Θυμήθηκα….
τον ποιητή Τάκη Σινόπουλο
ΟΝΕΙΡΟ
Ήμουν
τότε κάτω απ’ τη γή, περπατώντας ανάμεσα σε
ρίζες
δέντρων, οι δρόμοι ατελείωτοι, στρωμένοι με τ’
άσπρο
φεγγάρι, τα παπούτσια μου είχανε φαγωθεί πά-
νω
στις πέτρες, τα χέρια μου είχανε φαγωθεί πάνω
στις
πέτρες και κανένα αληθινό παιδί δεν ακουγόταν σε
τούτη
τη χώρα του αναποδογυρισμένου θανάτου.
Θυμήθηκα….
τον Τάκη Σινόπουλο
του Νικήτα
Παρίση
Πάνε
είκοσι χρόνια από εκείνο το πικρό Πάσχα του 1981 που έφυγε ο ποιητής. Κανένας
δεν θυμήθηκε αυτήν την επέτειο. Ούτε μια σεμνή εκδήλωση μνήμης και αναφοράς
στον ποιητή. Μέσα στον πληθωρικό ρητορισμό του φετινού επετειακού τρίπτυχου
(Παπαδιαμάντης, Σικελιανός, Εμπειρίκος), πνίγηκε και χάθηκε ένας πολλά σημαίνων
ποιητής.
Απίστευτο, ειδικά για τον ποιητή Σινόπουλο, να τον έχουν σκεπάσει οι
προσχώσεις της λησμονιάς. Η αδέκαστη και σκληρή δικαιοσύνη του χρόνου δεν
σβήνει εύκολα τον λόγο και τους στίχους του ποιητή’ αυτούς τους στίχους που,
στα χρόνια της επτάχρονης πνευματικής ξηρασίας, μας μάτωναν με την αιχμή τους
τις ξεχασμένες μνήμες και μας έδιναν κουράγιο.
Αγαπούσε
ο ίδιος το ρήμα «σαρώνω» και τη λέξη «σκουπίδια». Πληθωρικές και οι δύο στην
ποίησή του. Σαν κάτι να ‘ξερε ο ποιητής για τον αέρα της ιστορίας που σαρώνει
και σωρεύει σκουπίδια. Όμως, ο λόγος των ποιητών δεν είναι σκουπίδια. Δεν
σαρώνεται εύκολα. Τώρα που πάλι, μέσα στην παγκόσμια παραζάλη, ξαναπαγώνουν οι
δρόμοι της ιστορίας, ο ποιητής Τάκης Σινόπουλος έχει πολλά να μας πει.
Ο
Σινόπουλος, ο ποιητής των αφανών. Αυτή η παράθεση, αυτό το προσκλητήριο άσημων
ονομάτων: μνήμες, τόποι, περιστατικά και χαμένα ονόματα από τις σκοτωμένες
μέρες του εμφύλιου σπαραγμού. Και ξαφνικά, μέσα στο πηχτό σκοτάδι, μια μικρή
χαραμάδα φωτός για την εκτυφλωτική λάμψη της ποίησης: φύκια, σχιστόλιθοι,
όστρακα/μεγάλη θάλασσα σπιθίζοντας, διαμάντια και/μεγάλο μαύρο φως.
Κάτι θα ‘ξερε ο ίδιος. Αναρωτιόταν συχνά: « Μα τι θα
πει κεκυρωμένος!». Να απαντήσουμε εμείς, οι μη ποιητές: να τρυπάς, Σινόπουλε,
το πηχτό στρώμα της σιωπής και να
ξανάρχεσαι στο φως, ντυμένος τη λάμψη της ποίησης!...
Νικήτας Παρίσης, εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ
περιοδικό «ΠΡΟΣΩΠΑ» 21ος
ΑΙΩΝΑΣ τχ. 146/22-12-2001, σ.36
«Εγώ τυφλός και
μάτια μου έχω τα πουλιά»
Σημείωση:
Το ποίημα το «ΟΝΕΙΡΟ» που προηγείται
του κειμένου «Θυμήθηκα… τον ποιητή Τάκη Σινόπουλο» του Νικήτα Παρίση, και δεν
συμπεριλαμβάνεται στο κείμενό του,-αλλά επέλεξα σαν δική μου εισαγωγή-είναι από
την συλλογή του ποιητή Τάκη Σινόπουλου «ΠΕΤΡΕΣ»(1972),
και συμπεριλαμβάνεται στον τόμο ΤΑΚΗΣ ΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ «ΣΥΛΛΟΓΗ ΙΙ 1965-1980,
εκδόσεις «ΕΡΜΗΣ» Αθήνα 1980, σ.60. Στον ίδιο τόμο, περιέχεται και η
ποιητική του συλλογή «ΝΕΚΡΟΔΕΙΠΝΟΣ»(1972)
που είναι αφιερωμένη στην σύντροφό του Μαρία, από τις σελίδες 61-86.
Η συλλογή ΝΕΚΡΟΔΕΙΠΝΟΣ, που τόσο συζητήθηκε κατά την
έκδοσή της και μεταγενέστερα από τους κριτικούς και τους αναγνώστες της ποίησης
του Τάκη Σινόπουλου, περιέχει τα εξής ποιήματα:
ΣΟΦΙΑ ΚΑΙ ΑΛΛΑ
ΜΑΓΔΑ
ΝΕΚΡΟΔΕΙΠΝΟΣ
ΤΟ ΤΡΑΙΝΟ
ΠΕΡΙΠΟΥ ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ
Πιθανές προσθήκες στο ποίημα ΠΕΡΙΠΟΥ ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ
Η ποιητική συλλογή ΤΟ ΓΚΡΙΖΟ ΦΩΣ εκδόθηκε αυτόνομα.
Δανείστηκα σαν γενικό τίτλο των δικών μου αντιγραφών στην μνήμη του Τάκη και
της Μαρίας Σινόπουλου, τον τίτλο του Νικήτα Παρίση από την εφημερίδα «Τα Νέα»
22/12/2001. Αντιγράφω ορισμένα από τα ποιήματα της συλλογής ΝΕΚΡΟΔΕΙΠΝΟΣ για
όποιον ενδιαφερόμενο θέλει να μελετήσει και να ερευνήσει τις δύο συλλογές που
συγγενεύουν μεταξύ τους, όπως ο καθηγητής Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης μας λέει. Ή να
αναζητήσει και να διαβάσει τις ποιητικές συλλογές του ποιητή Τάκη Σινόπουλου
στους εκδοτικούς οίκους που πρωτοεκδόθηκαν ή όπου άλλου. Έτος του ΒΙΒΛΙΟΥ 2018.
«Καμπύλη σύμφωνη της ομορφιάς που
νύχτωσε κάπου κρυφά και βιάζεται να φύγει»
Τα
ποιήματα της συλλογής ΤΟ ΓΚΡΙΖΟ ΦΩΣ
ΤΑΚΗΣ ΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ
ΤΟ ΓΚΡΙΖΟ ΦΩΣ
ΚΑΙ ΟΧΤΩ ΠΙΝΑΚΕΣ
Δ. Ν. ΜΑΡΩΝΙΤΗΣ
ΠΡΩΤΗ ΑΝΑΓΝΩΣΗ
ΚΕΔΡΟΣ 1995, διαστάσεις 17,5Χ24, σελίδες 38, δραχμές
2000
Η συλλογή
αυτή του ποιητή Τάκη Σινόπουλου (Αγουλινίτσα) Πύργος Ηλείας 17/3/1917-Αθήνα
25/4/1981 κυκλοφόρησε σε δεύτερη έκδοση τον Οκτώβριο του 1995 από τις εκδόσεις
Κέδρος. Ας δούμε τι γράφετε στον κολοφώνα του βιβλίου.
ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΤΑΚΗ ΣΙΝΟΠΟΥΛΟΥ ΤΟ ΓΚΡΙΖΟ ΦΩΣ ΜΕ ΟΧΤΩ ΠΙΝΑΚΕΣ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ ΚΥΚΛΟΦΟΡΗΣΑΝ ΣΕ ΔΕΥΤΕΡΗ
ΕΚΔΟΣΗ ΤΟΝ ΟΚΤΩΒΡΙΟ ΤΟΥ 1995 ΓΙΑ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ ΤΩΝ ΕΚΔΟΣΕΩΝ ΚΕΔΡΟΣ Α.Ε., Γ.
ΓΕΝΝΑΔΙΟΥ 3, ΤΗΛ. 38.09.712. ΑΤΕΛΙΕ-ΣΤΟΙΧΕΙΟΘΕΣΙΑ ΦΩΤΟΚΥΤΤΑΡΟ Ε.Π.Ε. ΑΡΜΟΔΙΟΥ
14, ΤΗΛ. 32.44… ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΖΑΧΑΡΟΠΟΥΛΟΣ-ΣΙΤΑΡΑΣ-ΖΑΧΑΡΟΠΟΥΛΟΣ, ΚΥΠΡΟΥ 9, ΜΟΣΧΑΤΟ,
ΤΗΛ. 48.17.. ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΕΞΩΦΥΛΛΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΩΛ ΓΕΡΑΝΙΟΥ 5, ΤΗΛ. 52.41..
ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΣΧΕΔΙΑΣΕ ΚΑΙ ΕΠΙΜΕΛΗΘΗΚΕ Η ΞΑΝΘΙΠΠΗ ΜΙΧΑ
ΜΠΑΝΙΑ
Επίσης πριν το ISBN της έκδοσης στην έκτη σελίδα,
δίνονται και τα εξής στοιχεία: Παύλος Σινόπουλος, Μαρία Σινοπούλου, Παρασκευή
Βασιλοπούλου, 1995, Εκδόσεις Κέδρος Α. Ε. 1995.
Εκτός από τους οκτώ πίνακες του ποιητή που
χρονολογούνται από τις αρχές της δεκαετίας του 1960 (1961), που συμπληρώνουν
την καλαίσθητη αυτή έκδοση, υπάρχει και ασπρόμαυρη φωτογραφία του ιατρού-ποιητή
στο σπίτι του νεότερου ποιητή της Γενιάς του 1970 Γιάννη Κοντού, Καθαρή
Δευτέρα. Χωρίς χρονολογία.
Της έκδοσης των ποιημάτων του πλέον Σεφερογενούς
ποιητή Τάκη Σινόπουλου, προηγείται η κατατοπιστική και ενδιαφέρουσα «ΠΡΩΤΗ
ΑΝΑΓΝΩΣΗ» του κυρού καθηγητή και συγγραφέα Δημήτρη Ν. Μαρωνίτη.
Ας δούμε τι γράφει ο καθηγητής Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης
στην τετρασέλιδη Πρώτη Ανάγνωση των ποιημάτων.
Τριάντα πέντε χρόνια να φτιάχνεις
ποιήματα και να δημοσιεύεις ποίηση-ένας δρόμος μακρύς και εξαντλητικός. Τα
ονόματα και οι σταθμοί του:
Μεταίχμιο
1951,
Άσματα
1953,
Η
γνωριμία με τον Μάξ 1956,
Ελένη
1957,
Μεταίχμιο
β΄ 1957,
Η
νύχτα και η αντίστιξη 1959,
Το
άσμα της Ιωάννας και του Κωνσταντίνου 1961,
Η
ποίηση της ποίησης 1964,
Πέτρες
1972,
Νεκρόδειπνος
1972,
Το
χρονικό 1975,
Νυχτολόγιο
1978.
Και τώρα: Το
γκρίζο φως 1980.
Σημασία
έχει ότι ύστερα από το Το Χρονικό
(έτσι κι αλλιώς ένα βιβλίο μικτό), εδώ και πέντε χρόνια ο Σινόπουλος δεν
δημοσίευσε ακριβώς ποιήματα. Ο χάρτης και το Νυχτολόγιο περιέχουν κυρίως ύλη προποιητική: υπομνήματα ζωής και
γραφής. Τώρα λοιπόν, στα 63 του χρόνια, ο Σινόπουλος (ύστερα από πεντάχρονη
δοκιμασία ή έστω: αμηχανία) ξαναγυρίζει και προχωρεί στην ποίηση με μια νέα
σύνθεση σε οχτώ μέρη. Όποιοι αγαπούν τους ποιητές ξέρουν πώς μια τέτοια
επιστροφή είναι σημάδι ώριμο, παρήγορο και γενναίο.
Και δεν
είναι, πιστεύω, τυχαίο: Το γκρίζο φως φωτίζει, στα οχτώ μέρη
της σύνθεσης, ορόσημα κρυφά και φανερά ενός γυρισμού. «Είμαι ένας άνθρωπος που
έρχεται συνεχώς από τον Πύργο»-σημείωνε ο Σινόπουλος στο Νυχτολόγιο (σ.25). Αν η απλή αυτή ομολογία δείχνει τον ομφάλιο λώρο
της γενέθλιας γης, που κράτησε δικό της ευτυχώς τον επαρχιώτη ποιητή, όσο κι αν
αυτός περιπλανήθηκε (η επαρχιακή φύτρα του Σινόπουλου είναι, πιστεύω, η πιο
γερή ρίζα της ποίησής του), τώρα ο Πύργος και η ενδοχώρα του μεταβάλλονται από
αφετηρία σε τέρμα της περιπλάνησης. Πάντως η γεωγραφία της πατρίδας αποτελεί το
σκελετό της νέας σύνθεσης.
Ο
«απέναντι τοίχος» (1) ανήκει σ’ ένα συγκεκριμένο «σπίτι» (3) και το σπίτι σε
μια ονομασμένη «πόλη» (2). Η πόλη έχει τα γνώριμα «μαγαζιά» της (2) αλλά
προπάντων το απαραγνώριστο «ποτάμι» της (1,2,7). Είναι μια πόλη-χώρα: πράσινη
και βλαστημένη πλάι στη θάλασσα (2,4,5,6,8).
Πλάι στα
σημάδια της φυσικής αυτής γεωγραφίας υπάρχει και το αρχετυπικό σκηνικό του
γυρισμού, σε λανθάνουσα διατύπωση: το «σκυλί στην πόρτα» και «το γέλιο» της
υποδοχής δηλώνοντας με την απουσία τους (3)’ η γυναίκα κυκλοφορεί μόνο μέσα στο
όνειρο (5)’ οι φίλοι συμψηφίζονται στον Κίμωνα, που αποκρούει τους νεκρούς (7)’
τέλος, στη σφραγίδα της σύνθεσης, εντοπίζεται η αρχαία εστία με τη χόβολή της
(8).
Κι αν
στο ένα άκρο, ως υποδοχή, ανασταίνεται η πραγματική χώρα της παιδικής και
εφηβικής ηλικίας, στο άλλο άκρο ανοίγει, φανταστική «πόρτα ελπίδας, η οδός
Αχαρνών» (6).Ανάμεσα κυκλοφορεί το: «τραίνο στις 12 και στις 8».
Κάθε
γυρισμός είναι προπάντων δρόμος που έγινε χρόνος. Τα βήματα μιάς τέτοιας
διαδρομής ακούγονται καθαρά στο Γκρίζο
φως: «θα σας μιλήσω αργότερα» (1)’ «θα ξαναβρείς τα βήματά σου στο
δρόμο-χρόνο» (2)’ «στροφή στην καταχνιά του χρόνου» (6)’ «περπατώντας το
κόκκινο σκληρό αμμοχάλικο» (8).
Ο
δρόμος-χρόνος είναι οδηγός της μνήμης που ρυμοτομεί την καινούργια σύνθεση. Η
δραστηριοποίηση της μνήμης στο παρόν επιβεβαιώνει βέβαια τη φθορά του ανθρώπου
και των πραγμάτων, αλλά δεν ματαιώνει την αρχική σημασία τους και την τελική
τους σεμνή υπόσχεση. Πρόκειται πάντως για μια μνήμη που δεν λειτουργεί ως αναδρομή
στα περασμένα, αλλά ως επιδρομή στα τωρινά και τα μελλούμενα. Η μνημονική αυτή
δράση συναντά στο δρόμο της τη φωτιά: είναι ταυτόχρονα εχθρός της και φίλος,
αναστέλλει αλλά και καθαρίζει τη μνήμη από τα σαρίδια της. Όταν η σύνθεση
σβήνει, η φωτιά έχει γίνει χόβολη (8), γόνιμη και υπομονετική (4,8): ένα «πικρό
ξύλο» ή ένα «αυγό» είναι τα δώρα της.
Ο
γυρισμός στο Γκρίζο φως φαίνεται πως
αναπλέει τις εκβολές του Αλφειού, αφήνοντας πίσω τους το θάνατο, αν όχι τους
νεκρούς(7). Από εδώ προκύπτει και ένας τόνος σωτηρίας που διαπνέει τη σύνθεση.
Ωστόσο η ζωή που γλίτωσε από τη δοκιμασία της, έγινε στο μεταξύ περισσότερο μια
ζωή ενύπνια. Η πιο γνώριμη κατάστασή της είναι ο αποκαλυπτικός ύπνος (1, 7) και
το όνειρο: ερωτικό (5) ή εφιαλτικό (7). Στην πραγματικότητα πρόκειται για ένα
είδος εγρήγορσης μέσα στον ύπνο, αγρυπνία μέσα στη νύχτα του ύπνου, και
καταγγέλλει το ουδέτερο «κοιμάμαι» (6,7).
Ο
σύνθετος αυτός τόνος απαγορεύει πρόχειρες αποφάσεις για την αισιοδοξία ή την
απαισιοδοξία της νέας σύνθεσης. Το ποίημα βρίσκεται πέρα από ένα τέτοιο
δίλημμα. Δίχως να λείπει η δραματική οξύτητα εντελώς (το γκρίζο φως αγριεύει
κάποτε φεγγοβολώντας, ή γίνεται «ξερό» στον «κοφτερό αέρα»), η σύνθεση στο
σύνολό της έχει αφήσει πίσω της το δραματικό αγώνα και έχει προχωρήσει στον
ποιητικό στοχασμό. Το ταξίδι δίδαξε ότι ο κόσμος δεν αρχίζει, όπως ελπίσαμε, με
μας και δεν θα τελειώσει με μας: «πολύ πρίν από σένα» (8).
Έγινε συχνά
ως τώρα λόγος για σύνθεση. Νομίζω πως πολύ σπάνια στα ποιητικά μας πράγματα ο
συνθετικός χαρακτήρας είναι τόσο ευδιάκριτος και φυσικός όσο το Γκρίζο φως: ενώ καθένα από τα οχτώ
ποιήματα διεκδικεί και πετυχαίνει την κατακόρυφη θέση του, τα κύρια θέματα και
οι βασικοί τόνοι της σύνθεσης προκαταβάλλονται, προβάλλονται και υποχωρούν,
καθώς πραγματοποιούμε τη διαδρομή μας από το πρώτο ως το όγδοο μέρος. Έτσι
εξασφαλίζεται ένα είδος σταυρολεξικής ανάγνωσης της ποιητικής συνοχής.
Ωστόσο η
σοβαρότερη, πιστεύω, αρετή εδώ είναι άλλη. Στο Γκρίζο φως ο ίδιος ο ποιητικός
λόγος κάνει αυτό που επιχειρεί και το ποιητικό υποκείμενο της σύνθεσης:
επιστρέφει, ενεργοποιεί τη μνήμη του, τη μεταφέρει στο παρόν και απολογίζεται.
Μια προσεκτική συγκριτική μελέτη θα δείξει, πιστεύω, ότι Το Γκρίζο φώς κατάγεται από τον Νεκρόδειπνο
και θα πρέπει να διαβαστεί ως συνέχειά του. Πάντως καίρια θέματα εκείνης
της σύνθεσης επανέρχονται εδώ σε καινούργιες αναλογίες και κατανομές. Μήτρες
ποιητικές, που είδαν εκεί για πρώτη φορά το φώς, μεταφέρονται (αυτούσιες
σχεδόν) εδώ και δοκιμάζονται κάτω από διαφορετικό φώς. Ο ποιητικός, λοιπόν,
λόγος φαίνεται να γυρεύει, ύστερα από τη δραματική του περιπέτεια στον Νεκρόδειπνο, τη γενέθλια γη: ξυπνώντας
στην Ιθάκη του, μας αφήνει να διακρίνουμε πάνω στο σώμα της γλώσσας του σημάδια
από τα πάθη και τις γνώσεις του. Αυτό είναι όλο, κι αυτό είναι πολύ.
Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, Ιούνιος 1980
.1.
Πρόκειται για εκείνο το τετραγωνάκι στο δυτικό
παράθυρο
και για το γκρίζο φώς του απογεύματος στον τοίχο
απέναντι
πολλές φορές κοιτάζοντας
είδα στον ύπνο
το γκρίζο φώς του ποταμού
κατέβαινε
θα σας μιλήσω αργότερα.
.2.
Τώρα μαζί σου ηλιοδεμένος
ο ουρανός του Πύργου
εκείνο το σκούρο χαλκό
Ένα ένα-δέντρα δείχνουν την πόλη
ψιλή βροχή πλαγιάζει
σ’ αυτό το κατηφόρισμα
Θα ξαναβρείς τα βήματά σου
στο δρόμο-χρόνο. Είναι το ίδιο φώς
του Γκρέκο. Τα ίδια
σιδερικά στα μαγαζιά,
το φυσερό το αμόνι.
Τώρα μαζί σου το άρωμα του χόρτου.
Θα ξαναβρείς την πόλη-γέρασε σαράντα χρόνια
Πούλησες τα μαλλιά σου τα δόντια σου
είδες.
Τη νύχτα το ποτάμι κοιμάται στο πλευρό σου
φύλλα της λεύκας ως τις εκβολές.
.3.
Δεν ήταν μήτε το γέλιο
μήτε σκυλί στην πόρτα
το σπίτι απέναντι στον τοίχο του
έχει ένα απόγευμα.
.4.
Οξύ πράσινο-φόρεμα σε αγκάθια
μυρίζεις από
αγρύπνια πολλά δάση
μη μου πείς: Δεν ξέρω αυτό το πέρασμα,
έχει καεί.
Το αίμα κάηκε. Τεντώνεις φαγωμένα χέρια
στις άλλες ηλικίες.
Ο χρόνος προσπέρασε μην ξεχάσεις
Εκείνο που είχες
το πικρό ξύλο.
Τα φύλλα θα βγούν, η βλάστηση
απ’ όλα τα παράθυρα.
.5.
Μουσκεμένα μαλλιά στο νερό-είναι όνειρο.
Γκρίζα μαλλιά στο συρματόπλεγμα-είναι όνειρο
οι πάσσαλοι υπάρχουν
στη θάλασσα το νερό σ’ αγγίζω μ’ αγγίζεις
τα μαλλιά σου ζωντανά καίγονται-είναι όνειρο
κάποιος αγρύπνησε τρυπώντας το σκοτάδι
με τα καρφιά του. Δεν είμαι εγώ, κοιμάμαι.
Σ’ αγγίζω είσαι γυμνότερη απ’ το κόκαλο
το στήθος
χωρίς κανένα μαύρο δώρο.
.6.
Σπάρτα γκορτσές τιναγμένα-
στροφή στην καταχνιά του χρόνου.
Άρχισα να φωνάζω στην κάμαρα-κανείς
Άνοιξα την πόρτα-η οδός Αχαρνών-της
Ελπίδας
Εσύ κοιμάσαι στην οδό –Αχαρνών- της Ελ-
πίδας
Ξύπνα φωνάζω πρέπει ν’ αγοράσεις δάφνη και
Δυόσμο.
Το μοσχοκάρυδο με το λαιμό του πουλιού πού
χαιρόταν
Σκέψου τώρα και μένα
Στείλε μου λίγο φώς τα σπλάχνα μου έχουν αδειά-
σει
τραίνο στις 12 και στις 8.
.7.
Είναι καιρός να κοιμηθούμε
στην αγρύπνια της νύχτας.
Στο προηγούμενο όνειρο μου το ‘λεγε ο Κίμων
το στόμα σου έχει πολύ σκοτάδι.
Μονάχα στα όνειρα, είπε ο Κίμων, έτσι
φεγγοβολάει ξαφνικά το νεκρόφως του ποταμιού.
Ά όχι, άσε αυτούς τους νεκρούς, είπε τότε ο Κί-
μων.
Ήταν μνήμη το μάτι του
τ’ αμίλητο κοίταγμα
Τους κατεβάσαμε
κάτου, στον κάτου κόσμο.
Μονάχα στα όνειρα, είπε ο Κίμων.
.8.
Να θυμηθείς μαζί μου αυτές τις άγριες κουμαριές
περπατώντας το κόκκινο σκληρό αμμοχάλικο στην
πλαγιά
Πολύ πρίν από σένα το ξερό φώς
ο κοφτερός αέρας
ξυστά πάνω στους λόφους-στο Εφταχώρι.
Είχαν τσακίσει τα νεφρά σου.
Στην κατηφόρα έσπασε το φορείο.
Να τιναχτούνε λίγες λέξεις
Και το αυγό που θ’ απομείνει στη χόβολη
θα ‘ναι δικό σου.
ΝΕΚΡΟΔΕΙΠΝΟΣ
(1972)
Στή
Μαρία
ΣΟΦΙΑ ΚΑΙ ΑΛΛΑ
Ανεξιχνίαστη, μεσουρανούσα ανάμεσα στα διψασμένα
δέντρα του Ιουνίου κυμάτιζε, νύχτες και νύχτες η Σο-
φία, πέθανε ο πατέρας της σε φοβερό
δυστύχημα πρίν έξη μήνες, μαύρο φόρεμα, μαύρο μαλ-
λί, και το κορμί ψημένο επίμονα τα μεσημέρια στο
Σαρωνικό, το στήθος σκύβοντας,
τόντις ωραία, περήφανα τα δυό της στήθια, κι ο Λευ-
τέρης ήξερε, μονάχα αυτός, κλειστή η Σοφία, κι άς
έπαιζε, τα πόδια της ανήσυχα στο κάθισμα, καθώς
βραδάκι δροσιζόμαστε Φωκίωνος Νέγρη, μίλαγαν εδώ
κι εκεί με τη Φανή, χαχάνιζαν κρυφά, κι όταν γυρί-
ζαμε, τ’ ωραίο σώμα εσάλευε όπισθεν.
Από κοντά ο Λευτέρης και στο αφτί τον ρώταγα, γε
λούσε, φίνος πάντα, ένα σκαστό γελάκι, το μουστάκι
του ξανθό στο απάνου στο χείλος, όμορφο παιδί.
Ερεθιζόμουν τότες, έγραφα συνέχεια ποιήματα, σή-
μερα τα κοιτάζω πίνοντας καφέ, βαρυέμαι, ωστόσο
βυθισμένος στα γραφόμενα,
χτυπάει η πόρτα, ο αδελφός μου ο Γιάννης, δανεικά
και τούδωκα, κοίταξε, λέει, να παντρευτείς, καιρός
σου πιά.
……………………………………….
ΜΑΓΔΑ
Μεγάλο μαύρο φώς
Όλη τη νύχτα φώς και τα μάτια της Μάγδας, τα που
λιά διασχίζοντας τα μάτια της Μάγδας, ένα πλήθος
ταραγμένα πουλιά, προσπερνώντας τα τείχη της νύ
χτας, ύστερα το σκούρο κεφάλι, το σκούρο κορμί,
πάνω στα χείλη η σκοτεινιά και χάραζε ένας άλλος
έρωτας-
όπως είναι στα όνειρα, δύο καθίσματα και παράθυρα
δύο, και η πόρτα κι ο κήπος.
Απέξω κάποιος σφύριξε προσμένοντας απόκριση, τότε
ακουστήκανε τά φορτηγά, κατέβηκαν με προσοχή το
δρόμο, οι προβολείς εστρίψανε άξαφνα κι ο κήπος με
τά δέντρα του έρημος, μονάχα πέτρες και σιωπή.
Το μισοσκόταδο πλημμυρισμένο πλούτος. Όλα
γινόνταν ένα δίχτυ αληθινό, τόσο μεγάλο, και παντού
μέσα στο σπίτι, καθρέφτες ασάλευτοι, σε κάθε τοίχο,
σε κάθε γωνιά, καθρέφτες αινίγματα, ως το άπειρο
βαθαίνοντας, δεν ήξερες πού είναι, ποιο είναι το πρό
σωπό σου.
Τότε, ζεστό όπως φέγγει το κορμί, σηκώθηκε από-
τομα η Μάγδα, πήγε στη μέσα κάμαρα, σ’ ένα άλλο
σκοτεινότερο όνειρο, κι εγύρισε, κι ήτανε τώρα η Άρ-
τεμις, η Μίνα, η Δήμητρα, κι ήτανε τώρα εκείνη η
μακρινή Νανά, βράδυ στη Λάρισα, στο πίσω μέρος
του σταθμού, μονάχη, ματωμένη, τρέχοντας ανά-
στατη.
Τότε έφτασε κι ο Παύλος, άρρωστος, είχε κατέβει
από τον πόλεμο και κοίταζε άφωνος τον ουρανό, ποιόν
πολεμήσαμε, τόσα κουφάρια στις κατηγορίες, κι όπως
ερχόταν η Νανά, το μάτι του άστραψε μεμιάς, την
άδραξε διψώντας με τα χέρια του, κι ο λόφος του ώμου
πιο ψηλά, κι ένα μονοπάτι λοξό στη μνήμη ανηφόριζε.
Κι από κεί πέρα τα μαγαζιά του Πύργου και το μεγά-
λο δάσος της Καπέλης, κι από κεί πέρα τ’ απομεσή-
μερο, κι η θάλασσα του Αγιαντρέα, κι οι πέτρες έκα
τομμύρια, κι ο άμμος, και το νερό, αίμα μονάχο.
Κι όπως οι ντουφεκιές συνέχιζαν, θέριζαν κάτω την
ακτή, λαχανιασμένοι εμείς συρθήκαμε, φεύγοντας η
μέρα, τρυπώσαμε σε κείνη τη σιδερένια πόρτα και
ξάφνου ο χτύπος πάνω απ’ το κεφάλι μας κι ύστερα
ο άλλος χτύπος, ο άλλος χτύπος, ο άλλος χτύπος, έ-
τρεμα ακούγοντας.
……………………………………
ΝΕΚΡΟΔΕΙΠΝΟΣ
Δάκρυα πολλά με καίγανε, μονάχος κι έγραφα, τι ή-
μουν εγώ, μιλώντας έτσι μέ,
χρόνια και χρόνια ζωντανεύοντας χαμένα πρόσωπα, κι
απ’ τά παράθυρα έμπαινε
δόξα, χρυσό σκοτεινιασμένο φώς, τριγύρω μπάγκοι
και τραπέζια και
παράθυρα, καθρέφτες ως τον κάτου κόσμο. Κι ήρθανε
ο ένας μετά τον άλλο ξεπεζεύοντας,
ο Πόρπορας, ο Κονταξής, ο Μάρκος, ο Γεράσιμος,
μια σκούρα πάχνη τ’ άλογα κι η μέρα όπως ελόξευε
σε μουδιασμένο αιθέρα, ήρθανε ο Μπίλιας, ο Γουρνάς,
γύφτοι γραμμένοι στο μισόφωτο, κι ο Φάκαλας, βα-
στούσανε
το μαντολίνο, την κιθάρα, τον αυλό,
στον ήχο αλάφραινε η ψυχή, το σπίτι μέσα εμύριζε
παντού βροχή και ξύλο, κι άναψαν,
μονάχα πού άναψαν φωτιά ζεστή να πυρωθούν, χα-
ρούμενα τους φώναξα.
Ήρθε ο Σαρρής, ο Τσάκωνας,
ήρθε ο Φαρμάκης, ο Τορέγας, ο
Το μούτρο του ξινό, σημαδεμένο απ’ τη βλογιά, στην
Άκοβα στο κάστρο εσκάλιζε το χώμα με τα νύχια του,
ματώσανε, μου μίλησε για την ακολασία και το μαρ-
τύριο, τόσο σκοτεινός πού τρόμαξα, γλιστρώντας πήρα
τον κατήφορο.
Πήραμε τον κατήφορο, στάχτη παντού, καμένο χώμα,
σίδερο, πάνω στις πόρτες ένα μαύρο Χ και τόξερες
εδώ πέρασε ο θάνατος, μέρες και νύχτες με τά πολύ-
βόλα που θερίζαμε
κι άκουγες ώχ και τίποτ’ άλλο. Κι ήρθανε
πολλοί. Μπροστά τους ο Τζαννής, ο Παπαρίζος, ο Ε-
λεμίνογλου, πιο πίσω ο Λαζαρίδης, ο Φλασκής, ο
Κωνσταντόπουλος-σε τι εκκλησίες τους διάβασαν,
τους θάψανε, κανείς δεν ξέρει σε τι χώματα.
Τότε τον βοήθησα να βγει, πεσμένος στο χαντάκι ανά-
σκελα, τον κράτησα και μούμεινε στα χέρια κι η γυ-
ναίκα του τον άλλο μήνα, μύριζε χορτάρι, χαμηλά στον
κήπο, απομεσήμερο, της μίλησα που πέθανε, γιομάτο
σκοτεινό κορμί, πάνω στο στήθος μου κλαψούριζε, νύ-
χτα καιρό τα δάση λάμπανε κι οι ρίζες λάμπανε, η
φωνή δεν έσβησε χρόνια και χρόνια και.
Φεγγάρι φεγγαρόφωτο, μέρες κλειστές, πέτρα πυρ-
γώθηκε ο χειμώνας, δίχως ήλιο, δύσκολος, τον άκουσα
το χτύπο και τον άλλο χτύπο, εχάραζε, και σπάσανε
τις πόρτες και μας σύρανε, δίχως ανάσα, εδώ θα πε-
ριμένετε, και χάραζε ένα τόσο φώς.
Ήρθανε γέροι και παιδιά.
Μές στα φτενά τους ρούχα πώς αντέξανε,
πώς μεγαλώσανε σε τόση φρίκη τα παιδιά.
Οι γέροι τρίζοντας, ψηλότεροι απ’ το σώμα τους.
Και τα παιδιά,
βαστόντας το τσεκούρι, το μαχαίρι, το μπαλντά, στα
μάτια τους
η καταφρόνια κι η φοβέρα, μήτε μίλησαν.
Χαντάκια, σκουπιδότοποι, μαύρες μανάδες ολολύζον-
τας, ποιόν σκότωσες εσύ, ποιόν σκότωσες εσύ, πόσους
σκοτώσαμε;
Τόσο αίμα και τα χέρια του Λουκά, κι άλλα κομένα
σύρριζα, τα βρίσκαμε στη ρεματιά μετά από μήνες
φεύγοντας,
σήμερα εδώ, τη νύχτα αλλού,
φονιάδες, καταδότες, κλέφτες και μοιχοί, φαντάροι,
χωροφύλακες, νοικοκυραίοι και μαγαζάτορες
κι άλλοι πολλοί καβάλα στον καιρό κι ανάμεσα
κορίτσια του χαμού, ξεπόρτισαν, ο πυρετός η πείνα,
εστάθηκαν στον τοίχο, εφύσαγε κακός αέρας. Κι ήρ-
θανε
η Λίτσα κι η Φανή γλυκομηλιές, ήρθανε η Ντόνα κι η
Νανά, ψιλές σαν άχερο, η Ελένη ακόμα χλόη το χνούδι
της,
δάφνες, αγράμπελες, μυρτιές
μικροί χαμένοι ποταμοί.
Κι ένα πρωί,
το δέντρο το πρωί που ξύπνησα ήτα όλο πράσινο,
τόσο πολύ τ’ αγάπησα πού ανέβηκε στον ουρανό.
Κι εκεί ήρθανε πουλιά, της ευφροσύνης, του ήλιου,
γιόμισαν τον τόπο με φτερά και χρώματα, περλεκαμοί
κι άλλα παράξενα, σειράδες, τσιλαμήθρες, σκόρτσοι
και νυφούλες και,
δώρα του Θεού, χαρούμενα πουλιά, σπαθίζοντας συνέ-
χεια το γλαυκό. Κι’ ανάμεσα τους ήρθαν
ο Γιάννης ο Μακρής, ο Πέτρος ο Καλλίνικος, ο Γιάν-
νης ο κουτσαίνοντας.
Καθίσαμε στο ανάχωμα, έβγαλε το σουγιά του ο Ρού-
σκας, έκοβε το χόρτο, μόλις φύτρωνε.
Κι ο κάμπος καταχνιά. Κι ερχόταν άνοιξη, την άκου-
γες. Μια πόρτα και το ξύλο της εμύριζε ουρανός.
Ήρθανε οι μέρες του σαράντα τέσσερα
κι οι μέρες του σαράντα οχτώ.
Κι από την Πελοπόννησο ως την Λάρισα
βαθύτερα ως την Καστοριά,
πάνω στο χάρτη μαύρο μόλεμα,
η Ελλάδα σύντομη ανασαίνοντας-
Πάσχα στην έρημη Κοζάνη μετρηθήκαμε,
πόσοι έμειναν ψηλά, πόσοι κατέβηκαν
πέτρα, κλαδί, κατήφορος,
το σκοτεινό ποτάμι.
Βαστόντας το ντουφέκι του σπασμένο ήρθε ο Προ-
σόρας,
ο Μπακρυσιώρης, ο Αλαφούζος, ο Ζερβός,
στη σύναξη ζυγώσανε. Κοιτάχτε, εφώναξα, κοιτάξαμε.
Το φώς πλημμύρα, ο καρποφόρος ήλιος
μνήμη των αφανών. Τα χρόνια πέρασαν, ασπρίσαμε,
τους έλεγα.
………………………………….
ΤΟ ΤΡΑΙΝΟ
Δεν τά κατάφερνε να κοιμηθεί, ζέστη του κερατά, και-
γότανε το μεσημέρι, η κάμαρα μια κόλαση, πλάγιασε
πάλι, απέναντι η Φανή,
το μάτι της Φανής ασάλευτο στο κάντρο, χρόνια δε-
καεφτά πού πέθανε, κι όξω απ’ την κάμαρα ο σταθμός,
σακατεμένος μηχανές βουλιάζοντας στο σίδερο.
Τραίνο στις 12, τραίνο στις 3, τραίνο στις 4 και τέ-
ταρτο, τότε το τραίνο κίνησε νυστάζοντας, κι άκουγες
τους αρμούς τα κόκαλα, τροχοί και κόκαλα, κ από τα
σπίτια πίσω ο μέγας ουρανός, κι από τα δέντρα πίσω
ο μαύρος ουρανός, το τραίνο παίρνοντας
την κατηφόρα, χώματα ξερότοποι, κι αυτός σκυμένος
στο παράθυρο, μήτε ήρθε στο φυλάκιο της στροφής
εκείνη ηα ανώνυμη γυναίκα, στάχτη κι ερημιά το μού-
τρο της, να σύρει τη βαρειά αλυσίδα, ο δρόμος
ανοιχτός
και η άσφαλτο, κι ο σκύλος μήτε σάλεψε, χωμένος στη
γαρουφαλιά, το τραίνο παίρνονας
την άλλη κατηφόρα, ίσια γραμμή, δεξιά το πεύκο βύ-
ζαινε το φώς, και κάτω δέκα μέτρα η θάλασσα, σωστό
γυαλί στον ήλιο αστράφτοντας, η αρμύρα από τη θά-
λασσα, κι ο λίγος άμμος, το νερό σε μια φανταστική
συνέχεια, ο λίγος άμμος το κορμί του καίγοντας, στον
ήλιο καίγοντας.
Ένας γυμνός ανάσκελα, χωμένος μές στο καλοκαίρι,
βούιζε το κεφάλι του, γιομάτο κυπαρίσσια και τζιτζί-
και το κεφάλι του πριζότανε.
Χιλιάδες σπίθες στο εσωτερικό και σκοτεινιά κι αντί-
λαλοι, κι όξω στον άμμο ένα μεγάλο φώς, πλατύ χω-
ράφι αθέριστο, γιομάτο φώς, κι εκείνος,
έτσι πρησμένος και γυμνός, ανάσκελα, σε τούτη την
απίστευτη εκμηδένιση, το μάτι του άδειο, γράφοντας
τα γεγονότα τ’ ουρανού, τα κυπαρίσσια ακίνητα και
μια σειρά πουλιά, μαύρα, λοξεύοντας,
χιμώντας πάνω στο κουφάρι του, με πείνα αρπάζοντας
τα σπάραχνα, σκουντώντας τόνα τ’ άλλο, κράζοντας,
και τρώγανε ανυπόμονα κι ακούγονταν μέσα στο φώς
οι φοβερές φτερούγες πού χτυπούσανε.
Κατέβηκε παντού η σιωπή.
Κατέβηκε με τ’ άροτρο ο Θεός.
…………………………..
ΠΕΡΙΠΟΥ ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ
Έτσι κατέβηκε απ’ τον πόλεμο, με φαγωμένα τ’ άρ-
βυλα και το χακί του αμπέχωνο.
Μονάχα εκείνη η σκοτεινή κατηφοριά, πιο χαμηλά τά
δέντρα ανοίγοντας, ένα κομμάτι ποταμιού-ποτάμι
παγωμένο φώς.
Βρήκε το σκύλο του-δε γαύγισε.
Και κάτι σκοτωμένοι δίχως όνομα το πρώτο απόγευ-
μα. Ύστερα πολλά μπερδεμένα απογεύματα, στο κά-
τω της γραφής όλα χωνεύονται στα χαρτιά, συλλογί-
στηκε.
Μέρες ξερές σα ντουφεκιές, ένα φεγγάρι ακίνητο πάνω
σε σπίτια και συρματοπλέγματα.
Αμίλητοι άνθρωποι του γύρεψαν ταυτότητα, ξανά ταυ-
τότητα.
Τον πήρε η κόρη του κακού και πάλεψε,
Κι όπως κοιμότανε τη νύχτα, ματωμένα βουνά και
πέτρες πού πέφτανε απάνω του, γύρω γύρω μισοί,
μισοφώτιστοι οι φίλοι του
και άλλοι με φάτσες που μόλις θυμόταν, με περίεργα
μάτια συναγμένοι τον κοίταζαν.
Πού πάγαινε καμμιά φορά στον έρωτα, βρισκόταν αν-
τιμέτωπος με κείνες τις μαινάδες, ανεβαίνανε κοπάδι
απ’ το γιαλό, τον κυνήγαγαν ως πάνω στο λόφο.
Δρασκέλιζε ξέρες κι αμμότοπους, σακατεμένος δίψα-
γε, έπινε από σκοτεινές πηγές.
Συνέχεια βούλιαζε κι ανέβαινε
στον ίδιο λάκκο.
Δεν κάτεχε
άλλη δύναμη,
μονάχα τα χαρτιά του βασανίζοντας, ένα σωρό σβη-
σίματα, το βράδυ ανάστατος, όταν ο κόσμος παρα-
σταίνεται με πρόσωπα νεκρών.
Μια μέρα είδε ένα χέρι με σπασμένα δάχτυλα, μια
μέρα ο φοβερός αέρας.
Τα χρόνια με τα χρόνια αβάσταχτα. Κι οι αιώνες παν-
του το ίδιο σκοτάδι.
Μετρώντας πόσος θάνατος του περίσσευε και πρίν και
μετά από κάθε ποίημα.
Έφραζε με παλιές εφημερίδες το κορμί, να μην περ-
νάνε απ’ τις χαραματιές τα νερά και το κρύο.
Ύστερα εκείνη η θάλασσα, στον Αγιαντρέα χαράματα,
κι ό,τι στον ίσκιο καραδοκώντας,
ένα άγριο φώς στην όψη του, καθώς ανέβαινε το δρόμο
στον αιθέρα,
ένοικος τώρα του παντοτεινού,
κεκυρωμένος.
Πιθανές προσθήκες στο ποίημα
ΠΕΡΙΠΟΥ ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ
………………
Ακούγοντας ένα απομεσήμερο κάτι φωνές απόξω, του
ήρθανε μια σειρά φρικιαστικές αναμνήσεις, περίπατοι
από τα παγερά παιδικά του χρόνια, θερισμένα, φαρ-
μάκι όπως ήταν.
Μια μέρα είδε
το μούτρο του εντοιχισμένο ανάμεσα
στις πέτρες του σπιτιού. Έχω πεθάνει, θα πεθάνω,
συλλογίστηκε.
Μά τι θα πεί κεκυρωμένος;
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς 26 Απριλίου 2018
ΥΓ.
Άκουσα στις ειδήσεις σοβαρού ραδιοφωνικού σταθμού, ότι κοιμήθηκε ένας Ωραίος
Έλληνας, ο Άγγελος Δεληβορριάς. Καθηγητής και Ακαδημαϊκός, Διευθυντής του
Μουσείου Μπενάκη για πολλά χρόνια. Ένας Έλληνας που μας δίδαξε πολιτισμό,
διέδωσε πολιτισμό, ανέδειξε την ταυτότητα της περιλάλητης γενιάς του 1930.
Πόσες και πόσες Εκθέσεις δεν παρακολουθήσαμε εμείς οι νεότεροι νεοέλληνες είτε
στο Νεοκλασικό του στο Κολωνάκι, (Φαγιούμ) είτε στην οδό Πειραιώς. (Γιάννης Τσαρούχης,
Αλταμούρας, Στεφάνου…). Οι εκδόσεις επίσης του Μουσείου Μπενάκη είναι σύγχρονοι
οδηγοί ανάγνωσης για το έργο εικαστικών και ποιητών. Όσοι είχαν την τύχη να παρακολουθήσουν
έστω και μία φορά μία διάλεξη του Άγγελου Δεληβορριά, θα θυμούνται το μειλίχιο ύφος
του, τις τεράστιες γνώσεις του, το ήρεμο ύφος του, το πάθος με το οποίο υποστήριζε
τις θέσεις του, το μεγάλο του όραμα όχι μόνο για τα Μουσεία αλλά και την διάδοση
του ελληνικού πολιτισμού και της παράδοσης. Την απογοήτευσή του για το επίπεδο εικαστικών
σπουδών όπου δίδαξε, όπως ανέφερε σε συνεντεύξεις του. Ένας Ωραίος Έλληνας που βρίσκεται
πλέον στην Γειτονιά των Αγγέλων φίλων του ποιητών, μουσικών, εικαστικών, εκεί όπου
ο Χρόνος ολοκληρώνει ότι η ζωή δεν πρόλαβε ή δεν θέλησε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου