Τρίτη 7 Μαΐου 2013

ΜΑΝΟΛΗΣ ΒΛΑΧΟΣ


ΜΑΝΟΛΗΣ ΒΛΑΧΟΣ
 «Η Ελληνική Θαλασσογραφία»,
εκδόσεις «Ολκός», 1993, σελίδες 372, πίνακες 280.

           Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΑΛΑΣΣΟΓΡΑΦΙΑ, μια μνημειώδη έκδοση

     Το βιβλίο του γνωστού Πειραιώτη καθηγητή και εικαστικού κριτικού, «Η Ελληνική Θαλασσογραφία και η Ευρωπαϊκή θαλάσσια εικόνα», είναι ένας ογκώδης πολυτελής τόμος, απροσδόκητης ποιότητας για τα Ελληνικά δεδομένα, που συνδυάζει την επιστημονική εγκυρότητα, και την έξοχη αισθητική εμφάνιση. Πρέπει να επαινεθεί η προσπάθεια των εκδόσεων «Ολκός» που το επιμελήθηκε και ιδιαιτέρως η πρωτοβουλία των χορηγών που ανέλαβαν τη δαπανηρότατη έκδοση, της «Ευρωεπενδυτικής Τράπεζας» και του Ομίλου Επιχειρήσεων Ιωάννη Σ. Λάτση.
      Το έργο είναι πρωτότυπο και όσον αφορά το θέμα και όσον αφορά τον τρόπο που ο συγγραφέας το πραγματεύεται, εφόσον εξετάζει το υλικό που διαθέτει κατά θεματικές ενότητες (λ.χ. η θάλασσα, το θαλασσινό τοπίο και η ανθρώπινη μορφή, το λιμάνι, το καράβι, η πολεμική σκηνή κ.α.) και όχι κατά την παλαιά αντίληψη με την παράθεση των καλλιτεχνών διαδοχικά βιογραφουμένων. Συνέπεια της σύλληψης αυτής είναι ότι το βάρος δίνεται στην ερμηνεία των έργων και όχι στους ζωγράφους. Θα μπορούσε ακόμα α θεωρηθεί τόλμημα το γεγονός ότι ο συγγραφέας έχει ως αφετηρία την αρχαιότητα, στην οποία μάλιστα αναζήτησε το πρώτο γνωστό μας θαλασσογράφημα. Διεξέρχεται κατόπιν ολόκληρη την Ευρωπαϊκή θαλασσογραφία έως τον δέκατο αιώνα και αναλύει εκτενώς την Ελληνική θαλασσογραφική σύνθεση του δέκατου ένατου και εικοστού αιώνα.
     Το έργο χωρίζεται σε τρία μέρη και μία εισαγωγή, στην οποία «αναπτύσσονται ζητήματα που αφορούν τη δημιουργία, τη σύσταση και την προβληματική του θέματος, καθώς και τις επιδράσεις που υφίσταται η απεικόνισή του από την εξέλιξη της τέχνης. Συζητείται ακόμα η θέση της θαλασσογραφίας  στην Ελληνική ζωγραφική». Η αναφορά στην Ευρωπαϊκή ζωγραφική της θάλασσας-το περιεχόμενο του πρώτου μέρους-κρίθηκε αναγκαία, επειδή ανάλογη εργασία δεν υπάρχει στην Ελλάδα, και, ακόμη, επειδή η Ελληνική θαλασσογραφία προϋποθέτει την Ευρωπαϊκή και την συνεχίζει.
     Σύντομα αλλά περιεκτικά τα κεφάλαια του πρώτου μέρους επιτρέπουν στον αναγνώστη να παρακολουθήσει την διαδρομή του θέματος διαμέσου των Ευρωπαϊκών Σχολών, να διακρίνει τους εκάστοτε διαφορετικούς τρόπους προσέγγισης και το ύφος των καλλιτεχνών, να συλλάβει ακόμη την έκταση και τη σπουδαιότητα που μπορεί να προσλάβει η απεικόνιση της θάλασσας.
Το δεύτερο μέρος του βιβλίου αναφέρεται στην Ελληνική θαλασσογραφία του δέκατου ένατου αιώνα, ενώ το τρίτο καλύπτει την περίοδο του εικοστού.
     Οι Έλληνες θαλασσογράφοι που αναφαίνονται κατά τους δύο αιώνες διαφέρουν μεταξύ τους και σε βασικές αρχές και σε ειδικά σημεία, όλοι πάντως στρέφονται προς την Δύση και αφομοιώνουν τα κινήματα του Ευρωπαϊκού χώρου. Ουσιώδη διαφορά αποτελεί το γεγονός ότι εκείνοι του δεκάτου ενάτου αιώνα αισθάνονται ως χρέος να υπηρετήσουν το θέμα, το θαλάσσιο φαινόμενο, ενώ εκείνοι του εικοστού αιώνα, κληρονόμοι της βαθύτατης αλλαγής στους δρόμους της τέχνης, μετατοπίζουν το ενδιαφέρον τους στην προβολή του προσωπικού τους ιδιώματος, το θέμα φαίνεται ότι εξαναγκάζεται να προσαρμοσθεί στην ιδιοτυπία της γραφής τους.
     Ελάχιστοι είναι οι ζωγράφοι της θάλασσας κατά τον δέκατο ένατο αιώνα, αλλά οι επικρατέστεροι, είναι ο Πειραιώτης Κωνσταντίνος Βολανάκης, και ο Ιωάννης Αλταμούρας, κορυφαίοι θαλασσογράφοι και οι δύο, πραγματεύτηκαν ολόκληρο το θεματογραφικό εύρος του είδους.
     Στον εικοστό αιώνα, οι ειδικευμένοι καλλιτέχνες είναι ακόμη λιγότεροι, αλλά πολλοί είναι εκείνοι που χρησιμοποιούν την θάλασσα ως ένα επιπλέον θέμα της δουλειάς τους. Αυτό εξάλλου που απασχολεί τους θαλασσογράφους όλων των εποχών- ο συγγραφέας το θεωρεί ουσιαστικό κριτήριο-είναι κατά πόσον ο πίνακας που δημιούργησαν ξυπνά το αίσθημα της θάλασσας. Συντηρητικοί (θα σημειώναμε) ή νεωτεριστές οι Έλληνες μετέγραψαν εικαστικά το ιστορικό παρελθόν της χώρας με μεγάλη άνεση και ευχαρίστηση. Οι ναυμαχίες και οι πυρπολήσεις από την εικονογραφία της Επανάστασης του 1821 είναι θαυμάσια δείγματα της τέχνης και της τεχνικής τους. Δεν παρέλειψαν ακόμα να απεικονίσουν και την κοινωνική μεταβολή καθώς και την κτιριακή αναμόρφωση των λιμενικών χώρων ιδιαίτερα.
     Ειδικά το λιμάνι του Πειραιά αποτελεί μόνιμο θέμα της θαλασσογραφίας έως τις μέρες μας. Όσον αφορά πάλι, το συμβιβασμό των απαιτήσεων του θέματος και της ακραίας υποκειμενικής γραφής, αυτός δεν φαίνεται αδύνατος εφόσον υπάρχει ισχυρή ποιητική δύναμη και έντονος εικαστικός λυρισμός.
     Έργο τόσης μεγάλης πνοής και έμπνευσης δεν θα μπορούσε να γραφεί και να στηθεί χωρίς την μακρόχρονη και κοπιαστική επαφή με το θέμα και την επιστημονική συγκρότηση που διαθέτει ο Πειραιώτης συγγραφέας.
     Ο κύριος Μανόλης Βλάχος αριστούχος διδάκτωρ της Ιστορίας της Τέχνης, ειδικευμένος στη Σορβόννη στους τομείς της Νεότερης Τέχνης της Δύσεως και της Ισλαμικής Τέχνης, είναι ειδικευμένος μελετητής της θαλασσογραφίας. Η διδακτορική του διατριβή «Ο ζωγράφος Κωνσταντίνος Βολανάκης (1837-1907)» Αθήνα 1974, παραμένει το βασικό σύγγραμμα για τη σπουδή του θέματος και του καλλιτέχνη. Ακολούθησαν η μονογραφία του «Ιωάννης Κούτσης ο θαλασσογράφος» 1978, καθώς και άλλες μελέτες του για Έλληνες και ξένους θαλασσογράφους.
    Προτέρημα της «Ελληνικής θαλασσογραφίας» είναι η μέθοδος που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας. Ο τρόπος που παρουσιάζεται το αντικείμενο: επισημαίνονται τα κυριότερα χαρακτηριστικά του, αναλύεται η σύνθεσή του, σχολιάζεται και ερμηνεύεται.  Το βιβλίο είναι ακόμα σημαντικό και για τις θέσεις του που αφορούν τα μεγάλα ζητήματα του ζωγραφικού είδους-αυτού του τόσο δύσκολου είδους που είναι η θαλασσογραφία-αλλά και για τις επιμέρους παρατηρήσεις που αναφέρονται σε πίνακες και ιδιώματα καλλιτεχνών, εμπλουτίζοντας με τον τρόπο αυτό τον αναγνώστη.
     Είναι ακόμα μπορούμε να τονίσουμε ευτύχημα, ότι σ’ ένα τόσο ογκώδες και δύσκολο έργο, το κείμενο, μολονότι εκτεταμένο και συγχρόνως πυκνό, διόλου δεν επισκιάζεται από τους πολλούς πίνακες. Αλλά είναι αυτό που δικαιολογεί την παρουσία τους και ταυτόχρονα αναδεικνύει τη λειτουργικότητα της εικονογράφησης, τόσο μάλλον επειδή το κείμενο είναι γραμμένο σε γλώσσα πλούσια, ορθή και εύληπτη. Το δε ύφος του συγγραφέα είναι υπόδειγμα για παρόμοιου είδους εργασίες.

   Γιώργος Χ. Μπαλούρδος, πρώτη δημοσίευση,
περιοδικό «Λιμάνι», τεύχος 33/Μάρτιος 1994, σελίδες 152,154.

Σημείωση: Αξίζει να αναφέρουμε ότι το βιβλίο του Πειραιώτη συγγραφέα για τον Πειραιώτη καραβογράφο «Ο ζωγράφος Κωνσταντίνος Βολανάκης», Αθήνα 1974, δόθηκε από την εφημερίδα «Τα Νέα» στην σειρά «Πινακοθήκη του Νέου Ελληνισμού» στις 23/9/2006. Επίσης το 1997 από τις εκδόσεις «ΑΔΑΜ», κυκλοφόρησε το βιβλίο του κυρίου Στέλιου Λυδάκη για τον Πειραιώτη ζωγράφο και καραβογράφο.                         

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου