Κυριακή 26 Μαΐου 2013

ΓΙΩΡΓΟΣ ΦΤΕΡΗΣ


                                    ΠΕΙΡΑΙΚΟ ΣΕΝΤΟΥΚΙ

     Η γενιά μετά τη δικτατορία, δηλαδή η γενιά του 1980 (σύμφωνα με τους γραμματολόγους) στην οποία ηλικιακά και εγώ ανήκω, ήτανε διπλά τυχερή. Από τη μια οι τότε δάσκαλοι είτε στο Γυμνάσιο είτε στο Λύκειο είτε αργότερα στο Πανεπιστήμιο, ήσαν άτομα αυστηρά ασφαλώς, πολλές φορές τυπολατρικά, αλλά δίκαια και με ήθος. Το μορφωτικό τους επίπεδο είχε μεγάλο εύρος και επειδή, βγαίναμε από μια επτάχρονη δικτατορία, η έφεση και ο παιδαγωγικός τους ζήλος ήτανε πολύ ανεπτυγμένος. Ασφαλώς υπήρχαν και οι εξαιρέσεις. Τότε μαθαίναμε γράμματα και όσοι από εμάς τους νέους είχαμε κλίση προς την καλλιτεχνία, δεν δίσταζαν να μας συμπαρασταθούν με  συμβουλές με διδαχές με προτροπές, πιστεύοντας ότι αργά ή γρήγορα εμείς, τα τότε μειράκια, θα βρούμε το δρόμο μας και θα γίνουμε προπάντων, καλοί άνθρωποι και χρήσιμοι στην κοινωνία πολίτες. Αυτό το ευ ζην το χρωστάμε σε αυτούς τους αφανέρωτους “ήρωες-δασκάλους». Ήταν μεγάλη η τύχη μας. Από την άλλη το μάθημα συνεχιζόταν και στο σπίτι μέσω των εφημερίδων και των περιοδικών ποικίλης ύλης, με έντονο πολιτικό χρωματισμό, αλλά στα οποία έγραφαν και δημοσιογραφούσαν οι καλύτεροι συγγραφείς και δημοσιογράφοι της εποχής εκείνης. Οι επιφυλλίδες των εφημερίδων, ιδιαίτερα,(και τα χρονογραφήματα) υπήρξαν μεγάλο γλωσσικό και συγγραφικό σχολείο. Οι εφημερίδες “Καθημερινή”, “Τα Νέα”, “Το Βήμα”, με την καθημερινή τους επιφυλλίδα γίνονταν ανάρπαστες. Και ποίοι δεν πέρασαν από αυτές τις στήλες. Ενδεικτικά αναφέρω: Μανόλης Ανδρόνικος, Χρήστος Γιανναράς, Ευάγγελος Παπανούτσος, Δημήτρης Ψαθάς, Παύλος Παλαιολόγος, Άγγελος Τερζάκης και αρκετοί άλλοι που μας έμαθαν χειρισμό θεματολογικού υλικού, σαφήνεια λόγου, συγγραφικό ύφος, τι σημαίνει χιούμορ και σπιρτάδα κατά την επεξεργασία ενός κειμένου, και ασφαλώς, μας πρόσφεραν ένα θησαυρό χρήσιμων πληροφοριών που απορροφούσαμε με δέος και κρυφή χαρά. Και την επομένη της ανάγνωσης κάναμε τα “κοκοράκια” στα φιλαράκια και τους συμμαθητές μας καθώς τους αναλύαμε περισπούδαστα θέματα και ειδήσεις. Αργότερα, ήρθαν και τα αμιγώς πολιτικά περιοδικά όπως “Ο Πολίτης”, “Ο Σχολιαστής”, το “Αντί”, οι  εφημερίδες “Ελευθεροτυπία”, το “Έθνος”, η “Μεσημβρινή” που με την πλούσια αρθρογραφία τους ακόνισαν τη σκέψη μας, μας πολιτικοποίησαν με δημοκρατικό τρόπο και, μας έμαθαν, να συμπλέκουμε την πολιτική θεωρία με τους καθημερινούς πολιτικούς και κοινωνικούς αγώνες. Οι επιφυλλίδες των εφημερίδων είναι ο πνευματικός περουζές που μας άφησε η εποχή εκείνη.
     Ψάχνοντας πρόσφατα σε παλιές εφημερίδες για θέματα που θα με ενδιέφεραν να παρουσιάσω στο Πειραϊκό Σεντούκι το μάτι μου έπεσε σε μια επιφυλλίδα με τίτλο “Ο ΠΕΙΡΑΙΑΣ” του Γιώργου Φτέρη. Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα “Το Βήμα της Κυριακής” της 6 Φεβρουαρίου  του 1966 στην πρώτη και στην δωδέκατη σελίδα. Στην ίδια εφημερίδα υπάρχει στη σελίδα εννέα και ένα κείμενο του Πειραιώτη ζωγράφου Γιάννη Τσαρούχη με τίτλο “Παρθένης ο δάσκαλός μας”(με την ευκαιρία της έκθεσης του γνωστού ζωγράφου). Επίσης διαβάζουμε σε άλλη σελίδα, τις θεατρικές κρίσεις του επίσης Πειραιώτη Μάριου Πλωρίτη.
     Η επιφυλλίδα αναφέρεται στην έκδοση του “Πειραϊκού Ημερολογίου” που εξέδωσε ο Νίκος Κατσικάρος την ίδια χρονιά. Στις σελίδες (59-60) του Ημερολογίου, υπάρχει ένα δισέλιδο κείμενο του Γιώργου Φτέρη με τίτλο “Χαιρετισμός του Πειραιά από έναν φίλο Μανιάτη”
Η ως άνω επιφυλλίδα αναδημοσιεύτηκε  και σε Πειραϊκή εφημερίδα.
Επιμέλεια: Γιώργος  Χ. Μπαλούρδος

                                                Ο  ΠΕΙΡΑΙΑΣ

     Θ' αρχίσω από τη σχέση μου με τον Πειραιά, μια σχέση που αν και δεν ήμουνα ποτέ κάτοικος  αυτής της πολιτείας αλλά περαστικός της πάντοτε, ένας άνθρωπος που έφτανε ή έφευγε με κάποιο πλοίο, αρχίζει ωστόσο από τα παιδικά χρόνια μου. Σ' ένα βραχύ σημείωμά μου που δημοσιεύεται στο “Πειραϊκό Ημερολόγιο”, την πρόσφατη μεγάλη έκδοση που μούδωσε το θέμα της σημερινής  επιφυλλίδος, εξηγώ την περίπτωση. Πως ο Πειραιάς, ο Περαιάς όπως άλλοι τον ονομάζανε-κι αυτό  το “Περαίας” έβαζε στην προφορά του έναν τόνο μανιάτικο, τον έκανε λίγο Μανιάτη- ήταν η πολιτεία που μ' ετράβηξε όταν ήμουν μικρός.
     Για ποιό λόγο; Πρώτα-πρώτα επειδή εκεί δουλεύανε, στους Λακωνικούς αλευρόμυλους του Κουμάνταρου, του Βούρβουλη (για να αναφέρω δύο, τους πιο γνωστούς) πολλοί Μανιάτες, τόσο που να θεωρείται το κέντρο και χτυπητά μανιάτικο. Κι' έπειτα γιατί μαθητές στο Γύθειο-στο Ελληνικό-πριν από τη συγκοινωνιακή επικράτηση των τροχοφόρων, τότε που το λιμάνι του είχε μεγάλη κίνηση, άκουα διαρκώς τον Πειραιά. Όλα τα βαπόρια έρχονταν από τον Πειραιά φορτωμένα, κι' έφευγαν πάλι για τον Πειραιά. Να πως το “Πειραϊκό Ημερολόγιο”, που εβγήκε τελευταία σ' έναν τόμο που ξεπερνά τις πεντακόσιες σελίδες, εκίνησε ζωηρά το ενδιαφέρον μου. Δεν ήταν μόνο γιατί εκείνος που εσκέφθη πρώτος την έκδοση του “Αρχείου Πειραϊκών Σπουδών” και επιμελήθη με τρόπο ανώτερα προγραμματισμένο τη γενική του οργάνωση, είναι ο παλιός φίλος και συμπολίτης μου Νίκος Κατσικάρος, ένας Μανιάτης ευρύτερα καλλιεργημένος  και
με δημιουργική φαντασία καθαρή, προς όλες τις κατευθύνσεις καλοπροαίρετη. Ήταν κυρίως το θέμα και η συγκέντρωση των σχετικών στοιχείων που μου εκίνησαν αμέσως την προσοχή. Πρόκειται για μια δουλειά, από εκείνες που δεν βλέπουμε συχνά στον τόπο μας.
     Για να καταλάβετε θα μεταφέρω εδώ την κατάπληξη που ένιωσε η Συντακτική Επιτροπή του Αρχείου-ένας αριθμός Πειραιωτών από εκλεκτές προσωπικότητες του πνεύματος και της τέχνης-όταν ο Ν. Κατσικάρος εκάλεσε τα μέλη της για την επεξεργασία του συγκεντρωμένου πειραϊκού πνευματικού υλικού. Τάχασαν μπροστά στον τεράστιο όγκο του, μη ξέροντας πως ν' αντιμετωπίσουν ένα τέτοιο αποθησαύρισμα των πειραϊκών γενεών, που τους ήταν και νέο και άγνωστο. “Δύσκολη η αποτίμηση και δυσκολότερη η επιλογή. Πολλές φορές απορρίψαμε το καλό για να δημοσιέψουμε το καλύτερο....” Το τι επιδιώκει αυτό το τριμηνιαίο περιοδικό το αναπτύσσει ο Ν. Κατσικάρος στα πρώτα φύλλα του: τη συγκέντρωση όλου του υλικού, του γραφτού και του άγραφτου που σχετίζεται με τον Πειραιά, είτε βρίσκεται σε βιβλία και περιοδικά, είτε σε εφημερίδες και επίσημα έγγραφα, είτε σε πρακτικά ποικίλων πειραϊκών Οργανώσεων και Σωματείων, είτε σε παλιές επιστολές και διάφορες μορφές Τέχνης και Επιστήμης. Κι' έχει προηγηθεί εργασία ολόκληρων χρόνων για την περισυλλογή πειραϊκού υλικού από όλους τους τομείς της δραστηριότητος: του εργάτη, του εφοπλιστή, του έμπορου, του τραπεζίτη, του διανοούμενου, του επιστήμονα, του πολιτικού, του κάθε επαγγελματία, και του κάθε κοινωνικού συντελεστή. Εκρίθη μάλιστα ότι αυτή η εργασία θα έπρεπε να επισπευσθεί, γιατί το πέρασμα του καιρού την κάνει ολοένα ακόμη πιο δύσκολη. “Από την μια πλευρά ο χρόνος επέτρεψε σε μερικούς
νεοέλληνες Ελγίνους να λαφυραγωγήσουν αξιόλογα αρχεία, κι' από την άλλη να μας φύγουν  από ετούτον τον κόσμο μερικοί έξοχοι συντοπίτες μας που ήταν μία υπέροχη και αναντικατάστατη ιστορία...” Αξίζει τώρα να τονίσω και τούτο, που ετέθη σαν αρχή στην παραπάνω προσπάθεια για τη διάσωση της πειραϊκής μνήμης. Κανένας από τους συνεργάτες δεν πρέπει να προπαγανδίζει την ιδεολογική του κατάταξη. Θα παρουσιάζει την εποχή, τα πρόσωπα, όπως ήσαν στην πραγματικότητα, τοποθετημένα μέσα στο πλαίσιο του τόπου και του χρόνου. Κάθε άλλη προσφορά
επηρεασμένη από πολιτικό πάθος, θα την απορρίπτει η Συντακτική Επιτροπή. Όπως επίσης θα αρνείται η ίδια επιτροπή κάθε τοπικιστικό σύνθημα. Όχι “Ο Πειραιάς για τον Πειραιά”. Σήμερα, ένα τέτοιο σύνθημα είναι ξεπερασμένο, απροσάρμοστο. Εκείνο που χρειάζεται είναι η αξιοποίηση του Πειραιά για όλη την Ελλάδα! Και κάτι ακόμα αξιοσημείωτο. Ο Πειραιάς, όσο και νάναι η κυριότερη οικονομική αρτηρία του Κράτους με τη ναυτιλία, τη βιομηχανία, το εμπόριο, την εργατική τάξη, δεν μπορεί να παρουσιάζεται μόνο με την όψη του “Κερδώου Ερμή”. Επιβάλλεται να προβληθεί και σαν πνευματικό κέντρο. Και για τούτο ζητείται από όλους τους διανοούμενους και τους καλλιτέχνες να δώσουν ό,τι μπορεί να φωτίσει τις πειραϊκές μορφές που διακριθήκανε, που είχαν μια δράση. Ώστε το καλό παράδειγμά τους να γίνει παρόρμηση για τη νέα γενιά. Γενικότερα μάλιστα το Ημερολόγιο κοιτά να πετύχει τη συγκέντρωση πειραϊκών αναμνήσεων κάθε είδους.
Από έγκριτους Πειραιώτες και από ανθρώπους ακόμα απλούς του λαού μεγάλης ηλικίας, κοντολογής από τον κόσμο που θυμάται τα παλιά πράγματα. Τα λησμονημένα αρχοντόσπιτα του Πειραιά, τις γέρικες Πειραϊκές ταβέρνες, τα αλλοτινά καφενεία που έπαιξαν ένα πνευματικό, κοινωνικό και πολιτικό ρόλο, ακόμη και τον Πειραιώτικο Καραγκιόζη που χρόνια αποτελούσε μια δημόσια τέρψη από τις πιο περιζήτητες. Και διευκρινίζεται ότι η προσφυγή στις αναμνήσεις  δεν έχει σκοπό της περιορισμένα, τοπικά, της εξασφάλισης των αναμνήσεων δεν πάει μιά περιέργεια ρομαντική. Αποβλέπει στην αξιοποίησή τους. Ακριβώς επειδή οι αναμνήσεις αν συνδεθούν δημιουργικά με το παρόν, μπορούν να εξυπηρετήσουν το μέλλον. “Μια γωνία, ένα παλιό σπίτι, ένα ανηφορικό καλντερίμι ένα σοκάκι, ένα παλιό παράθυρο, μια ριζωμένη πέτρα, η μυρουδιά ενός βασιλικού, στο μπαλκόνι, μια ξύλινη σκάλα μ' ένα χαρακτηριστικό τρίξιμο” όλα αυτά μας τραβούν, σαν παιδιά, σαν νεανικά βιώματα. Κι ως εάν σχηματίζουν ένα ρομαντικό κεφάλαιο, που χρειάζεται όμως να συνδεθεί με τη ζωή, με την πραγματική δημιουργία.
     Οι εισαγωγικές και τόσο κατατοπιστικές εξηγήσεις του Νίκου Κατσικάρου, ολοκληρώνονται συμπερασματικά με την εξής γνώμη. Είναι απαράδεκτο οι Πειραιώτες να μην γνωρίζουν την ιστορία της πολιτείας που γεννήθηκαν οι πατέρες τους, οι ίδιοι και τα παιδιά τους. Να μην ξέρουν πως κάθε πιθαμή της γης που πατάνε είναι ζυμωμένη με ιδρώτα δικό τους και των πατέρων των.
     Οι συνεργασίες που περιλαμβάνονται στον τόμο -άρθρα ειδικών που αναπτύσσονται ποικίλα πειραϊκά θέματα-δίνουν με όλη την πολυμορφία του τον Πειραιά, και τον παλαιότερο και τον νέο. Θα μιλήσω σύντομα, για λίγες δυστυχώς, μια που περισσότερες δεν θα μπορούσαν να βρούν θέση στο συνηθισμένο χώρο που διαθέτουμε.
     Ο Ακαδημαϊκός Σπύρος Μελάς που έχει διπλή αρμοδιότητα σε κάθε συζήτηση για τον Πειραιά,
και της καταγωγής του και της πρώτης άμεσης γνωριμίας του με όλο τον πειραϊκό κόσμο, με όλα τα πειραϊκά κέντρα με όλους τους πειραϊκούς τύπους, αφηγείται τις πειραϊκές του αναμνήσεις, παρεμβάλλοντας διάφορα αμίμητα ανέκδοτα. Και επιπλέον γράφοντας για τα “Περασμένα κι' αλησμόνητα” του κ. Άγγελου Κοσμή θυμίζει εκείνους που εκπροσωπούσαν πνευματικά τη γείτονα,
το Δ. Βουτυρά, τον Π. Νιρβάνα, το Ν. Χαντζάρα, τον Γ. Βώκο, το Φιλύρα, το Ζουφρέ που έδωσε το  Δάντη, τον Αγαθοκλή Κωνσταντινίδη που μετέφρασε τους μεγαλύτερους Ρώσους συγγραφείς.
Σε ένα άλλο κείμενο του κ. Α. Κοσμή γίνεται λόγος για τους θεμελιωτές του Πειραιά εκείνους, που τον έβαλαν στο δρόμο του, και με τη δράση τους στο μεγάλο τομέα της ατμοπλοίας, προετοίμασαν την κατοπινή τους ακμή, Αρχίζοντας από τη συγκοινωνία του εσωτερικού έφτασαν κατόπιν στην Τεργέστη, στο Πρίντεζι, στην Τουρκία, στη Βουλγαρία, στη Μαύρη Θάλασσα. Και μέσα σε αυτό το δαίδαλο της κοσμογονίας που τον εχαρακτήριζε η θετική σκέψη της προαγωγής, εμφανίζονται και οι άνθρωποι των Γραμμάτων και των Τεχνών που εδημιούργησαν την πνευματική και την καλλιτεχνική ατμόσφαιρα. Σημειώνουμε μαζί με τις άλλες αξιόλογες συνεργασίες τις ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις του καθηγητή κ. Στ. Ανδρεάδη για την ελληνική ναυτικότητα, τα “Δημοσιογραφικά ανέκδοτα” του κ. Κώστα Σούκα, καθώς και τη “Μητέρα Θάλασσα” του ιδίου, τα “Είκοσι χρόνια φιλολογικής ζωής στον Πειραιά” ιδωμένα από τον φίλο συνάδελφο Ν. Μαράκη, την “Καλλιτεχνική Ιστορία” του κ. Κ. Θεοφανίδη, όπου μνημονεύονται διάφοροι παλαιοί και νεότεροι καλλιτέχνες κ.λ.π.
     Και ένα δονούμενο από ζωντανή θύμηση κομμάτι του αγαπητού λογοτέχνη Χρήστου Λεβάντα, όπου περιγράφονται οι εφιαλτικές ώρες που έζησε ο Πειραιάς στο δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Την 6η Απριλίου 1941 όταν εδέχθη την αιφνιδιαστική επίθεση των γερμανικών Στούκας.

                     Γιώργος Φτέρης εφημερίδα 'Το Βήμα της Κυριακής” 6 Φεβρουαρίου 1966

Σημείωση: Ο Γιώργος Φτέρης,  φιλολογικό ψευδώνυμο του Γεωργίου Τσιμπιδάρου γεννήθηκε στον Καρέα Λακωνίας το 1891 και πέθανε στην Αθήνα το Φθινόπωρο του 1967. Υπήρξε ένας από τους πιο σημαντικούς δημοσιογράφους της εποχής του. Ασχολήθηκε ακόμα με το χρονογράφημα και με την κριτική βιβλίου. Ο Πειραιώτης συγγραφέας και δημοσιογράφος Χρήστος Λεβάντας σε κείμενό του στο περιοδικό «Νέα Εστία τχ.966/1967» μετά τον θάνατό του τον αποκάλεσε «συγγραφέα της δημοσιογραφίας» και δεν είχε άδικο. Ο Φτέρης εκτός από διευθυντής της εφημερίδας «Αθηναϊκά Νέα» (1933-1941) υπήρξε και σταθερός συνεργάτης της εφημερίδος «Το Βήμα» του περιοδικού «Ταχυδρόμος» και άλλων εντύπων. Εμφανίστηκε στα γράμματα με ποιήματά του στο γνωστό της εποχής εκείνης περιοδικό «Νουμάς» και με δημοσιογραφικά κείμενά του στην εφημερίδα «Θάρρος» της Καλαμάτας. Υπήρξε από τα ιδρυτικά μέλη της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών». Το έργο του Γιώργου Φτέρη το πρωτογνώρισα όταν έπεσε στα χέρια μου το 1979 ένα βιβλίο του με τίτλο «Ελληνικές Μορφές» Όπου με ύφος στοχαστικό, γλώσσα απλή και έντονη ποιητική διάθεση μου γνώρισε μορφές της λογοτεχνίας μας την περίοδο του Μεσοπολέμου. Αργότερα ρούφηξα στην κυριολεξία από τις εκδόσεις Ερμής 1981 τη «Μάνη πατρίδα μου» ένα βιβλίο που δεν είναι παράτολμο αν σημειώσω ότι γνωρίζεις την περιοχή, αναπνέεις την ατμόσφαιρά της, οσμίζεσαι τις δεκάδες μυρωδιές της, μαγεύεσαι από το πέτρινο και κακοτράχαλο τοπίο της μέσα από τις λυρικότατες περιγραφές των σελίδων του. Ο Φτέρης ήταν μαγευτικός και στις επιφυλλίδες του. Στη συγκεκριμένη που αναφέρεται στον Πειραιά μας δίνει τη δική του «Μανιάτικη» άποψη για την πόλη μας με την ευκαιρία της έκδοσης του επίκαιρου ακόμα και σήμερα «Ημερολογίου» του Νίκου Κατσικάρου. Μια προσπάθεια σημαντική για την Πειραϊκή αυτοσυνειδησία και τον πολιτισμό. Η περίοδος αυτή ίσως είναι η πιο δημιουργική πολιτιστικά της μεταπολεμικής πειραϊκής ιστορίας από την περίοδο του Μεσοπολέμου. Ο Πειραιάς ευτύχησε να έχει ένα γερό πνευματικό δυναμικό όχι όμως μια Δημοτική αρχή η οποία θα ενδιαφερθεί γιαυτό. Να το γνωρίσει και να το βοηθήσει να συνεχίσει την Πειραϊκή παράδοση.
Και μια διόρθωση, στο κείμενο της επιφυλλίδας το όνομα Θεοφανίδης είναι λάθος. Ασφαλώς όλοι γνωρίζουμε ότι ο συγγραφέας αναφέρεται στον κυρό πλέον Κώστα Θεοφάνους που αποτύπωσε την Καλλιτεχνική Ιστορία του Πειραιά. (για την ιστορία αναφέρω ότι Θεοφανίδης λεγόταν το κατάστημα δίσκων που υπήρχε μέχρι πριν μερικά χρόνια πίσω από την Αγία Τριάδα, σήμερα είναι κατάστημα που ετοιμάζει φαγητό).

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος,
πρώτη δημοσίευση, εφημερίδα «Κοινωνική», Τετάρτη 21 Δεκεμβρίου 2011, σελίδα 13.
Πειραιάς 26 Μαΐου 2013
                     

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου