Τρίτη 31 Ιουλίου 2018

Μνήμη Ευαγγελίας Σολωμού


Ευαγγελία Σολωμού
Πειραιάς 5 Δεκεμβρίου 1947-Πειραιάς 30 Ιουλίου 2018
Ακολουθώ τις συντεταγμένες
που μ’ όρισες
Σκοπός
Πώς;
Το νερό του γέλιου σου
Πού;
Το μάννα των χεριών σου
Χωρίς.
Η αλήθεια σου,
γοργόνα καρφωμένη στην πλώρη,
χαράζει την ρότα μου
για όπου…
για όσο…
                            Βαγγελίτσα Σολωμού

     Αυτό το «για όσο…», είναι που ήρθε άξαφνα να ολοκληρώσει η Βαγγελίτσα Σολωμού χθες Δευτέρα 30 Ιουλίου 2018, μία εβδομάδα μετά το Μεγάλο Κακό. Τραγικές στιγμές για την πατρίδα μας, για όλους εμάς που δεν ξέρουμε πώς να παρηγορηθούμε, πώς να δικαιολογήσουμε την δική μας αντοχή, που να διοχετεύσουμε τον πόνο μας για να βλαστήσει η νέα πικραμένη ζωή της ελπίδας. Καμένοι έλληνες και ελληνίδες, πνιγμένοι έλληνες και ελληνίδες, αγνοούμενοι έλληνες και ελληνίδες, το πρόλαβες Βαγγελίτσα, και μαύρισε η ήδη κουρασμένη καρδιά σου. Μωρά, παιδιά, άντρες, γυναίκες, μεγάλοι, μικροί, γέροι, γριές, άγνωστοι μεταξύ τους που συναντήθηκαν για πρώτη φορά τα βλέμματά τους στην καύτρα της φωτιάς που σαν φίδι τους τύλιξε. Βασανισμένες υπάρξεις, ταλαιπωρημένες ζωές, πικραμένα σώματα που φώναξαν με ένα λυγμό Γιατί; Αυτός ο λυγμός πόνου που σε έπνιγε και σένα Βαγγελίτσα από τις 28 Νοεμβρίου του 2005, που Μαύρη Μοίρα πήρε κοντά της το μοναχοπαίδι σου τον Βασίλη. 24 χρόνια πρόλαβε μόνο να αναπνεύσει την ανάσα σου, να σκύψει και να του χαϊδέψεις τα μαύρα μαλλιά του, να απλώσει το μάγουλό του και να του φιλήσεις τα μάτια του που σε κοιτούσαν με απορία καθώς δεν μπορούσαν να διακρίνουν το αύριο που τέλειωνε τόσο γρήγορα μπροστά σου, και μπροστά στον πατέρα του τον Δημήτρη, τον πιστό σύντροφό σου. Άνθρωποι που τρέχουν αλαφιασμένοι, ζωές γεμάτες ένταση απόγνωσης που περιφέρονται μην γνωρίζοντας προς τα πού να στραφούν για να σωθούν, αυτοί, τα παιδιά τους, τα πιστά τους κατοικίδια. Οδηγούνται αγκαλιασμένοι με το μαύρο του θανάτου στα μάτια τους στην φωτιά και απανθρακώνονται, σαν πανικόβλητα αηδόνια που γουργουρίζουν μέσα στα δίχτυα της μοίρας του θανάτους τους. Σαν τρομαγμένα γλαροπούλια που αποχαιρετούν για τελευταία φορά αυτό το τρελό θέαμα του κόσμου λίγο πριν βυθιστούν στο αιώνιο σκοτάδι, όπως και εσύ Βαγγελίτσα που ταξιδεύεις μαζί τους εδώ και λίγες ώρες. Ένα καυτό κύμα θανάτου τους παρασέρνει στα νερά της λήθης. Ένα πέλαγος φωτιάς που οδηγεί τα ημίγυμνα κορμιά τους στο βασίλειο της λύπης που δεν έχει παρηγοριά. Εκεί, μαζί τους Βαγγελίτσα, τώρα θα τους ετοιμάζεις τις πειραϊκές λιχουδιές σου που ήξερες να φιλεύεις τους φίλους σου που έμπαιναν στο Βιβλιοπωλείο σου και στο σπίτι σου στην Καλλίπολη που ήταν πάντα με ανοιχτές πόρτες χωρίς κλειδαριές, χωρίς αμπάρες. Δεκάδες έλληνες Νεκροί, απαράλλαχτα είδωλα καμνώντων που τους ομοίωσε η φωτιά όχι της πίστης, όχι της ελπίδας αλλά της απόγνωσης, του ξαφνικού θανάτου, που δεν θα αναπαυθούν ειρηνικά ποτέ σε μνήμα, δεν θα ξεκουράσουν το σώμα τους στην υγρή γη. Χώμα δεν θα τους σκεπάσει, όπως σκέπασε το μοναχοπαίδι σου Βαγγελίτσα και γιαυτό είσαι δακρυσμένη εκεί Κάτω. Όχι για σένα, αλλά για τους Άλλους. Αυτούς που δεν πρόλαβες να σώσεις, αυτούς που δεν πρόλαβες να αγκαλιάσεις για να τους προστατεύσεις σαν Μάνα από την πύρινη λαίλαπα, αυτούς που δεν πρόλαβες να δροσίσεις τα χείλη τους με νερό παρηγοριάς. Αυτούς και αυτές που χάθηκαν τόσο άδικα, και κανένα δάκρυ αλήθειας δεν χύθηκε από αυτούς που μας κυβερνούν και πίστευες Βαγγελίτσα με τόσο πάθος, και δικαιολογούσες τις άφρονες και άσπλαχνες πολιτικές τους. Καμία παραίτηση ευαισθησίας δεν έγινε από τους δήθεν υπηρέτες του Λαού. Αντίθετα….. Πρόσωπα της σύγχρονης Ελλάδος που αναχώρησαν σε μια σκοτεινή περιπέτεια θανάτου που δεν τους αναλογούσε. Δεν το ήλπιζαν, δεν το εύχονταν. Έφυγαν με την κατάφαση του θανάτου στα φλογισμένα μάτια τους, ολομόναχοι ή σφιχταγκαλιασμένοι. Ποιους να κηδέψεις, αυτούς που έφυγαν ή τους άλλους που έστησαν χορό πάνω στις στάχτες και δεν ντρέπονται. Βαγγελίτσα, φίλη μου Πειραιώτισσα, πάντα πίστευες στην πλέρια δημοκρατία και την εξάλειψη της αδικίας του ανθρώπου από άνθρωπο, όμως αυτοί που σήμερα μας κυβερνούν σώμα εκ της σαρκός των χθεσινών ομογάλακτων κυβερνόντων μας, δεν είναι δημοκράτες Βαγγελίτσα, δεν πονούν. Μειδιούν κυνικά, σκληρά, απαίσια, στεγνά χωρίς έλεος, στυγνά σαν τον κόσμο που πρεσβεύουν Βαγγελίτσα. Αποτύχαμε Βαγγελίτσα στα νεανικά μας όνειρα. Γιαυτό και το δάκρυ μας Βαγγελίτσα είναι υφάλμυρο, στυφό όπως τα καψαλισμένα χείλη των αδικοχαμένων που σκεπάζονταν με τα μαντήλια για να μην δουν τον πυρωμένο θάνατο που κάλπαζε κατά πάνω τους. Σπαταλήσαμε τις ζωές μας σε πολιτικάντηδες που δεν άξιζαν, πολίτισσα Βαγγελίτσα, που από πάντα ήσουνα στρατευμένη στο χώρο της αριστεράς που πίστευες με αυταπάρνηση. 
Καψαλισμένα πρόσωπα Ελλήνων Βαγγελίτσα που θα ταξιδεύουν αιωνίως στην ατμόσφαιρα, θα υπερίπτανται στην φαντασία των συγγενών τους, στις χειρονομίες των δικών τους που δεν ξέρουν προς τα πού να στραφούν. Δεν θα είναι παρεπίδημοι, Βαγγελίτσα, όπως το μοναχοπαίδι σου ο Βασίλης που δεν λησμόνησες ποτέ, ούτε και τώρα που στα σκοτεινά τον αναζητείς με το κεράκι της ψυχής σου. Δεν θα τους στολίσουν τα άνθη της αττικής γης, Βαγγελίτσα, δεν θα τους γνέφουν οι νεκροί των άλλων μνημάτων, καλώντας τους σε κουβεντολόι σαν και αυτά που γνωρίζουν τόσο καλά να ανοίγουν οι νεκροί μεταξύ τους, αιωνίως. Απόδημες σκιές που καταργούν τον λόγο και όμως εξακολουθούν να συνομιλούν, να επικοινωνούν μεταξύ τους, να μας στέλνουν τα μηνύματα της μελλοντικής μας αναχώρησης. Όλα έγιναν πύρινη αίσθηση Βαγγελίτσα, δημότισσα της πόλης του Πειραιά, ενεργός πάντα πολίτης και άνθρωπος στάθηκες, Βαγγελίτσα, και ο σύντροφός σου ο Δημήτρης.
     Η φωτιά της μητριάς πατρίδας που αγάπησαν και εμπιστεύτηκαν, δεν θα τους επιτρέψει ξανά να ακούσουν τα εξορυκτικά λόγια που ανασκαλεύουν το χώμα για να δεχτούν τις πυρωμένες στάχτες τους. «Καμένες ψυχές» τ’ ακούς Βαγγελίτσα, που πάντα ήσουν μια ανοιχτή αγκαλιά για τους πονεμένους. Που πάντα αντιδρούσες και θύμωνες όταν άκουγες ότι κάποιος αδικήθηκε. Που παρότι δεν πίστευες, άναβες πάντα ένα κερί στην εκκλησιά για τις αδικοχαμένες ψυχές. Έφτιαχνες κόλλυβα και τα μοίραζες στους λυπημένους. Μαγείρευες για αυτούς που σου ζητούσαν τροφή. 
Θανατερό Καλοκαίρι, για την χώρα ολάκερη, δύσκολη χρονιά, δύσκολες ώρες, δύσκολες ανθρώπινες στιγμές, πουθενά ελπίδα παρηγοριάς, καμιά ανάσα ελπίδας, η σκοτεινή καπνιά σκεπάζει ζωές και συνειδήσεις, πνίγει όνειρα και χαραυγής οράματα. Καμιά ανάταση και για πού; Γιαυτό βιάστηκες να φύγεις Βαγγελίτσα, για να τους συναντήσεις τώρα που ακόμα η απουσία τους δεν έγινε βεβαιότητα, τώρα που ακόμα ο θάνατος δεν πρόλαβε να ρουφήξει όλες τις σταγόνες της θλίψης τους, τώρα που ακόμα είναι νεκροί μέσα στο πεπρωμένο τους.
Καμιά ελπίδα δεν προοιωνίζει την μελλοντική άφιξή τους. Και αυτό το γνωρίζαμε καλά Βαγγελίτσα.
Καλή Μνήμη.
Γιώργος
Πειραιάς Τρίτη 31 Ιουλίου 2018.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου