Σάββατο 21 Ιουλίου 2018

Γιάννης Τσαρούχης


                    Γιάννης Τσαρούχης
Πειραιάς 13 Ιανουαρίου 1910-Αθήνα 20 Ιουλίου 1989

      Συμπληρώθηκαν στις 20 Ιουλίου, 29 χρόνια από τότε που έφυγε από κοντά μας ένας σημαντικός δάσκαλος του Ελληνισμού του προηγούμενου αιώνα, ο πειραιώτης εικαστικός, σκηνογράφος, μεταφραστής και σκηνοθέτης, ενδυματολόγος και ποιητής Γιάννης Τσαρούχης. Ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους της Γενιάς του 1930 στον χώρο του. Ο γεννημένος στην πόλη μας, τον Πειραιά, Γιάννης Τσαρούχης σημάδεψε την εποχή του με την εικαστική του δημιουργία, την φυσική του παρουσία, τα σοφά του λόγια, το συνεχές ενδιαφέρον του για τον ελληνικό πολιτισμό και την παράδοση. Το ζωγραφικό του έργο για πολλές δεκαετίες βρίσκονταν (και ίσως βρίσκεται ακόμα) στην κορυφή του χρηματιστηρίου της τέχνης και των συλλεκτών. Οι κατά καιρούς ρήσεις του και τα αποφθέγματά του, οι λαϊκές του θυμοσοφίες και κοινωνικοί σχολιασμοί, σαγήνευαν τους κοσμικούς και όχι μόνο κύκλους. Ήταν πάντα το κέντρο του ενδιαφέροντος. Η παρουσία του και μόνο στις δημόσιες εμφανίσεις του προκαλούσε τον θαυμασμό και την προσοχή. Συνωστίζονταν γύρω του οι κόλακες και οι γνήσιοι εραστές του έργου του. Ο Γιάννης Τσαρούχης, όσο ζούσε ήταν ένας αν δεν λαθεύω στην κρίση μου, «λαϊκός σταρ» στον κόσμο των εικαστικών τεχνών. Φημισμένος, δοξασμένος και αγαπητός. Ο πειραιώτης Γιάννης Τσαρούχης, περιβλήθηκε κατά κάποιον τρόπο μάλλον με έναν μύθο στις συνειδήσεις των φιλότεχνων και μερίδας των ελλήνων της εποχής μας την προηγούμενη χιλιετία, ήταν κάτι σαν τους «γέροντες» της ορθόδοξης πίστης και παράδοσης. Σε αυτό βοήθησε ίσως, και το φυσικό παρουσιαστικό του, η μορφή του, που προσομοίαζε σε βυζαντινό άγιο, που προέρχονταν από τα ιστορικά βάθη του ελληνικού πολιτισμού της λαϊκής ευσέβειας και παράδοσης. Μόνο που ο Τσαρούχης, παρά τον ασκητισμό του, διέθετε και έντονα χαρακτηριστικά ερωτικού αισθησιασμού που προέρχονταν από την αρχαία εθνική ελληνική παράδοση και τον κόσμο της.  Ήταν περιζήτητος, ο κεντρικός συζητητής στις δημόσιες εκδηλώσεις, με την εμφάνισή του γίνονταν λάτρης θαυμασμού και αναφοράς. Η παρουσία του επισκίαζε κάθε άλλο καλλιτεχνικό πρόσωπο που βρίσκονταν δίπλα του. Όσοι είχαν την χαρά και την τύχη να παρευρίσκονται σε εκθέσεις έργων του, σε ημερίδες που λάμβανε μέρος και σε συνέδρια που μιλούσε, θα θυμούνται το πως τον αντιμετώπιζαν τα φλας της δημοσιότητας σε σχέση με άλλους έλληνες καλλιτέχνες και συνομιλητές. Παρότι σαν χαρακτήρας ήταν μάλλον ασκητικός, έζησε αρκετές δεκαετίες του βίου του, επαναλαμβάνω, σαν «λαϊκός σταρ», που ο κόσμος ταυτίζονταν μαζί του και ας μην είχε ιδέα περί ζωγραφικής. Ας μην άνηκε στον στενό κύκλο των φιλότεχνων και ειδικών του εικαστικού σύμπαντος. Τον έβλεπαν σαν είδωλο που επιθυμούσαν όλοι να φωτογραφηθούν μαζί του, να τον χαιρετήσουν, να τους αφιερώσει ένα σκίτσο του, να τους σχεδιάσει στο «πόδι» την εικόνα τους. Μετείχε ενεργά στον δημόσιο βίο και λόγο όσο κανένας άλλος μάλλον εικαστικός δημιουργός του καιρού του, αποφεύγοντας όμως, μάλλον, να θίγει τα κακώς πολιτικά κείμενα των κυβερνόντων της χώρας τα μεταπολιτευτικά χρόνια και εντεύθεν. Οι κρίσεις του, δεν υπερέβαιναν την πολιτική κοσμιότητα και εκάστοτε κυβερνητική νομιμοφροσύνη. Ήταν αξιαγάπητος και περιζήτητος στα αστικά και μεγαλοαστικά σπίτια της γενιάς του, αλλά, και στις οικονομικά φτωχότερες φιλότεχνες τάξεις. Τον αντιμετώπιζαν-και όχι άδικα πολλές φορές-σαν έναν σοφό και πεπειραμένο γέροντα που περίμεναν να ακούσουν από τα χείλη του όλη την σοφία του Κόσμου. Να δοξαστούν οι θαυμαστές του πρόσκαιροι ή μόνιμοι επαναλαμβάνοντας τα λεγόμενά του, υιοθετώντας τα “minima moralia” του, παραβλέποντας ότι οι κουβέντες του, προέρχονταν από βαθιά πείρα και εμπειρία ζωής και στέρεες γνώσεις και όχι από την επικαιρικότητα των εκάστοτε στιγμών και κοινωνικών αδιέξοδων γεγονότων.  Ήταν αναγνωρίσιμος όσο κανένας άλλος εικαστικός δημιουργός κουραστικά το επαναλαμβάνω, ο ίδιος και η τέχνη του. Τα έργα του ήσαν περιζήτητα και πωλούνταν στις επίσημες ή ανεπίσημες αγορές της τέχνης χωρίς ενδοιασμούς. Υπήρξαν δεκαετίες και ίσως ακόμα, που όφειλαν τα σαλόνια των αστικών ελληνικών οικογενειών, των ευκατάστατων ελλήνων, των σοϊλήδων καλλιτεχνών, των πνευματικών ανθρώπων να έχουν και έναν Τσαρουχικό «Ναύτη» κρεμασμένο στους τοίχους τους, ή έστω μια αφίσα που να απεικονίζει έργο του. Κυρίως, ημίγυμνο ή αδαμιαίο αντρικό σώμα. Αυτή η μάτσο στρατιωτική αντρική βαρβατίλα που υπερισχύει σε πολλά του έργα. Ένα αισθητικό ίσως αίνιγμα αν εξαγνίζει με τον άμεσο αυτόν σεξουαλισμό τους παλαιούς Εσατζήδες από το άγος της πρακτικής τους σε μια ορισμένη περίοδο της ελληνική πολιτικής ιστορίας, ή, φωτίζει έτη περισσότερο την άγρια και πρωτόγονη συμπεριφορά τους. Ο Τσαρούχης, εργαλειοποίησε το αντρικό σώμα προς όφελος του σεξουαλισμού, και με τις σκηνές του έργου του, τις εικαστικές του αφηγήσεις έβγαλε στην επιφάνεια όλον τον απωθημένο ομοφυλόφιλο ερωτισμό μεγάλης μερίδας των Ελλήνων. Όπως παλαιότερα μέσω του φωτογραφικού του φακού έπραξε ο Θάνος Μούρραης-Βελλούδιος. Με τις πριαπικές φωτογραφήσεις των αντρών του. Μια εργαλειοποίηση του αντρικού σώματος που ξέφευγε από τα όρια της αστικής ευπρέπειας και αισθητικής ματιάς και διεύρυνε τα σύνορα της πρόσληψης του αντρικού ερωτισμού στην μετεπαναστατική Ελλάδα, προβάλλοντας μάλλον μία και μόνη ιδιότητα του έλληνα αρσενικού, αυτήν του επιβήτορα. Τα τσαρουχικά αντρικά σώματα δεν χρειάζονται να αποδείξουν τον αντρισμό τους, η ίδια τους η γυμνή ή ημίγυμνη παρουσία, οι στάσεις τους, οι περιστροφές τους, η νωχελική τους ηδυπάθεια, η όλη τους εν γένει παρουσία δηλώνουν το αυτονόητο σε μυημένους και αμύητους. Οι διάφοροι μάτσο εσατζήδες του πειραιώτη καλλιτέχνη, είτε χορεύουν ζεϊμπέκικο είτε συνομιλούν μεταξύ τους, είτε κάθονται στα καφενεία, η σεξουαλική τους πρόθεση είναι κάτι που κεντρίζει και μάλλον δεν έχει προηγούμενο στην παράδοση της ελληνικής ζωγραφικής. Ένας έντονος και κάπως άγριος αντρικός σεξουαλισμός διακρίνει αυτά τα «περιστρεφόμενα» κορμιά του ελληνικού στρατεύματος, μας παρατίθενται σαν σε σύγχρονες μετώπες της ελληνικής ζωής. Ένα προσωπικό φετίχ του καλλιτέχνη για την στρατιωτική στολή και τα εξαρτήματά της, τα σκληρά πρόσωπα, τα γυμνασμένα μέλη, τα χοντρά μπράτσα, τα σφιχτά μπούτια, το λάγνο και πονηρό βλέμμα. Μια εικαστική απροσποίητη κεφαλαιοποίηση του ελληνικού πανάρχαιου σεξουαλισμού και ερωτισμού. Των αρχαίων εθνικών σατίρων που περνώντας μέσα από το καμίνι της βυζαντινής στέρησης αποτυπώνουν την παρουσία τους και τον συμβολισμό τους στα σώματα των σύγχρονων ελλήνων στρατιωτών της εποχής που δημιουργούσε ο καλλιτέχνης. Το ίδιο συναντάμε και στα μακρυμάλλικα αγορίστικα πορτραίτα του. Ηδυπάθεια, κραυγαλέος ερωτισμός, λαγνεία πρόθεσης, άφεση στα όνειρα και την φαντασία του άλλου βλέμματος. Παραπλήσια διαχείριση του αντρικού σώματος, τηρουμένων ασφαλώς των αναλογιών και των περιστάσεων, συναντάμε και στην ποίηση του θεσσαλονικιού ποιητή Ντίνου Χριστιανόπουλου, μια ιδιαίτερη φετιχιστική διάθεση προς την στολή και τις εξαρτήσεις των αντρών στρατιωτών. Μόνο που, σε πολλές ποιητικές μονάδες του ποιητή Ντίνου Χριστιανόπουλου, αναγνωρίζουμε ένα είδος χριστιανικής μεταμέλειας, μια συναίσθηση της «αμαρτωλότητος» του ποιητή στις ερωτικές του προθέσεις και προτιμήσεις, που προέρχεται μάλλον περισσότερο από τις άσκοπες προσδοκίες του ποιητή για το αντρικό σώμα που έχει μπροστά του και υπηρετεί παρά για αυτήν καθεαυτή την επιλογή της σεξουαλικής πράξης. Ο Χριστιανόπουλος θέλγεται κατά κάποιον τρόπο από τον «ρόλο» του μάρτυρα του έρωτα, αντίθετα ο Τσαρούχης απολαμβάνει την αίσθηση της ηδονής χωρίς θρησκευτικές μεταμέλειες και χριστιανικές αναστολές. Η σεξουαλική λίμπιντο στον έναν ζητά συγχώρεση που δεν συνάντησε αυτό που περίμενε στα ερωτικά σουλατσαρίσματά της, στον άλλον εκφράζεται με φιγούρες και στάσεις σωμάτων και μετατρέπεται σε εικαστική πρόκληση χωρίς αναστολές. Την εργαλειοποίηση του αντρικού σώματος κάτω από την ομπρέλα της ιδεολογίας και της πολιτικής στράτευσης την συναντάμε και στο ποιητικό έργο του βάρδου της Ρωμιοσύνης Γιάννη Ρίτσου. Εκατοντάδες οι ερωτικές εικόνες που συναντάμε μέσα στην ωκεάνεια ποιητική δημιουργία του Γιάννη Ρίτσου. Μόνο που, αρκετές φορές, το αντρικό σώμα και τα μέλη του, δεν υπηρετούν μόνο τον ερωτισμό αλλά την πολιτική στράτευση. Ο σεξουαλισμός του Ρίτσου μάλλον φαίνεται περισσότερο στα αρχαιόθεμα ποιήματά του και συνθέσεις του (βλέπε «Ορέστης» κλπ.). Ο ερωτικός Ρίτσος συμβαδίζει με την άποψη του Μαγιακόφσκι ο Έρωτας και η Επανάσταση πάνε μαζί. Το αντρικό σώμα υμνείται και με Καβαφικό τρόπο και με μαρξιστικό  πρόσημο. Παράλληλα, η αντρική σωματική παρουσία επιτελεί έναν ιερό σκοπό πέρα από τον κρυφό πόθο που ξυπνά, την στράτευση στους κοινωνικούς αγώνες για την αλλαγή της κοινωνίας. Το ίδιο μπορούμε να υποστηρίξουμε και για την γυναικεία σωματική παρουσία και την περιπέτειά της μέσα στο έργο του Γιάννη Ρίτσου. Το αντρικό σώμα και ο ερωτισμός που εκπέμπει και ο σεξουαλικός πόθος που αυτό προκαλεί μετατρέπεται σε εργαλείο επαναστατικής και πολιτικής διαχείρισης. Ο πολιτικός αγώνας νυν υπέρ πάντων των ερωτικών και σεξουαλικών προτιμήσεων. Μια άλλη περίπτωση είναι και ο πεζογράφος Γιώργος Ιωάννου. Εδώ το όνειρο μπλέκεται με την γυμνή πραγματικότητα των αντρικών ερωτικών περιπετειών του συγγραφέα και διαχέεται μέσα σε μια αίσθηση πασχάλιου ερωτισμού και λυρικής διάθεσης. Και στον Ιωάννου, είναι έντονο το θρησκευτικό στοιχείο των ερωτικών ενοχών όπως και στον Χριστιανόπουλο. Και οι δύο κατάγονται από την Θεσσαλονίκη και οι δύο πέρασαν τα παιδικά τους χρόνια μέσα σε κατηχητικά περιβάλλοντα. Το αποτέλεσμα των εμπειριών τους αυτών αποτυπώνεται ξεκάθαρα μέσα στο έργο τους. Ερωτικές αγκυλώσεις, σεξουαλικές ενοχές, τύψεις και μεταμέλειες μετά από κάθε νέα τους ερωτική περιπέτεια. Μια μεικτή διάθεση απόλαυσης και ενοχών, μια ατμόσφαιρα συννεφιασμένη και ηλιόλουστη ανάλογα με την ανταπόκριση του άλλου σώματος και των αναγκών του. Αντίθετα ο Τσαρούχης, τους απεικονίζει όπως πραγματικά είναι τους άντρες του μέσα στο έργο του, χωρίς ψιμύθια ερωτικά, δίχως θρησκευτικές αναφορές, μακριά από προθέσεις φιλανθρωπικής ερωτικής ευγένειας. Ο σκοπός αγιάζει τα μέσα. Και μετά την επίτευξή του, μπορούν ήσυχοι οι Τσαρουχικοί στρατιώτες και ναύτες να απολαύσουν μαζί μας την αθανασία τους μέσω της Τέχνης του ζωγράφου. Ποιος θυμάται ποια το τι ερωτικά έπρατταν οι τεκνόμπαλοι αυτοί στρατιώτες και ναύτες στο κρεβάτι των νιάτων τους, όλοι τους θυμούνται και τους λιγουρεύονται γιατί κάποιος εμπνευσμένος καλλιτέχνης τους διατήρησε στην αιωνιότητα μέσω της τέχνης του. Τα μαβιά μάτια του Κωνσταντίνου Καβάφη δεν τα αντίκρισε κανείς παρά μόνο αυτός απόλαυσε το σαπφείρινο μαβί τους. Οι υπόλοιποι θαυμάζουμε την τέχνη της ποιήσεώς του και την μελλοντική αθανασία που πρόσφερε στους εραστές του καθώς τους αναθυμάται με πόθο και ηδονή. Θυμήσου Σώμα. Αυτή είναι η εξιλέωση της παλαιάς πράξης.         
     Γιάννης Τσαρούχης, υπήρξε ένας από τους πιο εμβριθής γνώστης, καλλιεργημένος ζωγράφος των μυστικών της αρχαίας ζωγραφικής τέχνης και της μετέπειτα βυζαντινής της περιόδου, χωρίς να αγνοεί και τις περιπέτειες της εικαστικής προβληματικής την περίοδο της δυτικής αναγέννησης αλλά και των νεότερων ρευμάτων. Οι επισκέψεις του στα διάφορα μεγάλα μουσεία και οι προσεκτικές του παρατηρήσεις τον πλούτισαν με πολλά εφόδια. Οι μελέτες του, τα δημοσιευμένα άρθρα του, οι αναφορές του, οι σχολιασμοί του, οι κρίσεις του πάνω σε ζητήματα αισθητικής, τεχνικής και διαχείρισης των χρωμάτων και των φωτοσκιάσεων, δηλαδή του τρόπου και της γωνίας που το φως πέφτει πάνω στα σώματα και τα πρόσωπα και τα φωτίζει δίνοντάς τους μια άλλη καθαρότητα και εσωτερική πολλές φορές φωτεινότητα, είναι κάτι το αποκαλυπτικό και μας προκαλεί θαυμασμό και συγκίνηση για το εύρος των γνώσεών του και στο πως τις αξιοποίησε στο έργο του ή στις άλλες σκηνικές ή ενδυματολογικές του καταθέσεις. Δυστυχώς μάλλον, οι θαυμαστές του, περισσότερο στέκονται στις ζωγραφικές του προτάσεις παρά στα κείμενά του και στις κατά καιρούς συνεντεύξεις του που μας μιλούν για θέματα ζωγραφικής που κυκλοφορούν αυτόνομα σε βιβλία στο εμπόριο. Γνώστης των ισορροπημένων συνδυασμών των χρωμάτων, κάτοχος της τεχνικής του σχεδίου και της σύνθεσης, του θέματος που αξιοποιούσε πάντοτε με συγκεκριμένους στόχους, μας κληροδότησε ένα έργο που βασίζεται κυρίως πάνω στις πανάρχαιες αισθητικές αρχές της Ελληνικότητας. Χωρίς να καταφεύγει σε φολκλορικά τεχνάσματα ή ιδεολογικές εθνοκεντρικές προθέσεις περί του τι είναι Ελληνικότητα, το έργο του αναδεικνύει τα ουσιαστικά της στοιχεία και τα στάδιά της εξέλιξής της χωρίς να μας ξενίζει. Ο Γιάννης Τσαρούχης δεν παροπλίζει τις ευρωπαϊκές γνώσεις και προτιμήσεις μας για να μας εντάξει μέσα σε ένα στενό περιορισμένων διαστάσεων πλαίσιο ελληνικών καταβολών, η Ελληνικότητα του Τσαρούχη όπως και άλλων καλλιτεχνών της εποχής του, βλέπε Νίκο Χατζηκυριάκο-Γκίκα, Δημήτρη Πικιώνη, Παναγιώτη Τέτση, είναι κάτι που προέρχεται από μια βαθειά αίσθηση ευθύνης απέναντι σε αυτό που αποκαλούμε ελληνική παράδοση, χωρίς εθνικιστικές προεκτάσεις και μεγαλαυχίες. Είναι μια επανερχόμενη βίωση της αίσθησης του χρόνου πάνω στο ελληνικό τοπίο και περιβάλλον και στον τρόπο ζωής. Μια αίσθηση της ομορφιάς που σου γεννά το φως που πλημμυρίζει χώρο και ανθρώπους και αναδεικνύει τον κάθε είδους ερωτισμό τους. Το ελληνικό φως, που καταυγάζει κάθε πελασγική αμορφία, που καλλιεργεί ανάμεικτα συναισθήματα ηδονής και λύπης, αγαλλίασης και μυστικών προθέσεων σε κάθε τι που αγγίζουν οι ακτίνες του. Το ελληνικό βλέμμα περνά μέσα από την ποιητική Ιώνια παράδοση συναντά τον Πλατωνικό ερωτισμό, αρδεύει τον μυστηριακό λόγο της Βυζαντινής υμνολογίας, και καταλήγει στα Ορφικά νερά της ποίησης του Άγγελου Σικελιανού και στην μεγαλουργό ποίηση του Οδυσσέα Ελύτη. Μια συνέχεια του έλληνος ανθρώπου που το βλέμμα του είναι ζυμωμένο εδώ και αιώνες με τα στοιχεία μιας Ελληνικότητας που δεν έχει αρχή, μέση, τέλος. Γιατί είναι μια εξελικτική μέσα στους αιώνες ανίχνευσης της ζωής, του έρωτα και της ομορφιάς.
     Αντιγράφω τα τρία κείμενα του ποιητή και στιχουργού αλλά και αντιανθολόγου κυρίου Δημήτρη Ιατρόπουλου, ενός δημιουργού που και στίχους του έχουμε τραγουδήσει ίσως χωρίς να το γνωρίζουμε, και τα κείμενά του διαβάζαμε οι παλαιότεροι στα έντυπα που συνεργάζονταν. Εδώ με την ευκαιρία της 20 Ιουλίου ημέρα κοίμησης του πειραιώτη Γιάννη Τσαρούχη, αντιγράφω αυτά της εφημερίδας το «Έθνος» σε διαφορετικές χρονικές περιόδους.
    
• Έθνος, Τάϊμ Άουτ 18-24 Ιουλίου 1999, σ.12
Τσαρούχης για πάντα!
     Νέα παιδιά που παίζουν με τα σταφύλια, αγκαλιάζουν τα στάχυα, μιλάνε με το φεγγάρι, έφηβοι με ζωντανή τη γέφυρα μέσα τους, του αρχαιοελληνικού παγανισμού και του χριστιανικού μυστικισμού.
     Πίνακες γιορτής για το καλοκαίρι μας, είναι το έργο του Γιάννη Τσαρούχη. Και ο ίδιος υπήρξε πάντα του ξεχωριστά καλοκαιρινός δημιουργός. Και, μέσα στη ζέστη, τι πιο χρειαζούμενο λοιπόν από το να δροσιστούμε με το απαράμιλλο πνεύμα του…
     Η μηχανή φουλάρει 40 χρόνια πριν. Τον συναντάμε νέο, υγιή, διάσημο, κάπου στο Παγκράτι, το τόσο ρομαντικό εκείνη την εποχή…
«Δάσκαλε, θα μου διηγηθείτε την ιστορία εκείνη με τους Άγγλους αριστοκράτες; Την ιστορία με τον Σέλεϊ;»
«Α, μάλιστα. Όμως δεν θυμάμαι αν έχει κιόλας συμβεί σ’ αυτή την εποχή που με πετυχαίνεις ή αν θα συμβεί μετά! Βέβαια, δεν έχει σημασία… Ο χρόνος είναι μια πολύ προσωπική μας περιπέτεια, τον πας όπου θέλεις… Λοιπόν, υπάρχει ένα Σαββατοκύριακο στη ζωή μου, που βρίσκομαι σ’ ένα κλασικό σπίτι της αγγλικής αριστοκρατίας, ξέρεις, με τα κέρατα των ελαφιών πάνω από το τζάκι, την παλιά βιβλιοθήκη και τις φωτογραφίες με τους ταγματάρχες του αποικιοκρατικού στρατού.
Πιάνουμε, λοιπόν, την κουβέντα για τους Άγγλους ποιητές… Μας έχουν ζαλίσει τα αυτιά με τον Σέλεϊ. Ο Σέλεϊ και ο Σέλεϊ… Κάποια στιγμή, αφηνιάζω… Ωχ! Αφήστε με ήσυχο μ’  αυτόν τον Σέλεϊ. Σ’ εμένα βρήκατε να μιλήσετε για ποιητές, που έρχομαι από τη χώρα των μεγίστων της ποιήσεως; Γυρίζει ένας μουστακαλής και με ρωτάει με θράσος: Τι έχετε διαβάσει εσείς, κύριε Τσαρούχη, για τον Σέλεϊ; Ποιο έργο του; Απολύτως τίποτε, του απαντώ. Ούτε ένα στίχο του πουθενά. Δεν έχω ιδέα πως έγραφε καν. Ξέρω μόνο πως είναι κάκιστος ποιητής!
     Όπως αντιλαμβάνεσαι χρυσέ μου, μουρλαίνονται και ο μουστάκιας είναι έτοιμος να με σκίσει: Δεν ντρέπεστε, μου λέει, να έχετε τέτοια άποψη για έναν από τους μεγαλύτερους ποιητές μας, τον Πέρσι Μπις Σέλεϊ, την ώρα που ομολογείτε ξεδιάντροπα πως δεν έχετε διαβάσει ούτε ένα στίχο του. Και ξέρεις τότε τι του απαντώ: Άκουσε χρυσέ μου, ξέρω πολύ καλά τα… έπιπλα της εποχής του και αυτό μου… φτάνει! Με τέτοια έπιπλα που είχατε στις αρχές του 19ου αιώνα, τι ποιητές να βγάλετε; Κόκαλο οι ταγματάρχες! Πολύ το ευχαριστήθηκα, πάντως!
«Μεταξύ μας, τώρα, Δάσκαλε, το κάνατε για να το κάνατε για να τους πικάρετε ή το εννοούσατε;»
«Άκουσε παιδί μου. Σ’ όλη μου τη ζωή, ό,τι επικίνδυνο ήθελα να πω, το πέρναγα στο χιούμορ μου. Και ό,τι ήθελα να πω στα αστεία, το διέδιδα ως σοβαρότατο ζήτημα! Λίγοι το κατάλαβαν αυτό… Πολύ καλά…»
ΔΙΔΑΓΜΑ: Ο αιώνας που αποχωρεί μας χάρισε πολλούς σημαντικούς δημιουργούς… Υπήρξαν σημαντικοί, κυρίως γιατί κράτησαν τη δέουσα απόσταση ανάμεσα στον Έλληνα και το Νεοέλληνα!
Όπως ο Τσαρούχης…
Γράφει ο Δημήτρης Ιατρόπουλος
--
• Έθνος Τάϊμ Άουτ, 19-25 Νοεμβρίου 2000, σ.10
Γιάννης Τσαρούχης, ο Έλληνας
Προλογική σημείωση: Για τις διαχρονικές συνεντεύξεις που μας «επετράπη» να παίρνουμε από διάσημες προσωπικότητες που έφυγαν από κοντά μας, και επειδή κάπου, στη βδομάδα που πέρασε, διάβασα ένα (επαγγελματικά και συναδελφικά απαράδεκτο) ανώνυμο σχόλιο για την προηγούμενη Κυριακή στην «κουβέντα» μας με τον Γιώργο Σεφέρη, οφείλω να ξεκαθαρίσω ότι οι μεγάλοι νεκροί μας «μιλάνε» σύμφωνα με ό,τι οι ίδιοι μας άφησαν όσο ζούσαν, και σύμφωνα επίσης με τις δικές μας εμπειρίες και πληροφορίες, για όσα μας άφησαν αυτοί.
     Έτσι, η πληροφορία που έχουμε ότι ο Γιώργος Σεφέρης είχε ασχοληθεί με το λεγόμενο «υπερπέραν» και έπαιρνε μέρος σε πνευματιστικές συγκεντρώσεις, αφού ανήκε στο δημοσιογραφικό υλικό μας, δεν προσφερόταν προς ειρωνεία και μάλιστα κομπλεξικά κακογραμμένη.
    Λίγο περισσότερο δεοντολογία, λοιπόν, δεν θα έβλαπτε νομίζω, και ιδίως από ανώνυμους σχολιογράφους, που δεν εκτίθενται με το όνομα και τη φωτογραφία τους στο κοινό, όπως εμείς. Τελεία μ’ αυτό και προχωρούμε.
     Συζήτηση πάλι σήμερα, με έναν ακόμα Έλληνα δημιουργό. Τονίζουμε αυτό το «Έλληνα», γιατί πολλοί απ’ όσους γράψανε ή ζωγραφίσανε ή συνθέσανε γενικώς σ’ αυτόν τον τόπο, παρά τα στοιχεία του διαβατηρίου τους, συχνά απεμπόλησαν την ελληνική τους καταβολή. Και πάνω σ’ αυτό ας ακούσουμε τον ίδιο τον Γιάννη Τσαρούχη να μας «μιλάει», στο πείσμα των ανωνύμων…
     Στην ερώτηση λοιπόν. «Ποια και πόση Ελλάδα ζει μέσα στο έργο σου;» μας αποκρίθηκε, έτσι:
«Η Ελλάδα είναι ένας τόπος που, αφού πρώτα σε αναγκάζει να ζωγραφίσεις, μετά αμέσως, στο… απαγορεύει! Έτσι εργάστηκα σ’ όλη μου τη σταδιοδρομία κι εγώ. Με ατράνταχτο βοηθό την Ελλάδα που με ανάγκαζε να γίνω ένας απ’ τους ζωγράφους της και αβάστακτο ενάντιο πλήρωμα όσους αποπειράθηκαν κατά καιρούς να με εμποδίσουν ή να με αμφισβητήσουν, πλαισίωσα το έργο μου με το δημιουργικό μου πείσμα. Η καλύτερη άμυνα σε τέτοιες περιπτώσεις είναι η δημιουργική επίθεση! Και, είναι πολύ εύκολο αν αφομοιώσεις μέσα σου το ελληνικό νόημα της ζωής να το εκφράσεις δημιουργικά. Και τότε είναι πολύ δύσκολο για κάποιους να σε σταματήσουν. Εξάλλου, στο τέλος όλων αυτών μένει μέσα του το ίδιο σου το έργο ως αψευδής μεσάζων της σχέσης σου με την Ελλάδα-Ιδέα, κι αυτό είναι κιόλας πάρα πολύ, όχι μόνο για τον Έλληνα δημιουργό, αλλά και για όλους τους δημιουργούς του κόσμου. Γιατί, καθετί ελληνικό, στον τομέα του πολιτισμού, ανήκει σε όλο τον κόσμο, ακόμα κι αν κάποιοι ανόητοι προσπαθήσουν να το αποτρέψουν απ’ το να ανήκει στους Έλληνες, καταρχήν, που το δικαιούνται. Νομίζω, υπήρξα σαφής. Θέλεις τίποτε άλλο;»
ΑΥΛΑΙΑ: Όχι βέβαια. Τι άλλο να θέλω; Εγώ, πήρα το μάθημά μου απ’ ό,τι άκουσα. Ας πάρουν κάποιοι άλλοι το δικό τους ή ότι τέλος πάντων τους αναλογεί!
Δημήτρης Ιατρόπουλος. Τότε ΤΩΡΑ
--
• Έθνος Άουτ της Κυριακής 9-15 Μαρτίου 2003, σ.12
Γιάννης Τσαρούχης: Σημαντικός και Ιδιαίτερος
     Αρχές της δεκαετίας του ’60, μαθητής Νυχτερινού Γυμνασίου, εργαζόμουν στην τότε «Κολούμπια» του Τάκη Β. Λαμπρόπουλου. Ο Μάνος Χατζιδάκις με έστειλε σε σένα, έμενες εκεί στο Παγκράτι τότε, να μου δώσεις το εξώφυλλο για τις ιστορικές εκείνες «Πασχαλιές» του…
Ήταν η πρώτη φορά που σε είδα από κοντά. Κι άλλη μια νύχτα βρεθήκαμε σε κάποιο κοσμικό πάρτι μετά από χρόνια, αλλά δεν μιλήσαμε. Γενικά, δεν μιλήσαμε ποτέ. Και εκείνη την πρώτη φορά, απλώς, ευγενικά, μου έδωσες το εξώφυλλο κι έφυγα.
     Όμως «μιλήσαμε» πολύ από τότε! Σε παρακολούθησα κι εγώ, όπως και το πανελλήνιο, στην τέχνη σου, στις αμίμητες, πανέξυπνες ατάκες σου, χάρηκα στην ωραία μετάφραση των «Γυναικών της Τροίας», του Ευριπίδη.
Κάποια «συμβάντα» μου έμειναν, πέρα απ’ τα θαυμάσια και αληθινά ανέκδοτα που κατασκεύαζες, με το ευφυέστατο πνεύμα σου, σχεδόν καθημερινά. Να, θυμάμαι μια «Λυσιστράτη» μόνο για γυναίκες, του Λάκη Λαζόπουλου στο Λυκαβηττό, όταν στην είσοδο ευγενικά σου θύμισαν πως δεν επιτρέπεται, εσύ πέρασες μέσα, αφήνοντάς τους σύξυλους: «Μα, μόνο για γυναίκες, δεν είναι η αποψινή παράσταση; Οπότε;»!
Κάποτε πάλι, σε ρώτησαν πως είναι η υγεία σου-είχες πια ογδονταρίσει-κι απάντησες θυμόσοφα: «Η υγεία μου δεν είναι κάτι που με αφορά. Δεν ασχολούμαι εγώ μαζί της. Ασχολούνται άλλοι. Ρωτήστε αυτούς, παρακαλώ»!
     Πίσω απ’ όλα αυτά όμως, προσωπικά σε έψαξα ως καλλιτέχνη στη σπουδαία εκείνη διαχρονική έκθεση για σένα και το έργο σου, στου «Φίξ». Και διαπίστωσα την αγωνία των νιάτων σου, τον τρόπο που χρησιμοποίησες το κατεστημένο της εποχής σου για να περάσεις, μπροστά, και καλά έκανες φυσικά.
Γιάννη Τσαρούχη, αν και δεν είμαι ειδικός στα εικαστικά, έχω το δικαίωμα όμως να παρατηρήσω πως, για μένα-το δικό μου αν θέλεις γούστο-δεν υπήρξες ποτέ ένας «μεγάλος» ζωγράφος. Ήσουν όμως ένας αληθινός μεγάλος καλλιτέχνης!
Και η διαφορά ανάμεσα σ’ αυτά τα δύο είναι μια οδυνηρή προσέγγιση στην υπαρξιακή σου περιπέτεια…
Που υπήρξε σαφής στις διαδρομές της και πολύ χρήσιμη για ό,τι ονομάσαμε «νεοελληνικό» πολιτισμό, αλλά και για το μυθικό εκείνο ον, τον «Νεοέλληνα», που όλοι αναζητάμε τις συντεταγμένες του μέσα μας και του έχουμε εκχωρήσει ολοκληρωτικά, κάποιοι, τον ψυχισμό μας.
Ένας τέτοιος, αδιαπραγμάτευτα Νεοέλλην, υπήρξες. Με την παρουσία σου ανάμεσά μας.
Την ιδιαίτερη και σημαντική.
ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ: Αν εκεί στα ουράνια περιβόλια, η απόλυτη εικαστική ομορφιά σού αφήνει καθόλου περιθώριο για να ζωγραφίσεις, «πέταξέ» μας κάποιο μεταφυσικό σου έργο, έστω μεταλαμπαδευόμενο, σε κάποιον από τους μαθητές σου.
Χαίρε, Γιάννη Τσαρούχη, σπουδαίε Νεοέλληνα και μαχητή ύφους ελληνικού και ιδιαίτερου…
Δημήτρης Ιατρόπουλος, Χωρίς ΓΡΑΜΜΑΤΟΣΗΜΟ.

      Αυτά για τον έλληνα «Όσκαρ Ουάιλντ» των έξυπνων αποφθεγμάτων για να υιοθετήσω και εγώ το περιπαικτικό σχολιασμό του όσο βρίσκονταν κοντά μας. Οι απόψεις του ποιητή Δημήτρη Ιατρόπουλου έχουν την δική τους βαρύτητα όσον αφορά το έργο του πειραιώτη δασκάλου και καλλιτέχνη, που ο μύθος του όσο ζούσε προηγείτο του έργου του. Απόδειξη, χωρίς να είμαι ειδικός, η αξεπέραστη παράσταση των «Τρωάδων» του στο γκαράζ του θεάτρου της οδού Καπλανών και στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, μια παράσταση που έμεινε ανεξίτηλη στην μνήμη όσων την παρακολούθησαν δύο και τρείς φορές, και δεν θα ξεχάσουν όσο ζουν αυτήν την θεατρική και σκηνική και εικαστική μαγεία, και την μάλλον κατά την γνώμη μου όχι και τόσο καλή παράσταση, σχεδόν «ανυπόφορη» (οι σχολιασμοί μου στο πρόγραμμα μιλούν για κακή) όταν ανέβασε την τραγωδία «ΕΠΤΑ ΕΠΙ ΘΗΒΑΣ» του Αισχύλου στο Θέατρο Λυκαβηττού Παρασκευή 10 Σεπτεμβρίου 1982 και 11 Σεπτεμβρίου. Σε μετάφραση Γιάννη Τσαρούχη και σκηνοθεσία Γιάννη Τσαρούχη με τη συνεργασία του Γιώργου Οικονόμου, όπως μου υπενθυμίζει το πρόγραμμα της παράστασης, με το μεστό κείμενο του Αλέξη Διαμαντόπουλου και του Γιάννη Τσαρούχη. Δύο φιλοδοξίες σε αντίθετους μάλλον θεατρικούς πόλους. Όμως οι καλλιτέχνες είναι και αυτοί άνθρωποι, καθημερινοί, με τα συν και τα πλην τους.
Όσο για την παράσταση της «Λυσιστράτης» του σκηνοθέτη Ανδρέα Βουτσινά, ήταν αξέχαστη με έναν Λάκη Λαζόπουλο ως Μπουμπουλίνα.
Του χρόνου,  συμπληρώνονται 30 χρόνια από την εκδημία του. Ελπίζω να τον θυμηθούν οι αρμόδιοι του Πειραιά.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πρώτη γραφή σήμερα 21/7/2018
Πειραιάς 21 Ιουλίου 2018.        

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου