Σάββατο 11 Μαΐου 2013

ΙΩΑΝΝΗΣ ΑΛΤΑΜΟΥΡΑΣ


ΙΩΑΝΝΗΣ  ΑΛΤΑΜΟΥΡΑΣ (Ιταλία 1852-Σπέτσες 1878)

     Το άτυχο δελφίνι της Ελληνικής Θαλασσογραφίας)

    Στην εποχή μας η γλώσσα της Τέχνης έχει αντικατασταθεί από την Τεχνοπανουργία της διαφήμισης. Και ίσως να μην είναι άστοχο αν σημειώναμε ότι σήμερα στους άφιλους και άξενους καιρούς που διανύουμε, ένα μεγάλο μέρος της Τέχνης-ειδικότερα αναφέρομαι στον χώρο των εικαστικών τεχνών, συμβάλει στην απομυθοποίηση του Κόσμου χωρίς να παράγει νέους συνδετικούς-παραμυθιακούς μύθους. Τα τόσο αναγκαία κατά τον θείο Πλάτωνα «σωστικά ψεύδη». Τους βιωματικούς και κοινωνικούς εκείνους πυρήνες σχέσεων και αναφορών που απεικόνιζε η Τέχνη οι οποίοι κρατούσαν ενωμένα και συμπαγή τα μεγάλα πληθυσμιακά σύνολα του κόσμου. Πριν την έλευση του Μοντερνισμού, ο Κόσμος-Κόσμημα ήταν απλός, περισσότερο ανιχνεύσιμος, χωρίς έντονες διλημματικές αναφορές, δίχως ανεπίστρεπτες αμφιβολίες, λιγότερο φρικαλέος. Τα άρρητα μυστήριά του ήσαν πιο πρόδηλα, παρήγαγαν μια οικουμενική συνοχή, μια «ελεήμονα συναλληλία των ανθρωπίνων δυνάμεων με εκείνων της Φύσης. Η Τέχνη, σε όλες τις μορφές και εκδηλώσεις της υπήρξε η κυριότερη οδός «τεχνουργίας της αιωνιότητας», η μόνη απτή ατραπός που ξόρκιζε το σάβανο του χρόνου και ισοσκέλιζε τις ανθρώπινες εμπειρίες με τη ρέουσα μνήμη του καθενός μας ατομικά και συλλογικά.
     Όμως ο κόσμος μας αλλάζει δραματικά, βίαια, απότομα αρκετές φορές, ταχύτατα χωρίς δυνατότητα επιστροφής στους παλαιούς φάρους συνείδησης.
Αλλάζοντας ο κόσμος είναι επακόλουθο να αλλάζει μαζί του και ο τρόπος που ο καλλιτέχνης βλέπει και ερμηνεύει τον χώρο γύρω του, αντιλαμβάνεται και ψηλαφεί τα πράγματα και κατ’ επέκταση τα απεικονίζει.
      Την ίδια παρατήρηση μπορούμε να κάνουμε, καθώς παρακολουθούμε την ιστορία της εικαστικής πορείας στον Δυτικό κόσμο και συγκεκριμένα στην Ευρωπαϊκή ήπειρο.
     Η απεικόνιση και η ανίχνευση εικαστικά του θαλάσσιου στοιχείου με οτιδήποτε αυτό συνεπάγεται όσον αφορά τους ανθρώπους και τις ποικίλες σχέσεις τους με αυτό παρατηρείται κάπως αργά στην Ευρωπαϊκή ζωγραφική. Ο 15ος αιώνας είναι η αφετηρία των πρώτων διαφοροποιήσεων από τον ευρύτερο χώρο της τοπιογραφίας. Και ας μην μας διαφεύγει ότι έχουν προηγηθεί οι μεγάλες ανακαλύψεις, ο ανθρώπινος ορίζοντας έχει διευρυνθεί σημαντικά στον χώρο της Επιστήμης τα παλαιά στεγανά  έχουν αρχίσει να υποχωρούν. Νέες οικονομικές αγορές σε άλλες Ηπείρους έχουν ανοίξει  για τους εμπόρους-αστούς της Ευρώπης.
      Η τοπιογραφία ήταν σε δεύτερη μοίρα για τους καλλιτέχνες των παλαιότερων εποχών. Τα θέματα που τους απασχολούσαν ήσαν άλλα. Το τοπίο ήταν συνήθως συμπληρωματικό των μεγάλων θεμάτων που απεικονίζονταν και που αφορούσαν κυρίως ιστορικά, θρησκευτικά, πατριωτικά, οικογενειακά, ή άλλου είδους κοινωνικά γεγονότα. Κατά παράδοση πρυτάνευαν οι μεγάλες θρησκευτικές παραστάσεις που αποτελούσαν το ιδεολογικό κουκούλι  της κοινωνικής συνοχής και καθημερινής ζωής. Παρατηρούμε τις αμέτρητες ιστορικές αποτυπώσεις που τονίζουν και ενισχύουν  το φρόνημα των ανθρώπων και συμβάλουν στην εμψύχωση  του φρονήματός των. Το ενδιαφέρον των καλλιτεχνών στρέφονταν προς την προσωπογραφία και την χαρακτηρολογική απεικόνιση των ανθρώπων, προτιμούσαν την ηθογραφική αναπαράσταση τη νεκρά φύση στιγμιότυπα του βίου και της οικογενειακής γαλήνης. Δεν τους απασχολούσε το τοπίο, το θαλάσσιο στοιχείο, αυτά ήταν δευτερεύοντα θέματα, περιφερειακά για αυτούς. Το κέντρο βάρους έπεφτε αλλού. Σε απεικονίσεις πνευματικού ή ηθικού περιεχομένου. Στις μεταφυσικές προεκτάσεις και προβληματισμούς που προέκυπταν από την παρατήρηση του πίνακα. Μέχρι την περίοδο της Αναγέννησης περίπου η θαλασσογραφία ήταν δευτερεύον θέμα για αυτούς, περιφερειακό και σίγουρα παραμελημένο αν όχι συνειδητά αγνοημένο. Και όπως διαβάζουμε στο κατατοπιστικότατο βιβλίο του Χρύσανθου Χρίστου «Η θάλασσα στην Ελληνική ζωγραφική»: «ο φυσικός χώρος τοπιογραφία και θαλασσογραφία σαν υποκειμενική αίσθηση και αντικειμενική γνώση μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας, δεν φαίνεται να ενδιαφέρουν ουσιαστικά τους δημιουργούς παρά μόνον από τον δέκατο πέμπτο αιώνα, με αφετηρία καλλιτέχνες των Κάτω Χωρών».
     Οι κάτοικοι αυτών των χωρών πρώτοι, δηλαδή οι Ολλανδοί, οι Δανοί, οι Φλαμανδοί προσπάθησαν και πέτυχαν να απελευθερώσουν το βλέμμα τους από τα μέχρι τότε θέματα της εικαστικής προβληματικής. Το τοπίο και το θαλάσσιο στοιχείο γενικότερα, άρχισαν να αποκτούν μια άλλη βαρύτητα στη ζωή και το έργο τους. Η θαλασσογραφία από δευτερεύον και συμπληρωματικό μοτίβο άρχισε αργά και σταθερά να αποκτά μια πρωταγωνιστική θέση μέσα στα έργα των καλλιτεχνών αυτών. Άρχισαν να κατανοούν τις άπειρες δυνατότητες που τους προσέφερε το φυσικό τοπίο, το αίσθημα ελευθερίας που τους ενέπνεε το θαλασσινό τοπίο, την άρρητη χαρά των πολυποίκιλων διαθλάσεων του φωτός πάνω στο υγρό στοιχείο, την άδολη ικανοποίηση και ανεμελιά, τον ενθουσιασμό και τα διάφορα συναισθήματα που αναφύονται σε έναν δημιουργό καθώς έρχεται σε επαφή με το φυσικό τοπίο, τη θαλάσσια ατμόσφαιρα, την αύρα που διαπνέει τον χώρο, τις εκθαμβωτικές φωτοσκιάσεις, τις μυριάδες φόρμες του φυσικού χώρου, τις εναλλαγές του φωτός με την σκιά, το παιχνίδισμα των σύννεφων στους ανοιχτούς ορίζοντες, την άγρια ατμόσφαιρα της τρικυμίας, την περιπέτεια του κινδύνου, την απεραντοσύνη του πελάγους και το μουρμουρητό των αφρισμένων κυμάτων. Απολαύσεις και συναισθήματα που δεν οδηγούν αναγκαστικά σε μεταφυσικές ανατάσεις, σε κηρυγματικές διδαχές αλλά στην καθημερινή χαρά της ζωής, στο αιώνιο πάθος για αυτήν, στην απόλαυση της παρατήρησης.
     Η νέα αυτή στάση των δημιουργών απέναντι στο φυσικό τοπίο, η αλλαγή της εστίασης της όρασής τους, θα οδηγήσει αναπόφευκτα αργά και σταθερά στο επαναστατικό κίνημα-για την εποχή του, του ιμπρεσιονισμού.
     Κατά την Αναγέννηση σημειώνει ο Πειραιώτης καθηγητής και ιστορικός της Τέχνης Μανόλης Βλάχος στο πολύτιμο μελέτημά του «Η Ελληνική Θαλασσογραφία»: «η θάλασσα και το σκάφος επιστρέφουν στη ζωγραφική επιφάνεια, ως περιβάλλον συνήθως του μυθολογικού ή αγιολογικού επεισοδίου».
     Στον Ελλαδικό χώρο οι Έλληνες θαλασσογράφοι του 19ου αιώνα παρότι λόγω παιδείας και σπουδών έχουν άμεση επιρροή και εξάρτηση από τη σχολή του Μονάχου και τον ακαδημαϊσμό της, η συχνή και άμεση επαφή τους με το Ελληνικό τοπίο αλλά και άλλων Ευρωπαϊκών χωρών, θα τους χαρίσει τη δυνατότητα να αποπαγιδευτούν από τις σπουδαστικές δεσμεύσεις τους και να ανοίξουν τα φτερά τους σε νέες χρωματικές εμπειρίες, να ακολουθήσουν πιο προσωπικές και ιδιαίτερες αναζητήσεις, να δοκιμάσουν νέες φόρμες, να πειραματιστούν σε νέες τεχνοτροπίες, να ιχνομυθίσουν νέες αισθήσεις, οσμές, μυρουδιές, οπτικές, να ξυπνήσουν νέα πρωτόφαντα συναισθήματα που προέρχονται από τον γενέθλιο χώρο τους και την μαγευτική αίσθηση και επίδραση που αυτό αφήνει μέσα τους και πάνω τους.
     Μέσα σε αυτό το εικαστικό περιβάλλον και ατμόσφαιρα θα γεννηθεί ο Ιωάννης Αλταμούρας, ο τραγικός αυτός όμορφος νέος που η Μοίρα του επεφύλασσε ένα παράξενο παιχνίδι. Και, όπως θα έλεγε ο αρχαίος ποιητής, ο κωμωδιογράφος Μένανδρος: «Όποιος αγαπιέται από τους Θεούς πεθαίνει νέος».
      Ο Ιωάννης Αλταμούρας (Ιταλία 1852-Σπέτσες 1878), γεννήθηκε στην Ιταλία όταν η μητέρα του η πρώτη Ελληνίδα ζωγράφος-από τις Σπέτσες- Ελένη Μπούκουρα-Αλταμούρα είχε μεταβεί για να σπουδάσει ζωγραφική. Εκεί γνωρίζεται με τον επαναστάτη ζωγράφο Φραντσέσκο Σαβέριο Αλταμούρα και από τον γάμο τους (1852) έχουμε τον καρπό τριών παιδιών. Του Ιωάννη, της Σοφίας και του Αλέξανδρου. Η χαλκέντερος συγγραφέας Αθηνά Ταρσούλη στο μέχρι πρόσφατα μοναδικό βιβλίο (το 1998 κυκλοφόρησε το μυθιστόρημα της Ρέας Γαλανάκη, «Ελένη ή ο Κανένας») που είχαμε για την πρώτη Ελληνίδα ζωγράφο, «Ελένη Αλταμούρα» Αθήνα 1934 αναφέρει τα εξής: « Η Αλταμούρα μεταδίδει το ταλέντο της και στον γιό της Ιωάννη, που είχε κληρονομήσει και από τον πατέρα του την αγάπη της ζωγραφικής. Τόσο δυνατός ζωγράφος προμαντεύεται ο Ιωάννης ώστε στέλνεται με υποτροφία από το βασιλέα Γεώργιο να σπουδάσει ζωγραφική στην Κοπεγχάγη. Εκεί δεν αργεί να διακριθεί ανάμεσα στους πρώτους Ευρωπαίους θαλασσογράφους… Οι θάλασσες του λίγο θέλουν να φτάσουν εκείνες του Αιβαζόφσκυ, του θεωρούμενου ανώτερου Ευρωπαίου θαλασσογράφου. Ο Ιωάννης που κλείνει στην ψυχή του τη λαχτάρα του πελάγου κληρονομιά από τον παππού του, τον καπετάν Μπούκουρη ζωγραφίζει με πάθος τα θαλασσινά του θέματα. Η πλανεύτρα θάλασσα τον έχει αιχμαλωτίσει γι’ αυτό κι εκείνος ξέρει να κλέβει όλα της τα μυστικά…».
     Ο Ιωάννης Αλταμούρας που ο καλπασμός της φυματίωσης του έκοψε τόσο πρόωρα το νήμα της ζωής του, (ας μην μας διαφεύγει ότι από την ίδια διαδεδομένη αρρώστια έφυγαν νεότατοι οι ποιητές, Κώστας Κρυστάλλης, ο Τζων Κήτς, ο Πέρσι Σέλευ και άλλοι δημιουργοί) παρότι είναι ο πρώτος από τους Έλληνες ζωγράφος που ασχολήθηκε συστηματικά με θαλασσινά τοπία, εκείνος που κέρδισε τον τίτλο-και δικαίως-του πατέρα της θαλασσογραφίας είναι ο Πειραιώτης Καραβογράφος, Θαλασσογράφος Κωνσταντίνος Βολανάκης.
     Εκείνοι που είχαν την ικανοποίηση και τον χρόνο να παρακολουθήσουν φέτος την Έκθεση των έργων της Ελένης Μπούκουρα-Αλταμούρα και του γιου της Ιωάννη στο Μουσείο Μπενάκη, θα έμειναν έκπληκτοι από τη μαγεία της χρωματικής του πανδαισίας και ποιητικής ατμόσφαιρας που πλημμυρίζουν τα έργα του Αλταμούρα. Προκαλεί εντύπωση όχι μόνο ο τρόπος δουλειάς του, η αισιόδοξη ματιά με την οποία αντίκριζε τη φύση και τα πράγματα γύρω του, αλλά και η οργιώδης εργατικότητά του. Σαν να βιαζόταν να κερδίσει το χρόνο που μια αδυσώπητη και σκληρή Μοίρα θα του στερούσε.
      Συνθέσεις μικρές και μεγάλες, προσχέδια, σχέδια και μικρές ακουαρέλες, λάδια σε μουσαμά, μας ξεδιπλώνουν την οραματική  φαντασία ενός νέου που κάηκε μέσα στο εικαστικό του μεγαλείο όχι από δική του υπαιτιότητα. Αινιγματική κατάπληξη προκαλεί ο τεράστιος τόνος αισιοδοξίας-και γαλήνιας ηρεμίας-που εκπέμπουν τα έργα του, καθώς και η συστηματική έλλειψη της ανθρώπινης παρουσίας. Το ανθρώπινο στοιχείο απουσιάζει κατ’ εξακολούθηση συνειδητά θα γράφαμε από τα έργα του, ή και όπου αυτό υπάρχει εκμηδενίζεται από την ογκώδη και επιβλητική παρουσία των καραβιών και διαφόρων τύπων καϊκιών και ιστιοφόρων. «Η αφηγηματική ζωή στην παραλία δεν τον απασχολεί. Με τον Αλταμούρα απομακρυνόμαστε από την αφηγηματική αντίληψη των Ολλανδών και πλησιάζουμε τα επιτεύγματα των προ-ιμπρεσιονιστών Boudin και Jongking που παρουσιάζουν την θάλασσα στον διάλογό της με το φως». Αναφέρει στο μελέτημά της «Νεοέλληνες Θαλασσογράφοι» στον τόμο «Ελληνική Εμπορική Ναυτιλία» ΕΤΕ, Αθήνα 1972, η ιστορικός της Τέχνης Νέλλη Μισιρλή. Το θαλάσσιο στοιχείο με μόνη την παρουσία του, επιβάλλεται και ξυπνά δεκάδες συναισθήματα, διεγείρει ζωογόνα πάθη ζωής, καλλιεργεί την αίσθηση της πληρότητας, της ηρεμίας, της αισιόδοξης πλευράς του ονείρου.
     Το αίσθημα της χαράς, της αγαλλίασης, της ήρεμης διάθεσης, της αισιοδοξίας αλλά και της απαισιοδοξίας, της ελπίδας αλλά και του φόβου, του ανεξερεύνητου μυστηρίου και των εκατοντάδων μυστικών που κρύβει η θάλασσα μέσα της, της απορίας και στοχαστικής ενατένισης, της λυγρής ευαισθησίας και της αισθαντικότητας, της ανεμελιάς και του δέους, της κίνησης των εικονιζόμενων αντικειμένων καθώς και την συνομιλία που ανοίγουν αυτά με το φως αλλά και με το χρώμα, όλα αυτά τα θαυμάσια συναισθήματα αλλά, και τα άλλα τα ανερμήνευτα που νιώθει ο θεατής μπροστά στους πίνακες του Αλταμούρα υποδηλώνουν έναν ζωγράφο, που παρά το νεαρό της ηλικίας του, γνώριζε όσο λίγοι την τεχνική και τη φόρμα της θαλασσογραφίας. Γνώριζε να κρατά σταθερά το χρωστήρα του προς το μέρος της ψυχής της θάλασσας. Τα καράβια του, ας μην μας φαίνεται παράξενο έχουν την προσωπική τους ταυτότητα, εκφράζουν μια «ατομικότητα», έχουν ένα έντονο στίγμα μέσα στον χώρο. Όπως οι μεγάλοι προσωπογράφοι επιδιώκουν να απεικονίσουν τα αφανέρωτα χαρακτηριστικά του προσώπου και του έσω ανθρώπου, αποκαλύπτοντας μας τις λεπτομέρειες και τις κρυφές πτυχές της προσωπικότητας που ένα αμύητο μάτι δεν μπορεί να διακρίνει, το ίδιο πράττει και Αλταμούρας καθώς αποτυπώνει την αίσθηση που του αφήνουν τα δεκάδες καράβια που την ατομική τους ιστορία αφηγείται.
     Τα σκαριά των καραβιών έχουν ψυχή τα ξάρτια, τα πανιά, τα σχοινιά, οι σεντίνες έχουν πνοή, το θαλάσσιο περιβάλλον εκβάλλει από τα φουρτουνιασμένα σπλάχνα του μια απελευθερωτική δημιουργική δύναμη. Το υγρό στοιχείο είτε γαλήνιο είτε οργισμένο και ορμητικό εκπέμπει μια τεράστια αίσθηση ελευθερίας. Το φως που διαχέεται στον χώρο του λιμανιού και στα σκαριά των καραβιών, και γίνεται η αφορμή για ν’ αρχίσει η συνομιλία μεταξύ τους και μαζί του, έτσι όπως το αποτυπώνει ο χρωστήρας του μαρτυρά μια σοφία, μια πρωτόγνωρη ωριμότητα για έναν τόσο νέο ζωγράφο. Αισθάνεσαι μια απύθμενη και αχαλίνωτη λαύρα ζωής να κοχλάζει εντός μια παλίρροια αισιοδοξίας να σε πλημμυρίζει.
     Η αίσθηση που ένιωσα παρακολουθώντας τα δεκάδες έργα του ήταν παρόμοια με αυτήν που ένιωσα καθώς αντίκριζα έργα για πρώτη φορά, του μεγάλου Άγγλου ρομαντικού τοπιογράφου Τζόζεφ Μάλλορντ Τέρνερ. Και δεν νομίζω να ήταν τυχαία η επιλογή τόσων εκθαμβωτικών μοτίβων από το νεαρό ζωγράφο. Ίσως κάποια αόρατη δύναμη σαν και αυτή που του έκοψε τόσο νωρίς το νήμα της ζωής του να τον καθοδηγούσε και στην τέχνη του και να τον προστάτευε στο σύντομο πέρασμά του από την εικαστική οικογένεια.
Γιατί αυτό το ανατρίχιασμα που αισθάνεται κανείς από το σιγανό παφλασμό των κυμάτων, αυτήν την περίεργη αναστάτωση καθώς απλώνονται μπροστά του οι χαρμόσυνοι χρωματικοί αναβαθμοί των φωτοσκιάσεων, αυτές οι πελαγίσιες συνομιλίες μαζί μας μέσω των μοναδικών μεσολαβητών που είναι τα δεκάδες σκαριά των καραβιών των καϊκιών και των μικρών βαρκών, αυτοί οι κρυφοί διάλογοι μεταξύ του θαλάσσιου στοιχείου και των σκαριών, και των σκαριών επίσης με το φως, δεν είναι κάτι που συναντάς εύκολα στο έργο ενός δημιουργού. Η θάλασσα δεν ενέπνευσε μόνο τον νεαρό Αλταμούρα δεν τον μάγεψε ανεξίτηλα αλλά του προσδιόρισε και την στάση του απέναντι στη ζωή. Του οργάνωσε και καθοδήγησε το μυστήριο του βλέμματός του μόνο προς αυτήν. Ας μου επιτραπεί να σημειώσω, ότι αμφιβάλω αν ο ζωγράφος παρόλο τον ανθό της ηλικίας του και της ομορφιάς του, λάτρεψε τις θηλυκές υπάρξεις που είχε δίπλα του όσο την θάλασσα. Αν επαναπαύτηκε σε γυναικεία αγκαλιά τόσο πλέρια όσο στην αγκαλιά της θάλασσας που με μαεστρία αποτύπωσε.
      Ο Ιωάννης Αλταμούρας, ο άτυχος γιος μιας φημισμένης  και εξίσου τραγικής ζωγράφου ο πρώιμος αυτός ιμπρεσιονιστής θαλασσογράφος, ίσως να μην κατόρθωσε να αποκτήσει τη φήμη του Κωνσταντίνου Βολανάκη, να μην κέρδισε τον τίτλο του πρώτου θαλασσογράφου της νεοελληνικής τέχνης όπως ο Γρηγόριος Σούτζος, (ο πρώτος μάλλον που απεικόνισε το λιμάνι του Πειραιά) ούτε πρόλαβε να δοξασθεί όπως οι Ολλανδοί και Δανοί δάσκαλοί του.
 Όμως η συνεπτυγμένη οργάνωση των θεμάτων του, οι χαμηλών τόνων ιστορικοί εικαστικοί σχολιασμοί του, οι ισορροπημένες και λεπτοδουλεμένες αποδόσεις των ανοιχτών θαλασσινών οριζόντων του, η σοβαρή σπουδή του πάνω στην θαλάσσια επιφάνεια και την λιμενογραφία, η άψογη τεχνικά επεξεργασία των αφρισμένων μοτίβων του, η αρμονική συνομιλία του αρμυρού στοιχείου με την άλλοτε αργή και άλλοτε όχι κίνηση των σύννεφων, οι μαλακές και ζεστές πινελιές του, οι αρμονικές διαβαθμίσεις των χρωμάτων του, οι φωτεινές και οι γκρίζες αποχρώσεις του ουράνιου θόλου, το υπολογισμένο στήσιμο του θέματος πάνω στον καμβά ώστε να μην αφήνει το μάτι αδιάφορο, οι απροσδόκητοι χρωματικά συνδυαστικοί ερεθισμοί του και ο πλήρης ευαισθησίας υπαιθρισμός του τον καθιστούν παρόλο τον σύντομο βίο του και επακόλουθα των μη ολοκληρωμένων εικαστικών του προτάσεων στην εξέλιξη της καλλιτεχνικής του δημιουργίας, ένα ανοικτό κεφάλαιο στον χώρο της Ελληνικής ζωγραφικής τέχνης.
    Ένα εικαστικό μάλλον αίνιγμα που δεν έχει ερευνηθεί όσο του αξίζει, και αυτό του το οφείλουμε.

  Γιώργος Χ. Μπαλούρδος,
περιοδικό «Πειραϊκά Γράμματα», τεύχος 69/10,11,12, 2011 σελίδες 11-14.
    
Σημείωση: εδώ, αναφέρω και για κάθε ενδιαφερόμενο μια ενδεικτική κριτικογραφία.
• Ανωνύμως,
Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό. Εκδοτική Αθηνών 1999, λήμμα σελίδα 1977 Τόμος Α.
• Ελένη Βακαλό,
Κριτική Εικαστικών Τεχνών. Κέδρος 1996, σελίδα 11,173. τόμος Β΄.
• Σαράντος Β. Βενιζέλος,
«Ελλάδα, θάλασσα και Έλληνες θαλασσογράφοι του 19ου και 20ου
  Αιώνα», περιοδικό Πειραϊκά Γράμματα τχ. 30/1,3, 2002 σελίδες 28-31.
• Μανόλης Βλάχος,
  Η Ελληνική Θαλασσογραφία, Ολκός 1993. σελίδες 17,133,138-141,
   145-219, passim 246,255,256,94-96,100,115,130,134, 148-150.
• Μανόλης Βλάχος, 
«Μπόνιγκτον-Αλταμούρας: Βίοι συγγενείς και παράλληλοι», εφημερίδα Η Καθημερινή      21/6/1992.
• Νεκτάριος Βακάλης,
Ο «Άγνωστος» πρώτος ζωγράφος της πυρπόλησης της Οθωμανικής
     φρεγάτας στην Ερεσό το 1821. Στο http://nea-ilioupolis. 22/9/2011.
• Θεόδωρος Βελλιανίτης,
Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, Αθήνα 1929, σ. 29, τόμος 3ος.
• Φώτος Γιοφύλης,
  Ιστορία της Νεοελληνικής Τέχνης 1821-1941, Το Ελληνικό Βιβλίο 1962,
  σελίδες 222-223, τόμος Α’.
• Δημήτρης Δημητριάδης,
  Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό Ελευθερουδάκη, χ.χ. σ. 833, τόμος Α΄.
• Μαρία Θερμού,
  «Έκθεση Ιωάννης Αλταμούρας»- «Πέθανε 26 χρόνων, πρόλαβε όμως να
    «δαμάσει» τα κύματα», εφημερίδα Το Βήμα 6/3/2011 σελίδες 4-5.
• Ανδρέας Ιωάννου,
   Η Ελληνική Ζωγραφική 19ος αιώνας, Μέλισσα 1974, σελίδες 197, 204-207.
• Μαρίνος Καλλιγάς,
  Τεχνοκριτικά 1937-1982, Μουσείο Μπενάκη-Άγρα 2003, σελίδες 71, 297,436.
• Δημήτριος Καλλονάς,
  Σύγχρονοι Έλληνες Ζωγράφοι και Γλύπτες, Αθήνα 1943, σ. 24.
• Αντώνης Κωτίδης,
  Ζωγραφική 19ου Αιώνα, Εκδοτική Αθηνών 1995,
   σελίδες 13,15,20,25,42,140,200,250,253,259.
• Στέλιος Λυδάκης,
   Οι Έλληνες Ζωγράφοι, Μέλισσα 1976, σελίδα 20, τόμος 4ος.
• Τόνια Μακρά,
   Μουσείο Μπενάκη: «Ιωάννης Αλταμούρας, η ζωή και το έργο του»,  
   Περιοδικό Εικονογραφημένη Ιστορία τχ. 515/5,2011, σελίδες 122-123.
• Όλγα Μεντζαφού,
Επιλογή Έργων-Κείμενα: «Έλληνες θαλασσογράφοι 19ος αιώνας» στο
   Ημερολόγιο 1991, Calendar. Αδάμ 1990, (Από τον μήνα Ιούνιο έως 8
    Σεπτεμβρίου περιέχει πίνακες και κείμενα για τον Σπετσιώτη ζωγράφο).    
• Νέλλη Μισιρλή,
  σχεδιασμός-γενική επιμέλεια: Συλλογή Τράπεζας της Ελλάδος- Ελληνική
   Ζωγραφική και Χαρακτική, Αθήνα 1993, σελίδες 10,14,20,28-32,201,
   228-229.
• Νέλλη Μισιρλή,
   «Νεοέλληνες Θαλασσογράφοι», στο συλλογικό έργο Ελληνική Εμπορική
     Ναυτιλία, Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος 1972, σελίδες 303,305.
• Γιώργος Χ. Μπαλούρδος,
   «Το άτυχο δελφίνι της Ελληνικής θαλασσογραφίας» περιοδικό
      Πειραϊκά Γράμματα» τχ. 69/10,11,12,2011 σελίδες 11-14.
• Κώστας Μπαρούτας,
  Η Εικαστική ζωή και η αισθητική Παιδεία στην Αθήνα τον 19ο αιώνα.
   Σμίλη 1990, σελίδες 53,58,60,61,62,79.
Lars Norgaard,
   «Αναζητώντας τον Αλταμούρα-Ένας Έλληνας στην Κοπεγχάγη», εφημερίδα
     Το Βήμα της Κυριακής 18/10/1987, σελίδα 62.
• Αλέξανδρος Ξύδης,
   Προτάσεις για την Ιστορία της Νεοελληνικής Τέχνης Α. Διαμόρφωση-
   Εξέλιξη, Ολκός 1976, σελίδες 57,71,325, τόμος Α’.
• Τώνης Σπητέρης,
    Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάννικα, Αθήνα 1981 τόμος 7ος
    λήμμα σελίδα 181.
• Τώνης Σπητέρης,
    3 Αιώνες Νεοελληνικής Τέχνης 1660-1967, Πάπυρος 1979, σελίδες 247,
       262,288,289,290,294, τόμος Α΄.
• Μάνος Στεφανίδης,
   Ελληνομουσείον- Έξι αιώνες Ελληνικής Ζωγραφικής, Μίλητος 2001,
   σελίδες 228,229,279, τόμος Α΄.
• Αθηνά Ταρσούλη,
   Ελένη Αλταμούρα -Η πρώτη ζωγράφος στην Ελλάδα μετά το εικοσιένα,
     εκδόσεις Δημητράκος 1934, σελίδες 28,30-33,34,40.      
• Χρύσανθος Χρήστου,
   Η Θάλασσα στην Ελληνική Ζωγραφική 19ος και 20ος αιώνας,
    Γκαλερί Νέες Μορφές, Αθήνα 1992, σελίδες 22-25.
• Αθηνά Σχινά, επιμέλεια:
   «Περί Ανέμων, Φύσεως, Υδάτων» Αφιέρωμα στον Ι. Αλταμούρα
      από σύγχρονους καλλιτέχνες. Πρίσμα Art-gallery -ΠΕΙΡΑΙΑΣ
      από 9/11/2011 έως 9/12/2011.   

          

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου