθοποιός κύριος Σπύρος Παπαδόπουλος. Απόψεις σοβαρές, επαγγελματικές, ενεργού πολίτη και σωστού οικογενειάρχη. Που δείχνουν το ήθος του ανθρώπου και του καλλιτέχνη.
Τέλος, θα ήθελα και μιαν άποψη από τους όψιμους δημοκράτες και αριστερούς για τις μουσουλμανικές χώρες της Βορείου Αφρικής που δεν δέχονται στα εδάφη τους στρατόπεδα για παράτυπους μετανάστες. Καλή η κριτική εναντίων των ευρωπαικών κρατών και των πολιτών τους, αλλά ας δούμε και πως συμπεριφέρονται και οι μουσουλμανικές χώρες; παραδείγματος χάριν η Ιορδανία κλπ.                        
  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου