Κυριακή 19 Μαΐου 2013

ΣΤΑΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ ΜΙΧΑΗΛ.


ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΔΑΜΟΠΟΥΛΟΣ,
Ο ποιητής Μιχαήλ Στασινόπουλος.

      Όταν ο άνθρωπος με Ιώβεια υπομονή κλυδωνίζεται μέσα στην τρικυμία των ανθρωπίνων σχέσεων και τους αόρατους ιστούς του Σύμπαντος, και ο Θεός των ιστορικών μας ονείρων κωφεύει στις ικεσίες μας, ποιος θα μας βοηθήσει να αντέξουμε την μογιλάλα Δύση γύρω μας. Την ερημιά του πνεύματος αλλά και του σώματος. Ποιος θα επουλώσει τις ψυχικές πληγές που προσήλυτοι σύντροφοι μας άνοιξαν, μέσα σε αυτό το ομιχλώδες φρενοκομείο που λέγεται Ζωή. Ποιος θα ερμηνεύσει το τυχαίο αυτό γεγονός της δημιουργίας μας που στάθηκε η αφορμή για μια επώδυνη αναζήτηση προσωπικής νίκης της ωραίας αφροσύνης μας πάνω στο άλλο Προσωπείο του Θεού που Σημαίνει, δηλαδή τον Θάνατο.
     Και σε αυτούς τους άηχους ψυχικούς ψιθύρους, σε αυτούς τους πλήρη συναισθημάτων ατομικούς κραδασμούς του καθενός μας έρχεται να δώσει την δική του όποια απάντηση ο Χρίστος Αδαμόπουλος.
     Η κατάθεσή του στο νέο του βιβλίο με τίτλο «Ο ποιητής Μιχαήλ Στασινόπουλος», είναι η ίδια μαρτυρία που μας έδωσε και στα προηγούμενα δύο πονήματά του.
Ο Πειραιώτης συγγραφέας ζητά από τον αναγνώστη να συλλάβει την αίσθηση που χαράζει μέσα του όταν μελετάει ένα ποιητικό κείμενο, και να μετουσιώσει την αίσθηση αυτή σε καθαρτήρια δύναμη που θα εξαλείψει τις ταπεινές ορμές της ψυχής του, όπως θα έλεγε και ο Θείος Πλάτων, αλλά, και θα ανατάξει τις ραγισμένες αρθρώσεις των συναισθημάτων του.
     Γιατί, όλοι μας γνωρίζουμε, ότι η Ιστορία του ανθρώπινου είδους δεν είναι παρά μια μυθιστορία των κάθε λογής ακροτήτων. Της ύλης, του πνεύματος, των ψυχικών δυνάμεων, των συναισθημάτων. Περιέχει τα «πάντα» εκτός από το ωραίο και την μετριοπάθεια. Αυτά κατακτιόνται μάλλον μόνο μέσα της ποίησης.
     Ο Αδαμόπουλος δεν κρίνει τον Στασινόπουλο, δεν αναλύει το έργο του άλλου «παρ’ ολίγον αγγέλου» δεν κομίζει κάτι καινούργιο στο ποιητικό όραμά του, ούτε χρησιμοποιεί το φιλολογικό νυστέρι για να τεμαχίσει το ποιητικό του σώμα και να μας το προσφέρει ως εμπορεύσιμο προϊόν μέσα στην σύγχρονη αλλοπρόσαλλη εποχή μας. Αλλά με  μια εκ βαθέων συνομιλία φωτίζει το alter ego της ψυχής του, που δεν είναι παρά το κρυμμένο πρόσωπο της ψυχής της ποίησης του ποιητή που μελετά.
      Τόσο στην ρομαντική ποίηση του Στασινόπουλου, την αγωνιστική αλλά και τόσο ανθρωπιστική ματιά του Νικηφόρου Βρεττάκου, καθώς επίσης ιδιαίτερα στο ποιητικό σύμπαν του Οδυσσέα Ελύτη, αυτού «του μάγου του φωτός», (που, θα πρέπει να έχεις μαθητεύσει σε κείμενα των αρχαίων φιλοσόφων, του θρυλικού φωτόλουστου και μυστικού Πλωτίνου, στον θρησκευτικό ιδεαλισμό του Ρωμανού του Μελωδού, αλλά και στην μυστική απόληξη τους που είναι ο Διονύσιος Σολωμός για να μπορείς να τον κατανοήσεις), που ο Αδαμόπουλος έχει μαθητεύσει σιμά τους, υπάρχει ένας σημαντικός πυρήνας δέσμης φωτός που αντανακλάται πάνω στο πρόσωπο του ερμηνευτή τους. Και ο Πειραιώτης δημιουργός γνωρίζει ότι πριν προσπαθήσει να ανιχνεύσει την ποιητική αυτή πηγή και να μας την δημοσιοποιήσει πρέπει πρώτα να αποδειχθεί ο ίδιος άξιος μιας τέτοιας μύησης.
     Το ποιητικό σύμπαν του Ελύτη, αλλά και άλλων ποιητών-και των άλλων δύο- είναι κατάσπαρτο από κρυφούς συμβολισμούς, αλληγορικές εικόνες, μυστικές ακροάσεις, κεκραγάρια ποιητικών εικόνων, δοξαστικές μελωδίες, λεκτικές φωτοχυσίες, θεϊκές οσμές και γάργαρες των ονείρων μας πηγές. Ένα ανεξερεύνητο σύμπαν που συμβασιλεύουν και συνχορεύουν μαζί με τον δημιουργό και οι «αϊσσουσαι σκιαί» των προγόνων μας.
     Το ταξιδιωτικό σακίδιο του Αδαμόπουλου δεν περιέχει τα εφόδια ενός φιλόλογου κριτικού, ούτε τις ερμηνευτικές σταθερές ενός δοκιμιογράφου. Όμως ο ίδιος ανήκει στην χορεία των «αρητήρων» της ποίησης, που προσπαθούν να αφουγκραστούν τις ιδανικές φωνές που διαχέονται σαν τυραννικοί χρησμοί στην θρυμματισμένη μας συνείδηση και μας ταλανίζουν από την κύησή μας μέχρι το τελευταίο φιλί του Ιούδα. Αυτούς που δεν αντέχουν τον τόσο πόνο του μέσα τους σύμπαντος και οι οποίοι δεν κατανοούν την φύση αγαθότητα του Θεού και τη θέση δυστυχία του Κόσμου.
     Γι’ αυτό αναζητούν και αναζητιόνται μέσα στα φωτεινά ρουμάνια της ποίησης προσπαθώντας να ψηλαφίσουν τις ιερογλυφικές ωραιότητες της φύσης και να ερμηνεύσουν με έναν άλλον τρόπο
τον Κόσμο των Ποιητών, και το εν αυτοίς οικούν πνεύμα.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος,
πρώτη δημοσίευση, εφημερίδα
«Η Φωνή του Πειραιά» τεύχος 13202/19 Οκτωβρίου 1989.
Πειραιάς 19/5/2013.    
                         

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου