Η λυρική μοναξιά του Ελύτη
Δέκα
χρόνια μετά την κοίμηση του ποιητή Οδυσσέα Ελύτη (2/11/1911-18/3/1996), το
ένθετο περιοδικό για τις τέχνες και τα γράμματα, τον πολιτισμό, «Η ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ
ΖΩΗΣ» της Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας, μια δημοκρατικών αρχών εφημερίδα που
γαλούχησε τις πολιτικές και κοινωνικές συνειδήσεις των ελλήνων και ελληνίδων
μετά την μεταπολίτευση, (έστω και αν πολλές φορές οι θέσεις της υπερέβαιναν τα
κράσπεδα της νομιμότητας δημοσιεύοντας κείμενα και προκηρύξεις ακραίων θέσεων
του αντιεξουσιαστικού χώρου), μια πολιτική εφημερίδα που οι συγγραφείς και
ερευνητές της ιστορίας της πολιτικής του πολιτισμού και των τεχνών της περιόδου
μετά το 1975 στην χώρα μας, οφείλουν να την ξεφυλλίσουν, την μελετήσουν, την
αποδελτιώσουν, να τη διαβάσουν αν θέλουν να ερμηνεύσουν ορθά τα τεκταινόμενα
στην χώρα μας. Να συλλέξουν στοιχεία για τον τρόπο και τις συνήθειες ζωής, τις
πολιτικές ανακατατάξεις, συμμαχίες, ζυμώσεις και επιδράσεις πάνω στο σώμα των
ελλήνων ψηφοφόρων, και, φυσικά για τον χώρο του πολιτισμού, των τεχνών και των
εκδηλώσεών τους. Μια εφημερίδα-όπως και ορισμένες άλλες-που συνέδεσε την
πολιτική με τον πολιτισμό, σε όλη την διάρκεια της εκδοτικής της διαδρομής. Και
αυτό, δεν ήταν λίγο, για την έντονα πολιτικοποιημένη γενιά μας (γενιά του
1980), μια γενιά καλώς ή κακώς «κουλτουριάρικη». Ας μην λησμονούμε ότι επί των
ημερών μας, ο ποιητής Οδυσσέας Ελύτης βραβεύτηκε με το δεύτερο ελληνικό
ποιητικό Νόμπελ 1979. Τις δεκαετίες αυτές πραγματοποιήθηκε στην χώρα μας η
νεοελληνική πολιτιστική επανάσταση, σε όλες τις μορφές της Τέχνης (ποίηση,
πεζογραφία, δοκίμιο, μουσική, εικαστικά, αρχιτεκτονική, θέατρο, κινηματογράφος,
χορός κλπ.), που ενώ είχε αρχίσει από την δεκαετία του 1960, (οι προηγούμενες
γενιές της κατοχής και της μετακατοχικής περιόδου και της γενιάς του 1970,
θυμούνται την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του Γέρου της Δημοκρατίας και την
σημαντική συμβολή του πειραιώτη επιστήμονα Ευάγγελου Παπανούτσου, την
πολιτιστική άνθηση των Λαμπράκηδων κλπ.) ανακόπηκε από την στρατιωτική
δικτατορία του 1967. Η χούντα σταμάτησε όχι μόνο την δημοκρατία και την ένταξη
της ελλάδας στην τότε ΕΟΚ αλλά και την πολιτιστική άνθηση. Υπήρξαμε οι τυχεροί
έφηβοι, νέοι και νέες έλληνες και ελληνίδες των μετά την δικτατορία καιρών. Δεν
είδαμε πόλεμο, δεν ζήσαμε κατοχή, δεν βιώσαμε επικίνδυνες εμφυλιοπολεμικές
συνθήκες, δεν μας έστειλαν σε ξερονήσια
και δεν μας εκτόπισαν, δεν μας φυλάκιζαν για τα πολιτικά μας πιστεύω, όπως τις προηγούμενες
γενιές των ελλήνων, (ή τουλάχιστον τόσο φανερά και κραυγαλέα). Μπορεί τα
πολιτικά πάθη να ήταν έντονα, οι κομματικοί αγώνες να ήταν συνεχείς καθώς και
οι διεκδικήσεις, οι δρόμοι να ήταν γεμάτοι από διαδηλωτές,-καθημερινά σχεδόν-
όμως δεν ζήσαμε αυτά που βίωσαν οι πατεράδες και οι παππούδες μας. Πολιτική
αλλαγή και πολιτιστική επανάσταση συντελέστηκε ομαλά και χωρίς μεγάλους
κοινωνικούς κραδασμούς. Όλες οι εκφάνσεις της τέχνης ήσαν προσβάσημες σε όσους
ενδιαφέρονταν. Σε έλληνες αστούς, μικροαστούς, προλετάριους, σοϊλήδες νέους και
νέες ή παιδιά από την Δραπετσώνα ή την επαρχία. Η ελπίδα της ζωής ήταν μπροστά και
μας ανέμενε, και με τους καθημερινούς πολιτικούς και πολιτιστικούς, ατομικούς
και συλλογικούς μας αγώνες πετυχαίναμε το ακατόρθωτο, έστω και χωρίς δραχμή
στην τσέπη. Μια εποχή που η συμμετοχή στα πολιτικά και πολιτιστικά κοινά ήταν
απαραίτητη προϋπόθεση ωρίμανση ζωής, ενεργούς συμμετοχής στα κοινά και παντώς
είδους διεργασιών στον χώρο της τέχνης. Σε αυτήν την αναγέννηση στην χώρα μας
συνέβαλαν οι εφημερίδες, τα περιοδικά, οι δημοσιογράφοι, οι παλαιότεροι και
νεότεροι άνθρωποι της τέχνης, του πνεύματος και του πολιτισμού. Πολλά και
ποικίλα άνθη άνθισαν τις δεκαετίες αυτές και μπόλιασαν με τους πρωτόγνωρους
χυμούς τους τις συνειδήσεις των νεοελλήνων. Η μεταπολίτευση, δεν είναι μόνο η
«αποτυχία» της πολιτικής και των πολιτικών αλλά και η άνθιση του πολιτισμού. Ο
πολιτισμός της περιόδου αυτής μας απελευθέρωσε και πολιτικά. Μας δίδασκε
δημοκρατία όταν η πολιτική με τις κυβερνητικές της πρακτικές, μας επέβαλε τα
σταγονίδια και τις πρακτικές της χούντας. Η φωτεινή πλευρά των συνειδήσεων των
ελλήνων και ελληνίδων τότε απελευθερώθηκε μάλλον ουσιαστικά. Μια πολιτιστική
επανάσταση που δεν σχεδιάστηκε από τα πάνω (δες το παράδειγμα του μεγάλου
τιμονιέρη στην Κίνα) αλλά καλλιεργήθηκε από τα κάτω, από τις χιλιάδες
συμμετοχές των απλών ατόμων και των ανθρώπων του πνεύματος και της τέχνης στις
εκδηλώσεις, τις συναυλίες, τα συνέδρια, τις συζητήσεις, τις εκθέσεις
ζωγραφικής, στις κινηματογραφικές παραγωγές, στις θεατρικές παραστάσεις, στις
εκδόσεις χιλιάδων βιβλίων, στις μεταφράσεις έργων των δυτικοευρωπαϊκών
πνευματικών εμπειριών και ιδεών. Η Ελλάδα άνθιζε μαζί με τους έλληνες. Ένας
δημιουργικός πανζουρλισμός θέσεων, ιδεών, θεωριών, απόψεων, συγγραφής έργων,
καλλιτεχνικής δημιουργίας, που έστω και σαν όνειρο ήταν το κουκούλι της
πολιτικής ζωής της περιόδου εκείνης. Το ότι φτάσαμε στα τρία μνημόνια
μεταγενέστερα, ότι δηλαδή πτωχεύσαμε, είναι ένα θέμα προς διερεύνηση, όχι μόνο
στο οικονομικό επίπεδο. Όμως χωρίς να αγιοποιώ την περίοδο εκείνη, ο πολιτισμός
ήταν η ανάσα ζωής της ελληνικής αχαμνής αν θέλετε δημοκρατίας. Ποιοι και πόσοι
εκμεταλλεύτηκαν τις συνθήκες και τις καταστάσεις για ίδιον όφελος, οικονομικό ή
ανέλιξης είναι ένα άλλο θέμα προς εξέταση.
Δέκα
χρόνια μετά την εκδημία του Νομπελίστα ποιητή Οδυσσέα Ελύτη (1996), το ένθετο
περιοδικό «Η ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΖΩΗΣ» της Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας αφιερώνει σελίδες
του στον ποιητή. Με τον τίτλο ΕΛΥΤΗΣ-Αφιέρωμα-10 χρόνια μετά, σημαντικοί
κριτικοί και δημοσιογράφοι μας μιλούν για την «απήχηση του έλληνα νομπελίστα
στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Οι καινούργιες μεταφράσεις του έργου του και η
επίδρασή του στους νέους ποιητές. Η σχέση του με τον Μίκη Θεοδωράκη και η
δύσκολη «γέννα» του «Άξιον Εστί». Το εικαστικό του έργο απ’ όπου και η
ανέκδοτη υδατογραφία που δημοσιεύουμε». Αυτά αναφέρονται στο εξώφυλλο του
αφιερώματος του πολιτιστικού περιοδικού με νούμερο 225, 12 Μαρτίου 2006.
Ας διαβάσουμε ποιοι οι συμμετέχοντες στο ενδιαφέρον
και πληροφοριακό αυτό αφιέρωμα:
-Η Σταυρούλα Παπασπύρου υπογράφει το κείμενο «Ο
Ναυτίλος στον 21ο αιώνα».
(…«διαχρονικός και δημοφιλής παραμένει ανάμεσά μας
μέσα από τις συνεχείς ανατυπώσεις, τις μεταφράσεις και τις προσεγγίσεις του
έργου του. Αυτός, ωστόσο, δεν είναι λόγος για να μην τιμά η ελληνική πολιτεία
την επέτειό του…»)
-Ο Γιώργος Τσάμπρας γράφει το κείμενο «Η περιπέτεια
μιας σχέσης».
(… «Η συνεργασία του Οδυσσέα Ελύτη με τον Μίκη
Θεοδωράκη δοκιμάστηκε από πολλή αμφισβήτηση, από την πολιτεία αλλά και πολλούς
διανοούμενους…»).
-Ο Βαγγέλης Χατζηβασιλείου μας μιλά για την «Η
λυρική μοναξιά του Ελύτη».
-Τρείς ποιητές της νεότερης γενιάς ποιητών
«διαβάζουν» τον Ελύτη με τον δικό τους τρόπο. Ο ποιητής Χάρης Ψαρράς (23
χρόνων), η ποιήτρια Δήμητρα Κωτούλα (32 χρόνων) και ο ποιητής Δημήτρης
Ελευθεράκης (28 χρόνων) μας εξομολογούνται τις αναγνωστικές τους εμπειρίες στο
«Μαθαίνοντας από έναν μεγάλο»
-Η Πάρης Σπίνου μας μιλά για την σχέση του ποιητή με
την ζωγραφική στο κείμενό της με τίτλο «Τα χρώματα είναι οι βιταμίνες μου»
(… «Στα κολάζ και τις υδατογραφίες του, ο Ελύτης
μετάγγισε τις εικόνες και τα συναισθήματα της ποίησής του…»)
Από τα
ενδιαφέροντα αυτά μικρά μελετήματα, αντιγράφω για την ιστοσελίδα μου το κείμενο
του κριτικού και δοκιμιογράφου κυρίου Βαγγέλη Χατζηβασιλείου θεωρώντας ότι, το
κείμενο του γνωστού κριτικού ανοίγει ένα διάλογο τόσο με το έργο του ποιητή
Οδυσσέα Ελύτη όσο και με τους σύγχρονους μας κατά πολύ νεότερους δημιουργούς
(από την εποχή που δημοσιεύτηκε το κείμενο). Οι θέσεις που εκφράζει ο κριτικός
δεν είναι θέσεις άρνησης ή απαξίωσης του ποιητικού έργου του Οδυσσέα Ελύτη, αλλά
επαναδιαπραγμάτευση της οπτικής με την οποία προσεγγίζουμε την ποίησή του. Το
σύνολο σώμα της. Πόσος αλήθεια Ελύτης έχει αφομοιωθεί οργανικά μέσα στο έργο
των πολύ νεότερων δημιουργών; Και ποια από τα έργα του γονιμοποίησαν
περισσότερο τις νεότερες ποιητικές φωνές, όχι σαν διάκοσμος μέσα στην ποίησή
τους αλλά λειτουργικά και εξελικτικά. Τι κατανοούμε εμείς οι σημερινοί-όπως και
οι τότε αναγνώστες-από το έργο του; Μας έγινε περισσότερο οικείο από την
μελοποίησή του, κυρίως από τον Μίκη Θεοδωράκη; Αλλάζοντας οι εποχές και οι
κοινωνικές συνθήκες στην χώρα μας, η μελοποίηση του έργου του εξακολουθεί να
συνεγείρει τις μεγάλες πλατιές αγωνιστικές μάζες; Όπως αντίστοιχα και η ποίηση
του Γιάννη Ρίτσου; Ή περνώντας τα χρόνια μένει η νεανική αγωνιστική ανάμνηση των
μεγαλυτέρων που κρατά ακόμα ζωντανή την παρουσία του; Διαβάζουν οι σημερινοί εν
έτει 2018 έλληνες και ξένοι νέοι ποιητές και νέες ποιήτριες Οδυσσέα Ελύτη και
ποια έργα του; Το κείμενο του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου εξακολουθεί κατά την γνώμη
μου να θέτει ερωτήματα και πέρα από την εποχή που δημοσιεύτηκε. Είναι ένα
κείμενο ανοιχτό προς συζήτηση, προς διερεύνηση, προς επανεξέταση των θέσεών του
αν θέλετε, όμως νομίζω, ότι εξακολουθεί να είναι επίκαιρο. Γιατί μας θέτει
θέματα ίσως γνωστά αλλά που δεν θίγονται
εύκολα.
Η λυρική μοναξιά του
Ελύτη
Η
συμπλήρωση μιάς ολόκληρης δεκαετίας από τον θάνατο του Οδυσσέα Ελύτη είναι μια πολύ καλή αφορμή για να σκεφτούμε την τύχη
που είχε το έργο του στις νεότερες γενιές.
Επηρέασε
άραγε ο λόγος του τους σύγχρονους ποιητές, διαμορφώνοντας καλλιτεχνικές
συνειδήσεις οι οποίες άνοιξαν διάλογο μαζί του, ή, έστω, προσπορίστηκαν κάποια
βασικά του στοιχεία; Θα δώσω την απάντησή μου προκαταρτικά και με κάπως
προκλητικό τρόπο. Όχι, ο Ελύτης δεν δημιούργησε αφοσιωμένους μαθητές και δεν
απόκτησε ποτέ πραγματικούς απογόνους. Η παρουσία του παραμένει μέχρι και τώρα
μοναχική στο ελληνικό ποιητικό στερέωμα, ασυνόδευτη από ουσιαστικές επιρροές,
αλλά και από απλές μιμήσεις και αντιγραφές ή αναπαραγωγές.
Γιατί
όμως, ο Ελύτης ακολούθησε αυτή την πορεία την ώρα κατά την οποία ο Γιώργος Σεφέρης, ο άλλος ισχυρός πόλος
της γενιάς του 1930, έχει κυριολεκτικώς σαρώσει το τοπίο της νεότερης ποίησης,
αφήνοντας σχεδόν παντού τα σημάδια του; Η γύμνια, η ξηρότητα, ο χαμηλός τόνος
και το ανεπιτήδευτο της σεφερικής φωνής (συν τη διακριτική προσκόλλησή της, σ΄ ένα
μυθικό παρελθόν) βρίσκονται στους αντίποδες του ελυτικού κόσμου, που,
αξιοποιώντας τη νεανική θητεία στον υπερρεαλισμό, δημιούργησε ένα περίκλειστο
σημασιακά σύμπαν, με έντονα μυστικό χαρακτήρα και δυσερμήνευτα, και ιδιαιτέρως
πυκνά σύμβολα.
Από αυτήν
την άποψη, θα ήταν περίπου αδύνατον να ακουμπήσουν στον Ελύτη οι περισσότεροι
από τους πρώτους μεταπολεμικούς, που επείγονταν να κλείσουν τους λογαριασμούς
τους με την πολιτική και την Ιστορία. Ακόμη, ωστόσο, και εκείνοι από την ίδια
ομάδα οι οποίοι έμειναν μακριά από τις συλλογικές ανησυχίες και στράφηκαν στον
υπερρεαλισμό (ο Δημήτρης Π. Παπαδίτσας,
επί παραδείγματι, ή ο Μίλτος Σαχτούρης
και ο Έκτωρ Κακναβάτος) είναι
δύσκολο να πούμε πως συναναστράφηκαν ευθέως με τον Ελύτη, αντλώντας οργανικό
υλικό από το έργο του (κάπως καλύτερα τον προσέγγισε, ίσως, ο Γιώργος Λίκος, αλλά και με πάλι με
ορατή απόσταση). Βαδίζοντας στην ίδια (αν και κάπως ατομικότερη γραμμή), οι
δεύτεροι μεταπολεμικοί στερήθηκαν εξίσου την ευκαιρία να επηρεαστούν από την
ελυτική γλώσσα και τεχνοτροπία. Και όσοι, πάλι, εν προκειμένω κινήθηκαν προς
την κατεύθυνση του λυρισμού (έχω κατά νουν τον Νίκο-Αλέξη Ασλάνογλου), προσχώρησαν σε μια λυρική συνθήκη εντελώς
ασύμβατη με τη λυρική συνθήκη του Ελύτη).
Ο
λυρισμός, βέβαια, είναι το άλλο μεγάλο ζήτημα της ελυτικής μοναξιάς. Σε συνεχή
επαφή με τους αρχαίους προγόνους του, επηρεασμένος από ποικίλα ιστορικά
στρώματα της ελληνικής γλώσσας και στραμμένος προς ένα είδος ιερής ακατανοησίας
(τον έχει πολύ ωραία περιγράψει, εξηγώντας τον μη μεταδόσιμο κατά βάση πυρήνα
του, ο Χάρης Βλαβιανός στην
επιφυλλίδα του «Πρόγονοι, επίγονοι, μιμητές», που δημοσιεύτηκε τον Απρίλιο του
2004 στην εφημερίδα «Τα Νέα»), ο λυρισμός του Ελύτη στάθηκε μεγάλο εμπόδιο για
τις επόμενες γενιές: τους ποιητές που έκαναν την εμφάνισή τους στις δεκαετίες
του 1970 και του 1980.
Η
πλειονότητα των μελών αυτών των γενεών υπήρξε από την αρχή αντιλυρική και, υπό
μια τέτοια έννοια, δεν θα μπορούσε να συναντηθεί με τον Ελύτη κάτω από τις
οιεσδήποτε περιστάσεις. Και όσοι, όμως, δεν είχαν ανάλογους περιορισμούς ήταν
μάλλον απίθανο να συνομιλήσουν με ένα λυρικό έργο το οποίο απαγορεύει εκ τον
ένδον την κοινόχρηστη λειτουργία του (διότι, προφανώς, ο Ελύτης δεν είναι ούτε
οι βαρκούλες του Αιγαίου ούτε τα λαμπερά χρώματα του ελληνικού ουρανού). Κι αν
κάποιοι στοχάστηκαν πάνω στην φύση του ελυτικού λυρισμού (σκέφτομαι τον Γιώργο Κοροπούλη) και κάποιοι άλλοι
δοκίμασαν την ποιητική τους φόρμα μαζί του (ο νεαρός Δημήτρης Καλοκύρης και ο ώριμος Ευγένιος Αρανίτσης), δεν θα ήταν εξ αυτού του λόγου φρόνιμο να
αναγνωρίσουμε εδώ κάποια συστηματική ροπή ή τάση. Απομένουν οι νέοι ποιητές, οι
σημερινοί 25χρονοι ή 30χρονοι, οι οποίοι, όμως, όντας στην αρχή της δουλειάς
τους και προσανατολισμένοι ακόμη σε ένα πλήθος πηγών και παραπομπών, δεν
μπορούν επί του παρόντος να αποτελέσουν θέμα.
Παραμένει
αλώβητος
Γιατί,
εντούτοις, τα λέω όλα αυτά; Θα έπρεπε τάχα να δημιουργήσει υποχρεωτικά σχολή ο
Ελύτης και θα έπρεπε επιπροσθέτως να συνωστίζονται εκόντες άκοντες οι νεότεροι
στην ποιητική του αυλή προκειμένου να προμηθευτούν υποδείξεις και διδάγματα; Εννοείται πως όχι;
Στη λογοτεχνία ουδείς εκ των άνω κανόνας μπορεί να ισχύσει και τα πράγματα
πάντα αυτορυθμίζονται. Αξίζει, νομίζω, παρ’ όλα αυτά, τον κόπο να επισημάνουμε
το γεγονός πως ένας ποιητής ο οποίος είναι ταυτισμένος στην κοινή συνείδηση με
την ανάταση των αισθημάτων, την εξύμνηση της φύσης και τη λατρεία της Ελλάδας
παραμένει εντέλει αλώβητος ως προς την ενδοποιητική του διάχυση και
οικειοποίηση. Και τούτο επειδή, θα το πω μία φορά ακόμη, η γλώσσα και ο λόγος
του, οι εικόνες και οι παραστάσεις του, αλλά και τα λεκτικά ή τα ηχητικά του
παιχνίδια δεν έχουν στην πραγματικότητα την παραμικρή σχέση με την έξωθεν
αντίληψη και υποδοχή του έργου του.
Έργο το
οποίο εξακολουθεί μέχρι τις ημέρες μας να κοιτάζει με προσήλωση στον εσωτερικό
του καθρέφτη και να αντλεί από εκεί τη μοναδική, καθώς και εξαιρετικά σπάνια,
αύρα του. Έργο, άλλωστε, το οποίο έχει έτσι κι αλλιώς μπροστά του μια μακρά και
περίπλοκη διαδρομή, που σίγουρα μας επιφυλάσσει πλήθος εκπλήξεων ως προς την
μελλοντική του δεξίωση.
ΒΑΓΓΕΛΗΣ
ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ,
Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία & 7 Η ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΖΩΗΣ
Νο 225/12/3/2006, σ.24.
Ο ποιητικός
Κόσμος του ποιητή Οδυσσέα Ελύτη μας αναμένει στο μέλλον….
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς, 23 Απριλίου 2018
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου