Παρασκευή 3 Μαΐου 2013

ΠΑΤΡΙΚ ΓΟΥΑΙΤ


ΠΑΤΡΙΚ ΓΟΥΑΙΤ

Η ιστορία της θείας μου,
εκδόσεις «Εστία», 1988, σελίδες 371.

                               Ιχνογραφία μιας σεμνής πορείας

   

     Μια πολιτική επανάσταση ή κοινωνική εξέγερση δεν λύνει πάντοτε τα προβλήματα που τυραννούν τον άνθρωπο. Ακόμα κι αν στρέψει για λίγο τη ροή της ιστορίας του, αυτή θα επανέλθει στο σημείο εκκίνησης. Τα όποια επιτεύγματά της έχουν «επικαιρικό» χαρακτήρα. Ένα υπόγειο όμως ρεύμα μια επανάσταση των άρρητων δυνάμεων του ασυνείδητου, έχει τη δυνατότητα να αλλοιώσει τις κοινωνικές αξιολογήσεις, να αναδημιουργήσει τον γύρω χώρο, να ενθαρρύνει τις πνευματικές ανακατατάξεις και να επαναπροσδιορίσει τις ηθικές αξίες. Και μια τέτοια πορεία μπορεί να προέλθει μόνο από εμάς τους ίδιους. Δεν είναι εφικτό να εμφανιστεί μια καινούργια τάξη, ούτε να οικοδομηθεί μια πολιτική ουτοπία, αν οι ίδιοι εμείς δεν γκρεμίσουμε τους ψυχολογικούς φραγμούς και τις κοινωνικές αναστολές μας που στέκονται εμπόδιο στο προσωπικό μας όραμα και σκιάζουν τη θέα μας προς την Ελευθερία. Αν θελήσουμε ν’ αποβάλουμε τα ψιμύθια του πολιτισμού, ίσως μπορέσουμε να ψηλαφίσουμε τη μαγεία του Κόσμου.
     Και αυτήν την τόσο προσωπική αλλά ταυτόχρονα οικουμενική πορεία του ανθρώπου προς την αυτογνωσία καταγράφει με την «εικαστική» ματιά του ο Πάτρικ Γουάιτ. Ο Γουάιτ είναι ένας από τους ελάχιστους φιλέλληνες συγγραφείς της εποχής μας που παρακολούθησαν από κοντά την τραγική μοίρα της πρόσφατης Ελληνικής ιστορίας και στάθηκαν κοντά στο λαό της. Ο φιλελληνισμός του εμπλουτίζει τον συναισθηματικό του κόσμο και την πνευματική του δημιουργία. Το έργο του είναι μπολιασμένο με αρχετυπικά σύμβολα των ελληνικών μύθων. Ο χώρος δράσης των ηρώων του είναι μεν σύγχρονος, αλλά οι ίδιοι ακολουθούν μια πορεία προς την τελείωση ανάλογη με εκείνη το Οδυσσέα.
      Η Ιστορία της θείας μου είναι ένα αλληγορικό, μάλλον σκοτεινό βιβλίο. Μέσα από τις τρεις ενότητές του παρακολουθούμε τη μοναχική περιπέτεια μιας διφυούς, ανέραστης γυναικείας παρουσίας. Το ενδιαφέρον μας επικεντρώνεται όχι μόνο στην ηρωίδα- αφού η ίδια παραμένει σχεδόν μια αθόρυβη και αόρατη παρουσία κρυμμένη πίσω από τα γεγονότα, και μόνο το σιωπηλό βλέμμα της αντικρίζουμε να αποκωδικοποιεί τα πάντα, και να σκεπάζει με την παρουσία της κάθε μικρό ή μεγάλο συμβάν-, αλλά και στην αφήγηση της ιστορίας των γύρω από αυτήν προσώπων που ο ατομικός τους οραματικός κόσμος λαμπρύνει ακόμα περισσότερο το δρόμο προς την αυτογνωσία της ονειροπόλου μεσόκοπης ύπαρξης.
     Το έργο αρχίζει και τελειώνει με δύο θανάτους. Στην πρώτη ενότητα μέσα από ατέλειωτους συγκινητικούς μονολόγους κοντά στο κιβούρι της πεθαμένης μητέρας η ηρωίδα ανακαλεί στη μνήμη της την ιστορία των παιδικών της χρόνων. Χρόνια γεμάτα παραισθήσεις, στερήσεις, απύθμενη μοναξιά, βίαιες έμμονες ιδέες και μια ολοκληρωτική άρνησή της από το άμεσο περιβάλλον που της επιβλήθηκε σαν αντίτιμο της επιθυμίας της για προσωπική ανεξαρτησία. Δύο σκηνές που αξίζει να προσεχθούν για την έντονη δραματικότητά τους, είναι η συνάντησή της με τον ανώνυμο ξένο και εκείνη της ολιγόχρονης φιλίας της με την Βάιολετ Άνταμς. Η ιδιόρρυθμη αυτή γυναίκα έχοντας αποκτήσει ένα μέρος της προσωπικής της ελευθερίας μετά το θάνατο της Τζούλιας-της μητέρας της-αποφασίζει να ταξιδέψει.
     Στη δεύτερη ενότητα ο Γουάιτ με θεατρικό τρόπο περιγράφει την αναστάτωση που προξένησε η ξαφνική της παρουσία στου ενοίκους ενός ξενοδοχείου. Η σκηνή θυμίζει τα διαφορετικά φυσικά προβλήματα που δημιούργησε η παρουσία του Άγγελου στην πολύ ενδιαφέρουσα ταινία «Θεώρημα» του Ιταλού διανοούμενου, συγγραφέα, φιλολόγου και σκηνοθέτη Πιέρ Πάολο Παζολίνι. Ο Αυστραλός συγγραφέας στην ενότητα αυτή μας προσφέρει το μεγαλείο της μυθιστορηματικής του τεχνικής. Αν στην πρώτη ενότητα ο ρεαλισμός φτάνει τα όριά του με την πολυσύνθετη λεπτομερή ανασύνθεση της καθημερινότητας, που θυμίζει έντονα το ύφος του Μαρσέλ Προύστ, στη δεύτερη η αχαλίνωτη φαντασία του και ο ανελικτικός στοχασμός του ανατρέπει τη λογική τάξη των γεγονότων και τον ιστορικό τους χρόνο. Αφού είναι η Θεοδώρα Γκούντμαν που εξομολογείται, όχι για τον εαυτό της αλλά για λογαριασμό των άλλων προσώπων που πλάθει η φαντασία της. Και αν στον Τζέημς Τζόυς συναντάμε έναν παραλογισμό που πηγάζει από μια οργανωμένη διανοητική πορεία και επεξεργασία του κόσμου, στον Γουάιτ έχουμε μια πνευματοποίηση της υλικής πραγματικότητας καθώς το μέλλον υπάρχει μόνο μέσα από τις σεμνές και τρυφερές στιγμές του παρόντος. Ακόμα, το άτομο δεν ωριμάζει κάτω από το βάρος μιας μεταφυσικής αναγκαιότητας, αλλά μέσα από τη συνειδητοποίηση της κατακερματισμένης προσωπικότητάς του και της προσπάθειας επανασύνδεσης των διαφορετικών στοιχείων που την αποτελούν με απλές και συγκεκριμένες κινήσεις. Και την παραίτηση από τα διάφορα συμβάντα που γύρω του εξελίσσονται αλλά και του ίδιου του, του εαυτού, καθώς πρέπει να βυθιστεί στην άβυσσο της ψυχικής του ανομοιομορφίας για να καταφέρει να αναδυθεί πάλι ισχυρό και ολοκληρωμένο. Με βαθειά γνώση των εσωτερικών διεργασιών που επιτελούνται στον ψυχισμό του ανθρώπου, ο Γουάιτ, αναιρεί τις καταστάσεις της πραγματικότητας και τοποθετεί στη θέση τους την πραγματικότητα της φαντασίας. Και μέσα από τα καθαρτήρια νάματα της φωτιάς και του ονείρου θα ολοκληρωθεί η πορεία της ηρωίδας και θα επιτευχθεί η συνένωση των αντιθέτων στοιχείων.
     Στην τρίτη ενότητα η αυτογνωσία που πέτυχε η Θεοδώρα δεν γίνεται αποδεκτή από το νέο περιβάλλον όπου εγκαθίσταται, γιαυτό θα χρειαστεί για να τη διατηρήσει να την ανταλλάξει με την κοινωνική της ταυτότητα και την αυτοπαραίτηση στη λογική των άλλων. Δηλαδή με τον κοινωνικό της θάνατο.
     Ο Πάτρικ Γουάιτ, με αργές, βαριές και μουντές πινελιές ιχνογραφεί τη σεμνή επική πορεία του ατόμου που αναζητά τον μέσα του κόσμο, ενώ γύρω του τα άτομα υπαρκτά ή μη, πρόσωπα μιας ξέφρενης Βαβέλ παραπαίουν ανάμεσα στα αδιέξοδά τους και πορεύονται μια ζωή που διευρύνει αντί να γεφυρώνει το χάσμα της πραγματικότητας με τη φαντασία. Στη δική της κυκλική πορεία συνυπάρχουν ανάμεσα στα άλλα στοιχεία και εκείνο της μητέρας-υλική πραγματικότητα, όπως και του πατέρα-το αιώνιο πνεύμα, που με τη γονιμοποιό συνεύρεσή τους το άτομο οδηγείται στην ποθητή αυτογνωσία.
     Η μετάφραση του έργου είναι αξιόλογη. Επισημαίνω μόνο ότι η παρατήρηση που κάνει ο μεταφραστής κύριος Σεραφείμ Βελέντζας στη σημείωση του προλόγου του, ότι μόνο μια εφημερίδα αναφέρεται στον Αυστραλό συγγραφέα μάλλον δεν είναι εύστοχη. Αφού παραβλέπει το αφιέρωμα του περιοδικού «Διαβάζω» τχ. 164/στις 25-3-1987, και το άρθρο της συγγραφέως κυρίας Λαμπαδαρίδου για τον Γουάιτ, ή ακόμα την αναδημοσίευση συνέντευξης του συγγραφέα στην εφημερίδα «Το Βήμα» στις 28/10/1973… και αλλού.

   Γιώργος Χ. Μπαλούρδος, περιοδικό «Διαβάζω» τεύχος 235/ 21/3/1990.            
  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου