Κυριακή 26 Μαΐου 2013

ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΛΒΟΣ


Προσωπικά διλήμματα στην ανάγνωση του έργου του Ανδρέα Κάλβου

                                                            του Γιώργου Μπαλούρδου

            Δύσκολα, μάλλον, ο σύγχρονος αναγνώστης της ελληνικής ποίησης αν διαβάσει μία φορά το ποιητικό έργο του Ανδρέα Κάλβου θα θελήσει να επανέλθει σε αυτό. Αν δεν έχει κάποιο σαφή και ιδιαίτερο λόγο. Να επανέλθει, με την χαροποιό ανάσα της πρωτογενούς ερωτηματικής αναγνωστικής ευχαρίστησης. Την αισιόδοξη ερευνητική άνεση που προσφέρει η εξοικείωση με τις άλλες επτανησιακές φωνές και τα ποιητικά τους υπουργήματα. Την επαναναγνωστική πρόθεση για μια εκ νέου και ίσως πιο ουσιαστική συνομιλία με το έργο του. Χωρίς να παραβλέπουμε και τους απαραίτητους συσχετισμούς και οραματικούς δρόμους συνάντησης τόσο με τον άλλον εξόριστο, τον ποιητή των «Τάφων», Ούγο Φώσκολο, όσο και με τον μοναχικό φάρο της Ιουνίου Πολιτείας. Τον Διονύσιο Σολωμό. Αυτόν τον πάτερ παντρόνε της ελληνικής ποιητικής παράδοσης. Αφού δεν είναι τόσο εύκολο θεωρώ, να ξεχωρίσουμε από την εποχή του, τα παρεχόμενα ποιητικά ενδόσιμα της δημιουργικής του κατάθεσης. Αυτής της στριφνής και κακορίζικης αινιγματικής φυσιογνωμίας που υπήρξε το πρόσωπο Ανδρέας Κάλβος. Για να είμαστε όμως δίκαιοι, απέναντι στον πουριτανό αυτόν ιδιόρρυθμο αρετολόγο, οι ποιητικές αναγνωστικές μας επιλογές απέχουν έτη φωτός από εκείνες της εποχής του. Οι γλωσσικές μας επιθυμίες και ερευνητικές αντοχές και οι εκφραστικές μας επιλογές, δεν συμπορεύονται καθόλου με μιας τέτοιας υφής και στενάχωρης ιδιοσυστασιακής δημιουργία. «Πόσο καλύτερη θα ήταν η μοίρα του αν μας άφηνε, όπως ο Σολωμός, μονάχα αποσπάσματα». Επισημαίνει ο Γιώργος Σεφέρης. Και είχε πολύ δίκιο. Το έργο του πρωτοεκδόθηκε στο εξωτερικό πριν περίπου δύο αιώνες. Γενεύη 1824. Παρίσι 1826. 21 συνολικά Ωδές για να σταθούμε μόνο στο ποιητικό κομμάτι παραβλέποντας για τις ανάγκες της μελέτης, τα εκατοντάδες δημοσιευμένα άρθρα του, τον μεταφραστικό του μόχθο και τις άλλου είδους καλλιτεχνικές του ή επαγγελματικές του ασχολίες. Και σίγουρα εκ των υστέρων κατανοούμε, ότι δεν είναι και το ποιητικό αντιπροσωπευτικό καθόλου της εποχής του. Ο Κωστής Παλαμάς μας τον ξαναπαρουσιάζει λίγο πριν το τέλος του 19ου αιώνα. Μέχρι τότε υπήρξε ένας αγνοημένος μοναχικός περιπατητής. Εντελώς διαφορετικά τα ποιητικά πεταρίσματα της ψυχής του αναγνώστη της εποχής μας. Άλλα τα «ποιητικά φαντάσματα»-για να δανεισθώ μια έκφραση του Στέφανου Ροζάνη-στοιχειώνουν αν στοιχειώνουν τους δρόμους της φαντασίας του σύγχρονου λάτρη το ποιητικού φαινομένου. Διαφορετικά στρατονίζει τις ηθικές του αναζητήσεις το σημερινό άτομο, καλλιεργεί τις αισθητικές του ανάγκες για να καλύψει τα κενά της ποιητικής του πληρότητας και κοινωνικής του συμπεριφοράς. «Ο ηθικός του κόσμος είναι συγκεντρωμένος σε αυτό το τρίπτυχο: Πατρίδα-Ελευθερία-Αρετή. Τίποτα άλλο δεν τον ενδιαφέρει.» σημειώνει ο Τέλλος Άγρας. Πρωτόγνωρα τα σύγχρονα ιστορικά και πολιτικά αιτήματα. Ανόμοιες οι κοινωνικές και οντολογικές φιλοδοξίες των ημερών μας. Το πολιτικό γίγνεσθαι της μεταμοντέρνας εποχής μας ούτε ως φάρσα δεν προσομοιάζει με τις ιστορικές και επαναστατικές συνθήκες που γέννησαν το έργο του Κάλβου. Ξένος είναι για εμάς ο ιδεαλιστικός κλασικισμός του έργου του, που τείνει προς μια νευρωτική γλωσσικά εθνοπατριωτική ευαισθησία μιας άλλης χρονικής περιόδου, αν αξιολογηθεί με σημερινά μέτρα αναφοράς. Στέκουν απόμακρα από τους δικούς μας ήχους, αυτά τα ακατανόητα συντακτικά του χάσματα, οι παραμετρικοί τονισμοί του, οι γραμματικές παραλλαγές των Πινδαρικών επιθέτων του, η μπερδεμένη ρυθμολογία του, η ξενίζουσα μετρική του, οι άγαρμπες λεκτικές του προτάσεις, που θα τις αγνοούσαν και οι πιο ακραιφνείς ευρωπαίου φιλέλληνες. Και μπορεί ο Κάλβος να μην ήταν γλωσσικός αναμορφωτής, αλλά πως γίνεται ένας τόσο μορφωμένος άνθρωπος, και δημιουργός να μην αντιλαμβανότανε το κακόηχο και κακόζηλο του ποιητικού του εγχειρήματος. Και γιατί δεν έγραψε μόνο στην κυρίαρχη γλώσσα που γνώριζε πολύ καλά και αποδέχτηκε αυτόν τον λεκτικό αχταρμά. Δεν γίνεται αποδεκτή η υιοθέτηση και θεμελίωση ενός γλωσσικού κώδικα, όσο υψηλά και αν είναι τα ποιητικά νοήματα, που όχι μόνο δεν εξέφρασε κανέναν ποτέ-ατομικά ή συλλογικά-αλλά και δεν μιλήθηκε. Δεν εξέφρασε κανενός είδους και υφής ανάγκες. Δεν έχουμε άλλη περίπτωση δημιουργού που να χρησιμοποίησε τέτοιου είδους εκφραστικό κώδικα, για να αποδώσει τα νοήματα και τις ιδέες του. Μιας γλώσσας αρχαιομπαρόκ που δυσκολεύεται να αποδώσει με την αχαρτογράφητη μέχρι σήμερα ιδιοτυπία της ακόμα και τις οραματικές προθέσεις του ίδιου του δημιουργού της. Η οποία εγκλωβίζεται μέσα στην σύμμεικτη πολυτυπία της αοριστίας των τύπων της. Που χάνεται βαρύγδουπα κάτω από τις
αναγραμματικές της προεκτάσεις. Αυτός ο λεκτικός και γραμματολογικός ερμαφροδιτισμός τις αναπαράγει λανθασμένες τεχνικές, κάτω από το βάρος μιας ποιητικής ατμόσφαιρας αρχαιοπρεπούς ευσυνειδησίας. Ένα γλωσσικό αμάλγαμα ασυγκεκριμενοποίητης τυπολογικής εκφραστικής. Το οποίο με έπαρση διακηρύσσει την χαρακτηριστική α-γραμματική ιδιοτυπία του γράφων υποκειμένου. Δίχως να κάνει λόγο για τις ιδιαίτερες αδυναμίες της. Μια γλώσσα που δεν τεχνουργεί, αλλά περισσότερο απειθαρχεί στους τεχνικούς κανόνες κωδικοποίηση του ρόλου της. Και πάλι ο Γιώργος Σεφέρης  επισημαίνει:«Γιατί δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι στην ποίηση η γλώσσα είναι ένας δείκτης της ευαισθησίας, συνάρτηση της ευαισθησίας και ότι αλλοίωση της γλώσσας σημαίνει αλλοίωση της ευαισθησίας».Και ο Κωστής Παλαμάς αναφέρει: «Το ακρόχολον αυτού καθίσταται νομίζω κατάδηλον και εξ αυτής της ποιήσεώς του». Και ακόμα «Αλλ’ ο Κάλβος ουδέποτε μεταβάλλει τον τόνο του άσματός του, εν αίσθημα διερμηνεύει, εν αίσθημα εμπνέει». Και ίσως να μην είναι κακόβουλο το ερώτημα. Για το αν υπάρχουν ποιητές που καταξιώνονται μέσα στην συνείδηση του λαού επειδή εκφράζουν τις πραγματικές του ανάγκες, ή αν εκφράζουν αποκλειστικά τις ανάγκες ενός ιδιαίτερου μορφωμένου καλλιτεχνικά κοινού και προβάλλονται ως μεγέθη στο ευρύτερο σύνολο. Ακόμα και το φαινόμενο της καθαρεύουσας, πριν οριστικοποιηθεί η δημοτική, μιλήθηκε και γράφτηκε ορθά. Εξέφρασε έναν κόσμο και τα οράματά του, τις ιδεολογικές του ανησυχίες, τις αισθητικές του αναζητήσεις. Η επεξεργασμένη γλώσσα του Εμμανουήλ Ροΐδη, του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, ακόμα και των Σούτσων, και άλλων δημιουργών ηχητικά σίγουρα μας είναι πιο οικεία. Και αναζητάμε τρόπους επικοινωνίας μαζί της. Η άμορφη και άπλαστη γλώσσα του Κάλβου απωθεί. Μια γλώσσα φορτωμένη τα βάρη των λανθασμένων επιλογών του Ζακυνθινού ποιητή. Και προκαλεί έκπληξη πως ο Κάλβος αυτός ο καλλιεργημένος άνθρωπος, που υπήρξε και μεταφραστής εκκλησιαστικών κειμένων, δεν πρόσεξε το γλωσσικό ιδίωμα της Αλεξανδρινής κοινής ελληνικής διαλέκτου. Η οποία απέχει από την Ψυχαρική ακρότητα, από την μεγαλογράμματη αμίλητη γλωσσική υιοθέτηση της μαλλιαρής του Αλέξανδρου Πάλλη, τις ακραίες προτάσεις για χρησιμοποίηση της φωνητικής ορισμένων διανοουμένων, ή την δύσκολα επαναχρησιμοποιήσιμη αττική διάλεκτο της αρχαίας. Και σίγουρα η ξένη στους νεοέλληνες ποιητική γλώσσα του Πινδάρου ή των αρχαίων Λυρικών. Και δύσκολα θα δεχόμασταν να επαναφέρουμε προς προφορική συνομιλία την Ομηρική επική.(Όπως δεν θα κάναμε το ίδιο και με το ιδίωμα του Ερωτόκριτου. Μόνο τα Δημοτικά Τραγούδια εκφράζουν μια γλωσσική συλλογική ελληνική εθνική συνείδηση). Όμως, η στρωτή κοινή της εποχής των Πτολεμαίων δεν μπορεί να μην ήταν γνωστή σε έναν κατά τα άλλα θρησκευόμενο δημιουργό. Ο Μιχάλης Μερακλής αναφέρει ότι: «ακολούθησε τη μέση Κοραϊκή οδό στην ποιητική έκφρασή του. Το κατάλαβε, φαίνεται και ο ίδιος …να γυρίσει πίσω αποκηρύσσοντας τις αρχές του δε θα το διανοήθηκε ποτέ…»
  Ευτυχώς όμως μέσα στο έργο του ξεχωρίζουμε ορισμένες άρτιες συνηχήσεις και παρηχήσεις. Θέλγουν αρκετά συνηρημένα που βοηθού να αρτιωθεί το ποιητικό νόημα. Λάμπουν οι αναγεννητικής πνοής συμβολισμοί του. Ανακουφίζει ο φυσικός διάκοσμος πολλών στροφών του. Που κρυσταλλώνουν άλλοτε κατεργασμένα και άλλοτε όχι όλα αυτά με μαγευτικό ύφος τα διαφορετικά νοηματικά αναφερόμενα που καθρεπτίζουν επαρκώς την Κάλβια οικουμενική αρετολογία και ανθρωπολογική καθηκοντολογία. Σε άλλες στιγμές ο σκηνικός διάκοσμος με τις φωτόλουστες μορφές και τις οραματικές προσωποποιήσεις, λειτουργικά αποδίδει το δίπτυχο της εποχής του. Ελευθερία-Έθνος. Που είναι και το κυρίαρχο ιδεολογικό μοτίβο των δημιουργών της περιόδου εκείνης. Αυτής της επαναστατικής εποχής με την μεγάλη ρευστότητα και κοινωνική και πολιτική αβεβαιότητα. Πέρα από τον παρακμασμένο φαναριώτικο ρομαντισμό και την πνευματική ηττοπάθεια. Όπως ακόμα περιέργεια προκαλεί, γιατί καταφεύγει στην τεχνική των Ωδών του αρχαίου Λατίνου Ορατίου και όχι των κοντινότερων του Άγγλων ρομαντικών. Τα εγερτήρια οράματα και οι προτρεπτικοί παιάνες των ευρωπαίων διανοουμένων μπολιάζουν και το έργο των Ελλήνων ποιητών. Είναι η ιστορική περίοδος που το ελληνικό έθνος αγωνιωδώς φιλοδοξεί να χαράξει τα όρια της γεωγραφικής του έκτασης, του κυοφορούντος επαναστατημένου ελληνικού κράτους. Και να οριοθετήσει τα σύνορα αναφοράς του πνευματικού ελληνισμού. Και θα πρέπει ίσως πριν από τον Σολωμό να μελετήσουμε την διαφορά του οράματος της πνευματικής ταυτότητας που είχαν για τους Έλληνες οι ευρωπαίοι φιλέλληνες, και τη ιδέα είχαν ή-μάλλον δεν είχαν-οι Έλληνες και οι άλλοι κάτοικοι του μετέπειτα ελληνικού κρατιδίου. Πάντως πάλι εκ των υστέρων ο Φαλμεράϊερ με τις γνωστές απόψεις του επιτάχυνε τις εξελίξεις στην ανεύρεση της ταυτότητας των νεοελλήνων. Αν και ένας εγγενής διχασμός υφέρπει σε όλους τους τομείς του πνευματικού και κοινωνικού βίου των Ελλήνων. Αυτός ο ποιητικός εγκεφαλισμός που συνήθως ανεμοδέρνει το έργο του Κάλβου, είναι που μαγεύει αλλά και απωθεί.
            Όμως το Κάλβιο στίγμα σημαδεύει ανεξίτηλα τον αναγνώστη. Όπως μένει βαθιά χαραγμένη στην μνήμη μας η φοβερή εντύπωση που αφήνει η επίσκεψή μας στην Μονή του Δαφνίου. Καθώς ο επισκέπτης περίτρομος ατενίζει την ψηφιδωτή παράσταση του τρούλου του ιερού. Εκεί, όπου δεσπόζει η αυστηρή, σοβαρή, ανελέητη, με τα σκληρά χαρακτηριστικά εικόνα του Παντοκράτορα δικαιοκριτή. Ένας δικαστής ανελεήμων, περίκλειστος στην αυτάρκεια της μυστηριώδους αλήθειας του. Στους απερινόητους σκοπούς του. Στους γνόφους της αγνωσίας της δοξαστικής του αρετολογίας. Αυτή η πουριτανικής χρείας ανθρωποεκφραστικότητα, η καθηκοντολογική οραματολογία, που αποπνέει το έργο του Κάλβου, απέχει πολύ από το Πασχάλιο χρέος ζωής της Σολωμικής δημιουργίας. Αυτός ο πλεονάζων αρχαιόπρεπος εκλεκτικισμός του, που δεν συνορεύει με την ιεροφάντεια φωνή του Σολωμού, με την βαθειά αριστοκρατική λαϊκότητα, και αυτήν την λαϊκότροπη αποσπασματική ποιητική παραμυθία, φέρνει στο νου ένα φιλοσοφικό και θρησκευτικό ρεύμα της ελληνικής παράδοσης και ζωής που ταλανίζει ακόμα και σήμερα την ελληνική πραγματικότητα. Ο Κάλβιος οραματισμός-τηρουμένων των αναλογιών-δεν θυμίζει μόνο τον εκ
Γενεύης μέγα ιεροδιδάσκαλο Καλβίνο και τις θεωρίες του, αλλά και τον δικό μας της καθ’ ημάς Ανατολής εκκλησιαστικό συγγραφέα Εφραίμ τον Σύρο, με το δικανικό του πνεύμα. Και άλλους λόγιους της θύραθεν και μη παιδείας, με έκδηλα τα σημάδια των άκαρπων πνευματικά φανερωμάτων τους.
 Η ιδέα επίσης της Ελευθερίας , έτσι όπως την σπούδασαν και την διαπραγματεύτηκαν μέσα στο έργο τους οι διάφοροι μετέπειτα κατά καιρούς δημιουργοί, προέρχεται από τα Σολωμικά πρότυπα και προτάγματα, αυτού του Κόντε που διαθέτει «εαρινή πειραστική γοητεία» όπως γράφει για τον Υμνωδό, ο Τάκης Π. Παπατσώνης. Παρά από τον πληβείο Κάλβο όπως θα έλεγε ο Σίμος Μενάρδος. Ένα ισχυρό καλλιτεχνικό και ιδεολογικό ρεύμα οραματικής ελευθερίας που συναντάται στο έργο αρκετών δημιουργών. Όπως αυτό που εκφράζει ο Γύφτος του Κωστή Παλαμά, ο Αλαφροΐσκιωτος του Άγγελου Σικελιανού, ο Οδυσσέας του Νίκου Καζαντζάκη, και γιατί όχι η Μαρία Νεφέλη του Οδυσσέα Ελύτη.
  Η ποιητική κατάθεση του Ανδρέα Κάλβου, διαθέτει κάτι το «απωθητικά» μαγευτικό. Όταν παραμερίζεται ο σκληρός πυρήνας της λεκτικής του προγονοπληξίας, και αναδύεται ο ανδρικός αισθησιασμός καθώς το βλέμμα ορά λάγνα. Εδώ που δειλά και αναπάντεχα και ίσως όχι τυχαία, αναδεικνύεται το καταπιεσμένο ερωτικό συναίσθημα. Οι εσωτερικοί κραδασμοί της ερωτικής πρόθεσης και ανεκπλήρωτης επιθυμίας. «Ένα φιλί…κ’ έν’ άλλο…Έρωτα τρέξε, εξάπλωσον αιώνια τα πτερά σου, σκέπασον το μυστήριον της εορτής σου». Ένα ερωτικό κάλεσμα που δεν ξέρει πως  να εκδηλωθεί μπροστά στο βάρος των ηθικών επιταγών που επέλεξε να ακολουθήσει το ποιητικό υποκείμενο. Επίσης κάπως άβολα αναζητά να κάνει αισθητή την παρουσία της η γυναικεία παρουσία. Το γυναικείο σώμα, αναζητά χαραμάδες γλωσσικής διαφυγής για να δηλώσει την παρουσία του. «Έχουσι την στεφάνων τους, μαδημένη τα ρόδα, γυμνά τα’ άσπρα βυζιά τους, μιασμένα από χείλη αγρίων βαρβάρων». Και επίσης, «Τι τα θαυμάσια εγίνηκαν κοράσια σας, απείχαν ψυχήν σαν φλόγα, χείλη σαν δροσισμένα ρόδα, λαιμόν σαν γάλα».Και ακόμα, «Τα γαλακτώδη μέλη των παρθένων της Χίου πλέον εσύ δεν ραντίζεις ω λαμπρόν του Αιγαίου ιερόν ρεύμα». Και επίσης, «Όταν τα στήθη αφίλητα θρίαμβος των Χαρίτων, βράδυ και αυγήν εδροσίζει.»
   Ο Κάλβος μέσα στον μονήρη βίο του(παρά τους δύο άτυχους γάμους του), μέσα στην αυστηρή του εγκράτεια ψάχνει τρόπους να μορφώσει, να δώσει διέξοδο στο καταπιεσμένο ερωτικό του συναίσθημα. Χωρίς λυρισμούς, δίχως περιπαθείς διαχύσεις, χωρίς εμφανές ερωτικό πάθος, αλλά σαν να θέλει να αποκρύψει αυτό που θέλει να αποκαλύψει η ψυχή του πριν ακόμα το φανερώσει. Ένας  ερωτισμός που δεν μοιάζει με εκείνον του Χριστόπουλου, ούτε και με την ηδυπάθεια της Σολωμικής επιθυμίας. Ένας ερωτισμός σαν προάγγελος της Παπαδιαμαντικής ερωτικής μέθεξης. Το γυνακείο σώμα δεν αποκαλύπτει τα κάλλη του, η θηλυκή παρουσία δεν προβάλει τα θέλγητρά της, Το σώμα δεν θωπεύεται, δεν ψαύεται, δεν απεικονίζεται με λαγνεία. Δεν αποπροσανατολίζει από τον στόχο του το ποιητικό υποκείμενο. Δεν αναζητά τον ρόλο του μέσα στο ποιητικό σώμα. Δεν μας κάνει φορτική την παρουσία του. Το γυναικείο σώμα ή ότι αποκαλύπτεται από αυτό, σύμφωνα με την ενδόμυχη επιθυμία του ποιητή, και ιδιαίτερα τα γυναικεία στήθη, στέκουν στο βάθρο της ιερότητάς τους. Είτε θυμίζοντας την εικόνα της γυμνόστηθης ελευθερίας του Ντελακρουά, είτε ανακαλώντας την σκηνή του ιερού θρεπτικού μητρικού θηλασμού. Ταυτοχρόνως είναι όμως και το ερωτικό στίγμα αναφοράς που διεγείρει τις αντρικές αισθήσεις, χωρίς να τις οδηγεί σε φαντασιώσεις πάθους και λαγνείας. Ξυπνάει ναρκωμένες μνήμες ζωής και απόλαυσης. Αφανέρωτα παλεύει εδώ ο Κάλβος ανάμεσα στο ερωτικό ένστικτο που οδηγεί στο σκόρπισμα της επιθυμίας και των παρελκόμενων παθών και την εγκράτεια που απορρέει από το ιερό καθήκον και το ιερό και αιώνιο χρέος προς την μητέρα πατρίδα. «Η έκρηξη της ζωής, η μεγάλη θέρμη της φύσης το αισθησιακό πάθος δεν τον αγγίζουν. Ο έρωτας, ούτε αυτός αλίμονο. Δύο γάμοι του μοιάζουν περισσότερο με βιοτικές επιταγές. Η επαφή του με τους ανθρώπους. Μια σειρά από θλιβερά και απογοητευτικά επεισόδια.» Γράφει για τον ποιητή ο Οδυσσέας Ελύτης. Ο Κάλβος νέκρωσε τις επιθυμίες του για το οικουμενικό όραμά του. Και εδώ θα ήθελα να κάνω μία επισήμανση. Είναι τυχαίο άραγε ότι οι μεγάλοι μας ποιητές δεν άφησαν πίσω τους βιολογικούς απογόνους. Και δεν εξαιρώ τον Κωνσταντίνο Καβάφη.
  Αυτός ο μοναχικός μαυροφορημένος περιπατητής κατά τον Σωκράτη Καψάσκη, ο εξόριστος από παλιά, που «Ποτέ, ποτέ με δάκρυα δεν έβρεξεν εκείνος, των φίλων του το μνήμα, ούτε το χώμα φίλησε των συγγενών του».γίνεται ορισμένες φορές τόσο τρυφερός και ανθρώπινος που σε σαγηνεύει. Όταν παραμερίζεται ο ηθικός τονισμός του στίχου του και αφήνει νοσταλγικά να
Φανεί ο καρδιακός του πόνος. Καθώς μνημονεύει την μητέρα του, και γίνεται πιο ανθρώπινος, πιο γήινος, κατεβαίνει από τον Πήγασο του Χρέους. «Ω φωνή, ω μητέρα, ω των πρώτων μου χρόνων σταθερά παρηγόρησις΄ όμματ’ οπού μ’ εβρέχατε με γλυκά δάκρυα». Πως γλυκαίνει ο λόγος του όταν αποσύρεται ο πλεονάζων ιδεαλισμός του, όταν περιορίζει τα γλωσσικά του αποθέματα, και ξεπροβάλει ακέραια η προσωπική του ονειροφαντασία, ο στεγνός μεν ρομαντισμός της φωνής του. Όταν ο λόγος του αποκτά μια οντολογική πρόθεση. «Δεν με θαμβώνει πάθος κανένα’ εγώ την λύραν κτυπάω, και ολόρθος στέκομαι σιμά εις του μνήματός μου τ’ ανοικτόν στόμα.» Γλωσσικά σήματα όπως «θάνατος», «νύχτα», «τάφος», «ουρανός», «δάκρυα» κ.λ.π. επαναλαμβάνονται αρκετές φορές μέσα στο έργο του και πιστοποιούν τον κυρίαρχο ρόλο τους στην ποιητική του διάθεση. Αποκαλύπτουν μαζί με ορισμένες τολμηρές εικόνες αβίαστα την «ποιητική νοημοσύνη» του Κάλβου, όπως θα έγραφε ο Νάσος Βαγενάς.
  Οφείλουμε να τονίσουμε ότι μια φυσική φιλοσοφία ευδοκιμεί στο έργο του και φωτίζει την λυρική πλευρά της φωνής του. Που μπορεί να μην έχει την Διονυσιακή μέθεξη της Σολωμικής απεικόνισης αφήνει πίσω της όμως την απεικονιστική πρόταση του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη ή του Ανδρέα Λασκαράτου. Η σύνδεση της φυσικής φιλοσοφίας με την ενατένιση της Ελευθερίας, του καθήκοντος ή της αρετής, δεν οδηγεί σε απαισιόδοξα μονοπάτια, σε άρνηση του φαινομένου της ζωής. Αλλά σε έναν στωικό αναχωρητισμό. Το ύφος του είναι πάντα μεγαλοπρεπές, δεν γίνεται θρηνώδες, ούτε λυδικό. «Ο ήλιος κυκλοδίωκτος ως αράχνη, μ’ εδίπλωνε και με φως και με θάνατον, ακαταπαύστως». ‘Αλλοι στίχοι του θυμίζουν αμυδρά την ατμόσφαιρα της Αποκάλυψης. «Όχι φως και χαράν, αμή φλογώδεις άκανθους βρέχει δι’ αυτούς ο ήλιος και η γη σχισμένη δίδει αίματα βρύσεις». Εικόνα άγρια, τρομώδης, που απέχει πολύ από τον υμνητή και πρώτο δοξαστή των νησιών του Αιγαίου, με την αχαλίνωτη ελληνοπρέπειά του. Και που φυσικά και αβίαστα οφείλουμε να τονίσουμε επέδρασε πάνω στο έργο δεκάδων νεότερων δημιουργών. Από τον Κάλβο και έπειτα η νησιωτική αιγαιοπελαγίτικη ομορφιά εισβάλει στην νεοελληνική ποίηση. «Χλωρά, μοσχοβολούντα νησιά του Αιγαίου πελάγους, ευτυχισμένα χώματα όπου η χαρά κ’ η ειρήνη πάντα εκατοίκουν».(Τώρα η χαρά και η ειρήνη; Από ιστορικής απόψεως ακόμα και στην εποχή του είναι χλωμό). Πάντως σίγουρα άγγελοι κάποτε φτερούγιζαν και σκορπίζανε τριαντάφυλλα μέσα στο φτερούγισμά τους. Επίσης εκείνος ο άλλος συγκλονιστικός Κάλβιος στίχος που λέει, «Μη μ’ ερωτάς το ανέκφραστον μυστήριον του θανάτου, μην ερευνάς’ τα στήθη, τα στήθη που σ’ εβύζασαν εμπρός σου βλέπεις ,Ω τέκνον μου, ω τέκνον μου, αγαπητόν μου σπλάχνον, ανόμοιος είναι η μοίρα μας, και προσπαθείς ματαίως να με αγκαλιάσης». Δεν ξέρω γιατί, αλλά οι στίχοι αυτοί φέρνουν στο νου μου το πασίγνωστο δίλημμα του Σεξπηρικού Άμλετ. Στίχοι διαμάντια, που χάνονται μέσα σε μια αχαλίνωτη γλωσσική ακατεργασία που συσκοτίζουν την λαμπρότητά τους. Του άγνωστου αυτού ατόμου που δεν θα μάθουμε ποτέ πως πραγματικά ίσως ήταν φυσιογνωμικά, μια και δεν έχουμε καθαρή του συνόλου των συναισθημάτων του εικόνα του προσώπου του. Αυτός που δεν κατόρθωσε να γίνει δημεγέρτης ποιητής. Που χάθηκε η φωνή του στην εποχή του, που λησμονήθηκε όπως ο αρχαίος Τυρταίος που δεν κατόρθωσε να εξεγείρει τους αρχαίους Σπαρτιάτες.
  Ωδές, στροφές, στίχοι, εκφράσεις, εικόνες, λέξεις νοήματα, οντολογικά ερωτήματα, φωτόλουστες αναφορές, λυγμοί, ιδέες, οράματα αρετής, λεκτικές «τιτανομαχίες» πάνω στο ποιητικό σώμα.
Κάλβια όραση δημιουργίας που υποβάλλουν όλα αυτά με τον υποδόριο λυρισμό τους, την εσωτερική τους λυγράδα, πάνω στο ποιητικό λιθόστρωτο. Τις άλλες αποχρώσεις της ευαισθησίας του που σποραδικά και μαζεμένα φανερώνουν την άλλη πλευρά του ποιητή. Ο οποίος σταμάτησε να καταθέτει τις ποιητικές του προτάσεις, πολύ σύντομα. Και βέβαια δεν μπορούμε να μη συλλογιστούμε, ότι τόσο ο Σολωμός, όσο και ο Καβάφης, χωρίς να γνωρίζουν ελληνικά, εξόριστοι από το Αττικό κέντρο επεξεργάστηκαν τα γλωσσικά προβλήματα ο καθένας με το δικό του ιδιαίτερο προσωπικό τρόπο.
   Ο Κάλβος παρά τις δυσκολίες του βίου του δεν θεώρησε τον εαυτό του κουρασμένο, δεν διακατέχονταν από μια ακηδία όπως πολύ αργότερα συναντάμε στον Κώστα Καρυωτάκη. Συνειδητά απομονωμένος, βρίσκονταν σχεδόν πάντα σε μια διαρκή επαφή με τους γύρω του. Η ηττοπάθεια, ο καυστικός σαρκασμός, η ειρωνεία, η ηδυπάθεια, η λαγνεία, απουσιάζουν από το έργο του. Ένα πνεύμα αισιοδοξίας που διαπνέει το έργο του πρώτου δασκάλου του Ούγο Φώσκολου υπάρχει και στο δικό του. Το συλλογικό πρυτανεύει του ατομικού. Το χρέος από τη ραστώνη. Ο σκοπός από την ευζωία. Η πατρίδα από την προσωπική ευτυχία. Η αρετή από τις απαραίτητες απολαυστικές διαφυγές της ζωής. Η πειθαρχία από το σκόρπισμα των παθών. Ο ιεραποστολικός ζήλος από την προαίρεση και την πειθώ.
            Καθόλου σχεδόν εξομολογητικός όσον αφορά τα προσωπικά του, μόνο όσον αφορά τα φρονήματα και τις ιδέες του και τον οραματικό του προσωπικό στιγματισμό, ο Κάλβος εξακολουθεί να με μαγεύει και να με απωθεί. Όσες φορές δοκιμάζω να ανοίξω μια συνομιλία μαζί του-μέσα στο μονήρες δωμάτιο του σπιτιού μου-άλλες τόσες κλείνω με άγχος τον τόμο με τα ποιήματά του. Και άλλοτε πάλι, ενώ βρίσκομαι αλλού, σε άλλα ποιητικά μονοπάτια, προβάλει μπροστά μου ένας στίχος του, μια εικόνα του, μια αγωνία του που αγωνίζεται να γίνει στίχος. Μια οσμή θανάτου πλημμυρισμένη στο φως. Σπαράγματα της φαντασίας και φτερουγίσματα της λογικής μπρος στο αιώνιο και ιερό τίποτα της ίδιας της ζωής. Που δεν γνωρίσεις τι είναι αλήθεια και τη ψέμα. Τι πραγματικότητα και τι όνειρο.
            Τι με μαγεύει πραγματικά σε αυτόν τον μοναχικό ποιητή; Δεν μπορώ να το εξηγήσω. Και ίσως καλύτερα. Το ανοιχτό αυτό προσωπικό δίλημμα που έχω με το έργο του εδώ και χρόνια, ίσως να είναι η αιτία που τον κρατά ζωντανό μέσα του.

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος,
πρώτη δημοσίευση, περιοδικό «Επτανησιακά Φύλλα», τόμος Κ-Θ’ 3-4, Ζάκυνθος, Φθινόπωρο-Χειμώνας 2009, σελίδες 463-472.
Πειραιάς 26 Μαΐου 2013.                                                  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου