Κυριακή 26 Μαΐου 2013

ΓΚΙΚΑΣ ΜΠΙΝΙΑΡΗΣ μέρος (Α)


                                    ΠΕΙΡΑΪΚΟ ΣΕΝΤΟΥΚΙ

     “Το θέατρό μας ποτέ δεν είχε τέτοια κατάντια. Φρίκη και αηδία. Όλα τ' αναγνώσματα των εφημερίδων έγιναν πατριωτικά δράματα. Το 21, ο θάνατος του Όθωνος, οι Εξόριστοι, η Έξωση, Καποδίστριας και Μαυρομιχαλαίοι. Όταν θα τελειώσουν με τον Όθωνα, μου φαίνεται πως οι συγγραφείς των θα κάνουν συλλαλητήρια κι επανάσταση να διώξουν και το Γεώργιο, για να την κάνουν δράμα. Ύστερα βγάζουν παράδες.”
     Αυτά και άλλα θεατρικά και όχι μόνο ενδιαφέροντα, έγραφε στις αρχές του προηγούμενου αιώνα  σε γράμμα του ο Ποιητής του Πειραιά, Λάμπρος Πορφύρας. Το ως άνω απόσπασμα είναι το 16 γράμμα του Πειραιεύς 4 Σεπτεμβρίου 1906 και απευθύνεται στον ποιητή-συγγραφέα φίλο του Κωνσταντίνο Χατζόπουλο.
     Η νεόδμητη πόλη μας ευτύχησε από πολύ νωρίς να έχει “πλούσια” μάλλον θεατρική ζωή, πριν ακόμα ανακαλύψει την ταυτότητά της. Η γειτνίαση της με την πόλη της Παλλάδος-την πρωτεύουσα πάντα ήταν ένα μείον στον αυτοπροσδιορισμό της. Ο Πειραιάς δυσκολευόταν ανέκαθεν να βρεί που ανήκει. Τι είναι αυτό που του ταιριάζει περισσότερο για να τον προσδιορίσει σαν μια πόλη που μπορεί να είναι το επίνειο της πρωτεύουσας, οφείλει όμως να έχει τη δική του φωνή, να πορεύεται τον προσωπικό του δρόμο μέσα στο χρόνο, να κρατά σε εγρήγορση τα πολιτιστικά εκείνα στοιχεία που σκιαγραφούν το ατομικό του πρόσωπο μέσα στο ευρύτερο παζλ της Ελληνικής ιστορικής πραγματικότητας. Οι πρώτοι μέτοικοι νησιώτες κάτοικοί του δεν έφεραν μόνο την παράδοση και τον εθιμικό πολιτιστικό πλούτο του τόπου καταγωγής των αλλά και τα εκατοντάδες ενδιαφέροντά τους. Και το Θέατρο, πάντα ήταν ένα ανοιχτό σχολείο που μαθήτευαν οι Έλληνες από αρχαιοτάτων χρόνων.
     Ο Πειραιάς, αναπτύχθηκε σχεδόν παράλληλα τόσο στο βιομηχανικό, στον εμπορικό τομέα, όσο και στον Θεατρικό θα σημειώναμε. Καθώς η πόλη σχημάτιζε τις πολιτικές και κοινωνικές εκείνες συνθήκες που θα της πρόσφεραν την απαραίτητη οικονομική ευρωστία στην μετέπειτα εξέλιξή της  ταυτοχρόνως “εκβλαστίζονταν” και οι νέες πνευματικές και καλλιτεχνικές της δυνάμεις. Ποιητές , συγγραφείς, μεταφραστές, θεατρικοί συγγραφείς, εικαστικοί, δημοσιογράφοι, νομικοί, αρχιτέκτονες, επιστήμονες, όλες εκείνες οι καλλιεργημένες ομάδες ενός πληθυσμού που αποτελούν τη λεγόμενη αστική τάξη αλλά, και, την πνευματική πρωτοπορία της εποχής τους. Η ανέγερση μετά κόπων, εξόδων και βασάνων του Δημοτικού μας Θεάτρου αποδεικνύει του λόγου το αληθές. Ότι, ο Οραματικός στόχος -ορισμένων έστω- ανθρώπων, (υλοποιούμενος) μπορεί να γίνει η πολιτιστική κιβωτός μιας ολόκληρης πόλης. 
Στον Πειραιά μας, άνθισαν εκατοντάδες μυριόπνοα πνευματικά άνθη, μόνο που δυστυχώς μαράθηκαν πολύ γρήγορα τόσο από την αδιαφορία των επίσημων δημοτικών αρχών, όσο και από αυτήν των υπολοίπων συγκατοίκων μας.
Επιμέλεια : Γιώργος Χ. Μπαλούρδος           

“Ευλαβική προσφορά μνήμης σ' εκείνους που έφυγαν και αναφορά τιμής σε όσους υπάρχουν”
                                                           Μέρος Α

     Πριν εκατόν δύο, ακριβώς, χρόνια, στην πλατεία Τερψιθέας και πλάι στην Ευαγγελική εκκλησία στήθηκε στον Πειραιά μας, το πρώτο, ξύλινο, καλοκαιρινό θέατρο. Διαλέχτηκε αυτή η τοποθεσία σαν πιο δροσερή, μιας και βρίσκονταν σε ύψωμα. Αφού λειτούργησε για λίγα χρόνια, εγκαταλείφθηκε γιατί, λίγο πιο πέρα, στη γωνία Αριστοτέλους και Καραϊσκου, δημιουργήθηκε άλλο, πιο άνετο, όπου και εμφανίστηκαν μεγάλα ονόματα καλλιτεχνών της εποχής: του Δημοσθένη Αλεξιάδη, των αδελφών Διονύση και Σπύρου Ταβουλάρη κ.ά. Όταν όμως, με τη ραγδαία εξέλιξη της πόλης, οι γύρω οικοδομές πύκνωσαν, ο αλησμόνητος στη μνήμη των παλαιών συμπολιτών, “τύπαρος” Διονύσης Διονυσιάδης, προικισμένος με επιχειρηματικό δαιμόνιο, εκμεταλλεύτηκε το γεγονός: ότι η θάλασσα και το ειδυλλιακό τοπίο του λιμανιού της Ζέας συγκέντρωναν, και από την Αθήνα, πλήθος επισκέπτες, και λίγα χρόνια αργότερα, έχτισε, όπου σήμερα βρίσκεται η αίθουσα του Κινηματογράφου “Σπλέντιτ”, ευρύχωρο θέατρο. Αναφέρω ενδεικτικά την αίθουσα, γιατί στον εμπρός χώρο, όπου σήμερα το κέντρο “Κωστάλα”, υπήρχε, μέχρι και τα μαθητικά μας χρόνια, ο χειμερινός κινηματογράφος “Καράμαλη”. Με τη μετατροπή του θεάτρου “Διονυσιάδη” σε κινηματογράφο, στον μεταξύ του σημερινού κέντρου και της εισόδου, χώρο, λειτούργησε-μέχρι και τα χρόνια του πολέμου- άλλο θερινό θέατρο, όπου και εμφανίστηκαν αξιόλογοι θίασοι. Αργότερα  ο χώρος αυτός στεγάστηκε και πήρε τη σημερινή του μορφή. Για πολλά χρόνια το θέατροΔιονυσιάδη” γνώρισε ημέρες δόξας και αποτέλεσε το επίκεντρο της Πειραϊκής θεατρικής κίνησης.
     Το δαιμόνιο του Διονυσιάδη, παρακίνησε τον Αθηναίο επιχειρηματία Αναστάση Τσόχα, που κατέβηκε στον Πειραιά, έστησε μες στη θάλασσα πρόχειρη εξέδρα όπου και εμφανίζονταν ξένα νούμερα, ένα είδος δηλαδή “βαριετέ”. Παρόμοια εξέδρα, με ορχήστρα, υπήρχε και στ' αριστερά από την έξοδο του κεντρικού λιμανιού, φτιαγμένη από τον Ξαβέριο Στέλλα, που διατηρούσε εκεί εξοχικό κέντρο και που, από το όνομά του βαφτίστηκε ολόκληρη η εκεί συνοικία. Ο Τσόχας, στα 1884, με σχέδια του μεγάλου αρχιτέκτονα Τσίλλερ, έφτιαξε, στη νότια πλευρά του λόφου της Καστέλλας, λαμπρό θερινό θέατρο, που υπάρχει μέχρι σήμερα σαν θερινός κινηματογράφος με το όνομα “Αελλώ”.
Μεταξύ των θιάσων “Διονυσιάδη” και “Τσόχα” αναπτύχθηκε θερμή ευγενική άμιλλα στην παρουσίαση ευπρεπών παραστάσεων, από τις οποίες δεν απουσίαζε κάποια προσπάθεια καλλιτεχνικών φιλοδοξιών. Και τι δεν εμφανίστηκε από σκηνής του θεάτρου “Τσόχα”: Δράμα, Κωμωδία, Κωμειδύλλιο, Όπερα, Ελληνική και Ξένη, Βαριετέ, Επιθεώρηση-αν δεν με απατά η μνήμη κάποτε και θέατρο σκιών-ενώ η πλατεία του, λίγα χρόνια πριν τον πόλεμο, υπάκουη στα προστάγματα της μόδας της εποχής, έγινε πίστα “πατινάζ”.Ένα χρόνο πριν, στα 1883, λίγα βήματα από το μέγαρο του “Πειραϊκού” και ακριβώς όπου το μέγαρο Δηλαβέρη, χτίστηκε το πρώτο χειμερινό θέατρο, με τριακόσιες θέσεις και τρείς σειρές θεωρείων. Τον ίδιο χρόνο ολοκληρώνονται τα σχέδια, και στα 1884-μαζί δηλαδή με την ίδρυση του θεάτρου Τσόχα-μπαίνει ο θεμέλιος λίθος του λαμπρότερου οικοδομήματος της πόλης μας, του “Δημοτικού Θεάτρου”, που οι εργασίες, μέχρι την αποπεράτωσή του, κράτησαν δέκα χρόνια και που αποτέλεσε το επίκεντρο κάθε πνευματικής και καλλιτεχνικής προσπάθειας.
     Γύρω στην ίδια εποχή, στη γωνία του Πασαλιμανιού που βρίσκεται σήμερα το κέντρο “Παπασπύρου” λειτουργούσε άλλο θέατρο, ο “Απόλλων”, το αποκαλούμενο αλήτικο ή μόρτικο! Να πως το περιγράφει στο σημείωμά του: “Εν ώρα λυκόφωτος” ο ακριβός φίλος Χρήστος Λεβάντας. “...Το επιλεγόμενο “ρεζίλικο” ήταν θεατρικός χώρος σε πανάθλια κατάσταση, με χωμάτινα δάπεδα, ξυλοκαναπέδες, “γαλαρία” που σχηματίζονταν από όγκους χωμάτων και χωρίζονταν με ξύλινο φράγμα, στη δε σκηνή του “θριάμβευαν” οι περιλάλητοι τότε “Παντομιματζήδες” Μπαλαφάρας και ο Κανέλλος με τον “Ροβέρτο Διάολο”. Κατά τις “τιμητικές” του (ο Κανέλλος) γύριζε το Πασαλιμάνι πάνω σ' ένα καταστόλιστο γάϊδαρο, ενώ προπορεύονταν ολιγοσύνθετες “φανφάρες” και συνοδοί-αλητόπαιδα συνήθως μ' αναμμένα πολύχρωμα βεγγαλικά.  Αργότερα το θέατρο αυτό άλλαξε όνομα και καθεστώς, μετωνομάσθη σε “Κεντρικόν” η δε σκηνή του είδε μουσικοδραματικά συγκροτήματα με θιασάρχη τον αξέχαστο πλαϊνό καφεπώλη, τον Στέφανο Χρυσοστομίδη, που έγινε και θεατρώνης, αλλά και καλλιτέχνες της περιωπής του Αιμίλιου Βεάκη, όταν κάποτε ο αλησμόνητος δάσκαλος που είχε μεγαλώσει εδώ στον Πειραιά, γύρισε με το θίασό του από μια τουρνέ “ναυάγιο” στην Αλεξάνδρεια. Πολλές σελίδες θα μπορούσαν να γραφούν για την ιδιότυπη ζωή που παρουσίαζε αυτό το θεατράκι, μέχρι που κατεδαφίστηκε, κι ο θεατρώνης του, ο συμπαθέστατός μας Στέφανος Χρυσοστομίδης, κατέφυγε στα Ταμπούρια δημιουργήσας  εκεί άλλο λαϊκό θέατρο. Ένα από τα παιδιά του είναι τώρα γνωστός ποιητής”.
     Θα πρέπει να προσθέσουμε ότι, απ' τις πιο περιλάλητες παραστάσεις των τελευταίων χρόνων, της θεατρικής του λειτουργίας, είταν εκείνες του θηλυπρεπούς...καλλιτέχνη Ροζάϊρον, όταν... κατακρεουργούσε τη “Λυσιστράτη” του Αριστοφάνη! Το πανδαιμόνιο που γίνονταν σ' αυτές τις -αυστηρά ακατάλληλες δια κυρίας!- παραστάσεις, ξεπερνάει τη δυνατότητα περιγραφής. Κι ακόμη πως, αργότερα όταν λειτούργησε σαν κινηματογράφος, το πιάνο-που συνόδευε τότε τις προβολές των βουβών ταινιών-παρά το γεγονός ότι... “παιάνιζε” στις απάνω νότες, μάταια αγωνίζονταν να σκεπάσει τον αφόρητο θόρυβο της σαραβαλιασμένης, πράσινης μηχανής προβολής! Ξαναγυρίζοντας, ως τόσο, στα παλιότερα, θα πρέπει να υπογραμμίσουμε το γεγονός ότι: το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα στάθηκε εξαιρετικά γόνιμο σε θεατρική κίνηση. Προσθέτοντας , σε όσα αναφέραμε, ένα άλλο θέατρο “Ποικιλιών” που βρισκότανε κοντά στην οδό Σηραγγείου, το “Πολυθέαμα”, διαπιστώνουμε ότι την εποχή εκείνη λειτουργούσαν στον Πειραιά τέσσερα υπαίθρια ένα χειμερινό και ακόμα ότι οικοδομήθηκε το Δημοτικό μας Θέατρο. Όμως το ενδιαφέρον δεν βρίσκεται μονάχα στη συγκρότηση αυτών των θεάτρων αλλά στην δημιουργία μιας ζωντανής θεατρικής ζωής. Με την παρουσία αξιόλογων καλλιτεχνών: του Αλεξιάδη, του Αρνιωτάκη, των  Ταβουλάρη, του Παντόπουλου, της Ευαγγελίας Παρασκευοπούλου και τόσων άλλων, ερμηνεύτηκαν μεγάλος αριθμός από Ελληνικά έργα, με κύριο χαρακτηριστικό την ηθογραφία, το κωμειδύλλιο ή την πατριδολατρεία. Βλέπουν το φως της σκηνής: Η “Μαρία Δοξαπατρή” και η “Εικασία” του Βερναρδάκη, ο “Θεμιστοκλής” του Ιωάννη Καλοστύπη, “Στην ιτιά από κάτω” του  Καμπούρογλου, “Η τράτα του καπετάν Κωνσταντή” του Γιάννη Λάϊου, ο “Γενικός Γραμματεύς” του Καπετανάκη και άλλα, ενώ προς το τέλος του αιώνα, γίνεται προσπάθεια ερμηνείας και ξένων συγγραφέων. Ανεβαίνουν στα 1893 “Τα παντρολογήματα” του Γκόγκολ, ενώ στα 1898 ο Αρνιωτάκης παρουσιάζει τον “Ταρτούφο” του Μολιέρου, σε μια φιλανθρωπική παράσταση για συγκέντρωση χρημάτων ανακούφισης των θυμάτων της άτυχης περιπέτειας του 97. Την ίδια εποχή ο Δήμαρχος Ρετσίνας βραβεύει το έργο του Καμπούρογλου το “Παιδομάζωμα”, ο Στρατήγης μεταφράζει τον “Συρανό” του Ροστάν, ο Άριστος Καμπάνης διαπρέπει σαν κριτικός ενώ σε αίθουσα του Ζαννείου Ορφανοτροφείου παίζεται το δράμα του Σπύρου Σημίτη “Η Πατρίς”. Μια τολμηρή ακόμα προσπάθεια συντελείται από μαθητές Γυμνασίων, που ερμηνεύουν αρχαίες Ελληνικές τραγωδίες. Παίζονται: Ο “Αίας” του Σοφοκλή, η “Εκάβη” και ο “Ηρακλής μαινόμενος” του Ευριπίδη. Το ίδιο γενναία είναι η προσπάθεια του Αρνιωτάκη, να συγκροτήσει στα 1891 Δραματική Σχολή.
     Με την είσοδο του 20ου αιώνα, ο ρυθμός εντείνεται. Οι θίασοι ερμηνεύουν και άλλους ξένους συγγραφείς. Στην πρώτη γραμμή ο Δουμάς, ο Νοβέλλι, ο Σαρντού και ο Μπισσών, ο Ροστάν και άλλοι. Ενώ στα 1906 θα κάνει την παρουσία του από σκηνής του “Δημοτικού”, με το έργο του “Θυσία”, ένας νέος Πειραιώτης συγγραφέας, που θα λαμπρύνει με τον όγκο της πολύτιμης εργασίας του το Ελληνικό Θέατρο και τα Γράμματα: ο Σπύρος Μελάς. Παράλληλα σημειώνεται μια εκπληκτική ευφορία στην Πνευματική και Καλλιτεχνική μας ζωή. Με την παρουσία μιας  σειράς από εξέχουσες φυσιογνωμίες: Ο Αντώνης Αντωνιάδης, κοντά στο πλούσιο εκπαιδευτικό του έργο, οργανώνει θεατρικές παραστάσεις και συγγράφει έργα με θέματα παρμένα από την Ελληνική Ιστορία. Τα: “Φίλιππος ο Μακεδών”, “Μάρκος Μπότσαρης”, “Τζαβέλλας”, “Κατσαντώνης”και “Ανδρούτσος”. Ο ποιητής Στρατήγης, εκτός απ' τον “Συρανό” μεταφράζει τον “Ντόν Κάρλος” και την “Λουϊζα Μύλλερ” του Σίλλερ, τον “Φάουστ” του Γκαίτε, το “Όνειρο”, το “Όπως αγαπάτε”, τη “Στρίγγλα” και τη “12η Νύχτα” του Σαίξπηρ και γράφει ακόμα τα έργα: “Βασίλειος ο Βουλγαροκτόνος” και “Νικηφόρος Φωκάς”. Ο Νιρβάνας βραβευμένος με το Εθνικό Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών, γράφει τον “Αρχιτέκτονα Μάρθα” και την “Μαρία Πενταγιώτισσα”, ενώ πρωταγωνιστεί ερασιτεχνικά στο έργο του δικηγόρου Δημήτρη Μπινιάρη “ο Κεραυνοβοληθείς”. Ο αξέχαστος λυρικός βάρδος Λάμπρος Πορφύρας, σε μια φλογερή αλληλογραφία του με τον μοναδικό μεταφραστή του “Φάουστ” Κώστα Χατζόπουλο, αναπτύσσει εκτάκτως ενδιαφέρουσες  πρωτοποριακές απόψεις για τα θεατρικά ζητήματα του καιρού του. Ο Γιάννης Βουλόδημος, άλλος λαμπρός εκπαιδευτικός, οργανώνει θεατρικές παραστάσεις, γράφει τα έργα: “Τα μάτια του παππού”, “Ο πόνος ενώνει” και άλλα, ενώ συγχρόνως πρωταγωνιστεί σε μιαν υπεύθυνη κίνηση, στην οποία και θα αναφερθούμε διεξοδικότερα, ευθύς πιο κάτω, αφού πρόκειται για ένα θέμα πολύ σοβαρό και αξιοπρόσεχτο....

                        Γκίκα Μπινιάρη, “Εκατό χρόνια Θεατρικής Πειραϊκής ζωής”
                                                             έκδοση Πειραϊκού Συνδέσμου, Πειραιάς 1976

Σημείωση: Ο Ηθοποιός και σκηνοθέτης Γκίκας Μπινιάρης, Πειραιάς 1915-Πειραιάς 3/4/1980 δεν υπήρξε μόνο ένας γηγενής ευπατρίδης της πόλης μας, αλλά και ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους της πνευματικής μας ζωής και παράδοσης, ιδιαίτερα στο χώρο του Θεάτρου. Η Μοίρα το ήθελε να φύγει πολύ γρήγορα από κοντά μας -μόλις 65 ετών- όμως το έργο που άφησε πίσω του είναι και σημαντικό και πολυποίκιλο. Η εκφορά του έγινε από τον Άγιο Νικόλαο Πειραιώς και η ταφή του στο νεκροταφείο της Ανάστασης. Καταρχάς είναι ο συγγραφέας επτά βιβλίων: Το 1949 φτασμένος ήδη ηθοποιός του Εθνικού Θεάτρου εκδίδει τη συλλογή διηγημάτων “Μαριονέττες”, ακολουθεί το 1953 το μυθιστόρημα «Μικαήλος ο Χορμοβίτης»(Το αγόρι της γελαστής χερσόνησος), το 1960 τα διηγήματα «Τελευταίος Εσπερινός», ένα χρόνο μετά 1961 μια σύντομη βιογραφία του «Αντρέα Μιαούλη», το 1965 το μυθιστόρημά του «Ο μεγάλος βάλτος», το 1976 ένα χρήσιμο, κατατοπιστικό και πληροφοριακό ολιγοσέλιδο βιβλίο 40 σελίδων (διάλεξη που είχε δοθεί στον Πειραϊκό Σύνδεσμο στις 27/1/1975). Και τέλος το 1980 χρονιά του θανάτου του κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κάκτος η «Λάσπη» που περιλαμβάνει τις δύο κύριες μυθιστορηματικές του παρουσίες. «Το αγόρι της γελαστής χερσόνησος» και το «Μεγάλο βάλτο»
 Ο Γκίκας Μπινιάρης όμως υπήρξε κατά κύριο λόγο ένας παθιασμένος άνθρωπος της θεατρικής σκηνής. Πρωτοπαρουσιάστηκε στη σκηνή του Εθνικού Θεάτρου 21/10/1938 στο «Βασιλιά Ληρ» του μεγάλου άγγλου δραματουργού Ουίλλιαμ Σαίξπηρ σε σκηνοθεσία του επίσης Πειραιώτη θεατράνθρωπου Δημήτρη Ροντήρη. Έκτοτε συνεργάστηκε σαν μόνιμο στέλεχος του Εθνικού με όλα τα «ιερά τέρατα» του Θεάτρου μας. Συμπρωταγωνίστησε επίσης και με αρκετούς Πειραιώτες όπως: Αιμίλιος Βεάκης, Κατίνα Παξινού και άλλους. Το 1963 ανέλαβε την οργάνωση της Δραματικής Σχολής του Πειραϊκού Συνδέσμου την οποία διηύθυνε μέχρι το ξαφνικό θάνατό του. Ο ίδιος επίσης σκηνοθέτησε αρκετά έργα με αρκετούς ερασιτεχνικούς θιάσους που σχημάτισε στην πόλη μας όπως «Ηλέκτρα», «Φοίνισσες», «Μαρία Στιούαρτ» «Ριχάρδος ο Γ΄» και πολλά άλλα. Έλαβε επίσης μέρος στις Θεατρικές εκπομπές της δεκαετίας του 1950 από το Ραδιόφωνο. Όπως «Ένα μικρό λάθος» σε κείμενο δικό του βασισμένο σε αφήγημα του Ιάκωβου Πολυλά 16/7/1952, Στα «Αρραβωνιάσματα» σε προσαρμογή δική του εκ Σαλαμίνας Δημητρίου Μπόγρη 6/12/1953 και άλλα. Μετείχε επίσης σε αρκετές ταινίες της εποχής όπως «Η Άγνωστος» (η κυρία με το αψέντι) δίπλα στην κυρία Κυβέλη, στην ταινία «Το νησί των γενναίων» με τον Κώστα Καζάκο και σε άλλες πολλές. Πάρα πολλοί άνθρωποι του θεάτρου και ηθοποιοί υπήρξαν μαθητές του. Ο Γκίκας Μπινιάρης  υπήρξε ένας υπέροχος οραματιστής όσον αφορά τα θεατρικά μας πράγματα στην πόλη μας, δυστυχώς ο θεατρικός του στόχος για μια ενιαία θεατρική και καλλιτεχνική πολιτική υπό τη σκέπη του Δημοτικού μας Θεάτρου που θα αναδείκνυε Πειραιώτες συγγραφείς, σεναριογράφους, σκηνοθέτες, ηθοποιούς, και άλλους ανθρώπους της Θεατρικής τέχνης δεν επιτεύχθηκε. Η πόλη μας όπως και με τον Δημήτρη Ροντήρη απαξίωσε κάθε φιλότιμη και επαινετή του προσπάθεια.
    Από το σύντομο μικρό του Θεατρικό οδοιπορικό σήμερα στο Πειραϊκό Σεντούκι δημοσιεύουμε το πρώτο μέρος, την επόμενη Τετάρτη μετά τον Αγιασμό των Φώτων θα δημοσιεύσουμε το δεύτερο. Ευελπιστώντας ότι οι τοπικοί Καλικάντζαροι θα επιστρέψουν εκεί που πραγματικά ανοίκουν.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος, πρώτη δημοσίευση εφημερίδα «Κοινωνική» μέρος (Α) Τετάρτη 4/1/2012 σελίδα 13 και μέρος (Β) Τετάρτη 11/1/2012 σελίδα 13 για το Πειραϊκό Σεντούκι».

Πειραιάς 26/5/2013.       

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου