Κυριακή 5 Μαΐου 2013

ΦΛΩΜΠΕΡ ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ


ΓΟΥΣΤΑΥΟΣ ΦΛΟΜΠΕΡ

«Το ταξίδι στην Ελλάδα», εκδόσεις «Ολκός», 1989.

    Διαβάζοντας το οδοιπορικό του Γάλλου συγγραφέα και περιηγητή έρχεται στο νου μας η γνωστή φράση του παππού μας Ομήρου, με την οποία χαρακτηρίζει τους ολοκληρωμένους και σοφούς άνδρες: «πολλών ανθρώπων ίδεν άστεα και νόον έγνω…». Ανατρέχοντας κανείς στην Ελληνική ιστορία θα διαπιστώσει ότι η ρήση αυτή μπόλιασε τη σύνολη σχεδόν φυλετική μας ιδιοσυγκρασία. Αφού οι Έλληνες, αυτά τα αιώνια παιδιά, κυκλωμένα από μια ηλιόλουστη πέτρινη ομορφιά και γαλανή αθωότητα σαν διαβατάρικα πουλιά συνεχώς ταξιδεύουν, προσπαθώντας να ξεφύγουν από την δίσημη μοίρα τους και την εύκαρπη πνευματικά ερημιά και λιτότητα του τοπίου. Και σίγουρα, η καταγραφή της πολιτιστικής τους ιστορίας,-για όσους πραγματικά εξακολουθούν να την σπουδάζουν-δεν στάθηκε μια στεγνή πληροφοριακή περιγραφή εντυπώσεων, αλλά μια εμπειρία που ελευθερώνει. Γιατί αποκαλύπτει τον όλο Έλληνα όχι σε μια στατική ιστορική απεικόνιση αλλά σε μια διαρκή αναζήτηση, ενταγμένη σε ένα εχθρικό συνήθως περιβάλλον-αλλά σε όλη την μικρότητα και το μεγαλείο της προσωπικής του μαρτυρίας.
     Και αυτήν την τραγική εικόνα του Έλληνα, μάλλον δεν κατόρθωσε να νοιώσει αυτός ο αξιόλογος και ευαίσθητος και ηρωικά μοναχικός Νορμανδός. Όταν τον Δεκέμβριο του 1850 ο γεννημένος “entre deux morts”,  ανάμεσα σε δύο θανάτους Φλομπέρ, θα αποβιβαστεί στον Πειραιά ερχόμενος από την Κωνσταντινούπολη, θα μεταφέρει μαζί με τον ρομαντισμό της νιότης του και την αχαλίνωτη φαντασία του και την ιερά του νόσο. Ο Φλομπέρ έχοντας μια κρίση επιληψίας στο ενεργητικό του αποφασίζει να ταξιδέψει. Εκτός από τα Ευρωπαϊκά κράτη που επισκέπτεται, ταξιδεύει και σε χώρες της Ανατολής. Επισκέπτεται την Τουρκία, την Παλαιστίνη, την Αίγυπτο… Τα ταξίδια αυτά δεν θα του αφήσουν ευχάριστες εμπειρίες, μια και κατά την διάρκειά τους  θα προσβληθεί από μια αρκετά σοβαρή για την εποχή του αρρώστια που θα τον σημαδέψει ψυχικά και θα τον παραμορφώσει σωματικά. Στην ηλικία που ταξιδεύει –ο γιος του γιατρού-έχει ήδη προσανατολίσει την λογοτεχνική του αισθητική και έχει γράψει σε μια πρώτη μορφή το μυθιστόρημά του «Ο πειρασμός του Αγίου Αντωνίου» όπως αναφέρει ο Τζούλιαν Μπαρνές στο γνωστό έργο του. Και κυοφορεί στο ερημητήριο της σκέψης του την «Μαντάμ Μποβαρύ». Ο πραγματικά άτυχος στην προσωπική του ζωή μυθιστοριογράφος φθάνει στην Ελλάδα εφοδιασμένος όχι γι’ αυτό που θα αντικρίσει αλλά για το τι  θα ήθελε να ανακαλύψει.
     Ο Γουσταύος Φλομπέρ ακολουθεί την παράδοση των άλλων Ευρωπαίων που επισκέπτονται τη χώρα μας. Αυτών που ο Δάσκαλος του Γένους μας Αδαμάντιος Κοραής ονομάζει: «Χριστιανοί Τουρκίζοντες». Για τους Φιλέλληνες αυτούς η Ελλάδα είναι μόνο τα αρχαία κλέη του Περικλή, του Κίμωνα, του Θεμιστοκλή, του Σωκράτη, του Πλάτωνα, και όποια άλλη ιστορική μνήμη ή γεγονός προέρχεται από την Αρχαιότητα. Το Βυζαντινό μεσοδιάστημα και η νεότερη ιστορία της αν δεν απορρίπτονται συστηματικά αγνοούνται. Και παρότι ένα μεγάλο πλήθος αλλοδαπών περιηγητών κατακλύζουν κατά διαστήματα τον Ελλαδικό χώρο, ελάχιστοι από τους ένδοξους αυτούς απογόνους των Σταυροφόρων αναφέρονται στην σύγχρονη πολιτική πραγματικότητα, στην κοινωνική διάρθρωση της τότε Ελληνικής κοινωνίας, την ψυχολογία του λαού, την ταξική του διαστρωμάτωση και τους πολιτικούς μηχανισμούς διακυβέρνησης του νεοϊδρυθέντος βασιλείου. Οι περισσότεροι ήρθαν, θαύμασαν, άρπαξαν και έφυγαν. Ο Φλομπέρ ακολουθεί το ίδιο ερμηνευτικό μονοπάτι. Δεν κάνει καμία νύξη: για την Ελληνική Επανάσταση που μόλις πριν μια γενιά είχε συντελεστή, για τη σύληση από Άγγλους και Γάλλους των Ελληνικών μνημείων, καμία αναφορά δεν έχουμε στα πολιτικοκοινωνικά, οικονομικά και δημογραφικά προβλήματα που τυραννούσαν το νεοσύστατο κράτος κ. ά. Με σοβαρότητα περισσή φουρμάζει μόνο όταν συναντά Ελληνοπούλες με ευτραφή μαζούς. Ακόμα και η συνάντησή του με τον θρυλικό Κωνσταντίνο Κανάρη πικρόχολα διασώζεται μάλλον χάρη στο γνωστό ποίημα του Βίκτωρος Ουγκώ. Όλη του η ευαισθησία στρέφεται μόνο σε ότι έχει σχέση με την Αρχαιότητα και την θηλυκή ή αντρική ομορφιά. Σαν να σταμάτησε το ρολόι του ιστορικού χρόνου στην Ελλάδα, και η ζωή αγκυλώθηκε στο ένδοξο της μόνο παρελθόν. Είναι αξιοπερίεργο πως ένας λογοτέχνης της ολκής του Φλομπέρ δεν διείδε την ιστορική διαχρονικότητα του Ελληνικού χώρου και πολιτισμού. Κάτι. Που φαίνεται ότι κατανόησαν οι : Σατωβριάνδος, Εντ. Άμπού, και άλλοι όταν επισκέφθηκαν την Ελλάδα.
     Αξίζει να θυμηθούμε ότι δέκα χρόνια νωρίτερα ο μεγάλος Δανός παραμυθάς Χαν Κρίστιαν Άντερσεν επισκέπτεται την Ελλάδα και με δημοσιογραφική ευσυνειδησία περιγράφει την Ελληνική πραγματικότητα της εποχής του. Ο Φλομπέρ επισκεπτόμενος διάφορους ιερούς τόπους: Αθήνα και τις γύρω περιοχές, Θερμοπύλες, Ολυμπία, Μυκήνες, … ονειροπολεί με ευλάβεια, συγκρίνει στοχαζόμενος, αναπλάθει μνήμες, περιγράφει με σχολαστική ακρίβεια εντομολόγου τα μνημεία, και φωτίζει με τους προβολείς της προσωπικής του ερμηνευτικής προσέγγισης και ιδιαίτερο ύφος το τοπίο και τους ανθρώπους του. Με το γνωστό λεπτολόγο ύφος του το τόσο ιδιαίτερο και χαρακτηριστικό, που ορισμένες φορές έχεις την αίσθηση ότι μια λεκτική και εικονική χιονοστιβάδα είναι έτοιμη να εκσφενδονιστεί και να σε καταπλακώσει, καυτηριάζει και χλευάζει τον γύρο χώρο. Οι κρίσεις του σε ότι αφορά τους Έλληνες δεν νομίζω ότι είναι οι καταλληλότερες. Αν μη τι άλλο οι Έλληνες δεν διαφέρουν από τους κατοίκους των άλλων περιοχών που επισκέφτηκε αλλά και τους κατοίκους της υπαίθρου της Γαλλίας. Οι αδέξιες αυτές λογοτεχνικές μεροληψίες του θα πρέπει να προέρχονται από το γεγονός, ότι δεν τον ενδιαφέρει να εμβαθύνει στα χαρακτηριστικά των κατοίκων και τις νοοτροπίες τους, ούτε να αποβάλλει τις αστικές του καταβολές και «ευκατάστατες» συνήθειές του. Έτσι το λογοτεχνικό του κεντρί καρφώνεται αδιακρίτως σε όσους συναντά και από όπου περνά. Και όταν το 1851 θα αποπλεύσει από το λιμάνι της Πάτρας με προορισμό το Μπρίντεζι της Ιταλίας θα αισθανθεί ανακούφιση.
     Όμως οι ταξιδιωτικές αυτές εμπειρίες του «ηλίθιου της οικογένειας» όπως τον αποκαλεί ο Ζαν Πωλ Σαρτρ, στάθηκαν η αφορμή ώστε να εμπλουτίσουν την μετέπειτα λογοτεχνική του φαρέτρα.
    Η πάρα πολύ καλή μετάφραση για τις εκδόσεις «Ολκός» είναι του έμπειρου Παύλου Ζάννα. Οι δε απαραίτητες διευκρινιστικές σημειώσεις της Ναταλίας Αγαπίου.
     Του κειμένου προηγείται ένας περιεκτικός πρόλογος του σοφού γέροντα της Νεοελληνικής Γραμματολογίας  Κωνσταντίνου Θ. Δημαρά.

   Γιώργος Χ. Μπαλούρδος, πρώτη γραφή,
εφημερίδα «Εξόρμηση» 22 Οκτωβρίου 1989.
                            
    

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου