Πέμπτη 12 Απριλίου 2018

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ένας Ευρωπαίος δημιουργός


Λάκης Προγκίδης συνέντευξη στην Έφη Φαλίδα

     Παρακολούθησα πριν λίγες μέρες στο κανάλι της Βουλής, την συγγραφέα κυρία Ρέα Γαλανάκη, μια καταξιωμένη και αγαπημένη γυναικεία μυθιστορηματική φωνή του αναγνωστικού κοινού των ημερών μας. Ήταν αρκετά ενδιαφέροντα αυτά που είπε τόσο για τον ρόλο του συγγραφέα μέσα στην κοινωνία, όσο και για τον δικό της προσωπικό δρόμο γραφής. Τις μεθόδους τεχνικής που χρησιμοποιεί για την οικοδόμηση ενός μυθιστορήματος, τους τρόπους που ακολουθεί στην συγκέντρωση στοιχείων για την συγγραφή, τα διαβάσματά της, τα στοιχεία που συγκεντρώνει για την ολοκλήρωση ενός μυθιστορηματικού έργου, τι προσέχει στην ανάγνωση γραφής άλλων ομοτέχνων της, τι ζητά να αναδείξει επιλέγοντας το θέμα της, τα δάνεια στοιχεία της επικαιρότητας που υιοθετεί ή επικεντρώνει το συγγραφικό της ενδιαφέρον. Πως οργανώνει το τελικό επεξεργασμένο υλικό μέχρι να φτάσει το βιβλίο στο τυπογραφείο.Την σχέση της με την κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα της εποχής της. Μας μίλησε για το ύφος της, το ενδιαφέρον της για όλες τις χρονικές περιόδους της ελληνικής γλώσσας που υιοθετεί στην γραφή της και χρησιμοποιεί μέσα στο έργο της, μην αποκλείοντας καμιά μορφή της και γλωσσική της ιδιαιτερότητα διαχρονικά. Μια μυθιστορηματική γλώσσα με μεγάλη ποικιλία κανόνων, λέξεων, συντακτικών μορφών, πολύχρωμη και μαγευτική, δημοσιογραφική και συγγραφικά επεξεργασμένη, χωρίς να αποκλείει κανένα ιστορικό της βηματισμό ή τονισμό. Μια γλώσσα ρέουσα και θελκτική που δηλώνει την σημασία των περιγραφομένων της με ακρίβεια και υπευθυνότητα.
Η Ρέα Γαλανάκη σέβεται τον αναγνώστη ή τους αναγνώστες της και αυτό φαίνεται στα γραπτά της. Όπως σέβεται και την ταυτότητα των ηρώων της, την αυτονομία τους, επιλέγει να μας μεταφέρει ιστορικά γεγονότα και επεισόδια στο σήμερα και να ενεργοποιήσει την κριτική μας σκέψη καθώς γινόμαστε μέτοχοι όχι μέσω μιας ιστορικής περιγραφής  ή ερμηνείας των γεγονότων, αλλά μέσω της μυθιστορίας που συγχωνεύει τα ιστορικά γεγονότα του παρελθόντος με τα ατομικά συμβάντα του παρόντος μιας οικογένειας ή ενός ατόμου. Η Γαλανάκη στην συγγραφική της διαδρομή επέλεξε να ασχοληθεί περισσότερο με το ιστορικό μυθιστόρημα, ξετυλίγει ανετότερα τις πολιτικές της σκέψεις για το σήμερα, αφηγείται τις θέσεις της για προβλήματα που απασχολούν την κοινωνία, τις διαπροσωπικές σχέσεις, τις οικογενειακές συνθήκες των ανθρώπων που εξελίσσονται τα γεγονότα. Η Γαλανάκη είναι μια επαγγελματίας θα γράφαμε συγγραφέας(όπως η ίδια σημειώνει) που σέβεται το συγγραφικό προϊόν που μας παρουσιάζει και αυτό είναι κάτι που οφείλουμε εμείς οι αναγνώστες να της το προσμετρήσουμε στα θετικά της συγγραφικής της παραγωγής. Στην εκδήλωση αναφέρθηκε ακόμα στην τεχνική που εφαρμόζει στην έκθεση των θεμάτων που την απασχολούν, την αμεσότητα που θέλει να διατηρεί με το αναγνωστικό της κοινό, ένα αναγνωστικό κοινό που την ενδιαφέρει η άποψή του και οι κρίσεις του, τόσο για το έργο της όσο και για τα ζητήματα που απασχολούν έναν συγγραφέα ή την λογοτεχνία.Η συγγραφέας, προτίμησε να αφήσει τους παρευρισκόμενους της αίθουσας (και πολύ σωστά έπραξε)-νομίζω η συζήτηση έγινε στην Στοά του Βιβλίου στην Αθήνα-να ρωτήσουν ευθαρσώς ότι τους απασχολούσε και ήθελαν σχετικά με την συγγραφική της κατάθεση και με ειλικρίνεια κατόπιν τους απαντούσε. Τους έδωσε χρόνο και βήμα για να εκθέσουν τις απόψεις τους, (αν αναλογιστούμε τις περιπτώσεις εκείνες που ακούμε τους δεκάρικους του συγγραφέα και κατόπιν τρέχουμε να μας υπογράψει το καινούργιο του βιβλίο που μόλις αγοράσαμε). Η Γαλανάκη άκουγε το αναγνωστικό της κοινό και συμμετείχε τόσο στους προβληματισμούς του όσο και στις ενστάσεις του διατηρώντας, και την προσωπική της άποψη. Αλλά μετείχε στην συζήτηση σχεδόν σαν ακροατής και αυτό μου άρεσε. Κατέβηκε από την έδρα του φτασμένου συγγραφέα(μιας Αγγλίδας γεροντοκόρης γκουβερνάντας όπως άλλες ελληνίδες συγγραφικές ψυχές πράττουν ονόματα να μην λέμε υπολήψεις να μην θίξουμε) και έγινε ένα με το ακροατήριο, αποδεχόμενη θέσεις και παρατηρήσεις του. Ο λόγος της διέθετε ανθρώπινη θερμοκρασία, ήταν νηφάλιος, καθαρός, χωρίς κομπασμούς, ανακολουθίες και κινούνταν μέσα σε μια ατμόσφαιρα διαλλακτικής διάθεσης. Δεν είχε ακρότητες και στηλιτεύσεις, ήταν λειασμένος αλλά όχι με την σκοπιμότητα να γίνει αποδεκτός και αρεστός. Σαφής όπως τον επέβαλαν οι απαντήσεις που έδινε. Πραγματικά χαιρόσουν να την ακούς να μιλά με αυτόν τον απλό καθημερινό γυναικείο τρόπο, έναν οικείο λόγο που δεν είχε τον στόμφο των συγγραφέων που πολλές φορές ακούμε, σαν ο δημιουργός να είναι το κέντρο του συγγραφικού σύμπαντος εντός και εκτός Ελλάδος. Μας μίλησε για τον ρόλο και την συμβολή της μυθιστορηματικής τέχνης με την κοινωνία και την πολιτική. Θα σταθώ όμως, σε κάτι, που αναφέρθηκε σε ερώτηση που της απηύθυνε μία ακροάτρια.Την ρώτησε για το αν έχει μεγάλη αναγνωστική προβολή η ελληνική λογοτεχνία στο εξωτερικό. Αν δηλαδή υπάρχει ενδιαφέρον για τους έλληνες συγγραφείς και το έργο τους πέρα από τα σύνορα της χώρας και την ολιγομιλία της ελληνικής γλώσσας στο δυτικό ημισφαίριο και τον πλανήτη. Η ελληνική γλώσσα, παρά το τεράστιο ιστορικό και πολιτιστικό φορτίο που κουβαλά μέσα στα σπλάχνα της, παρά την ακρίβεια των φιλοσοφικών της εννοιών και διατυπώσεων, μιλιέται από μικρό αναγνωστικό κοινό διεθνώς σε σχέση με την αγγλική, την γαλλική, την γερμανική, την ισπανική, την αραβική κλπ. Η Γαλανάκη αναφέρθηκε στις τεχνικές και οικονομικές δυσκολίες στην προώθηση ενός ελληνικού μυθιστορήματος πέρα από τα σύνορα της Ελλάδος, την σχετική αδιαφορία των ξένων εκδοτικών οίκων στην προώθηση ενός αλλόγλωσσου έργου, δεν απάντησε μόνο για τα δικά της μυθιστορήματα, αλλά συνολικά, για την ελληνική πεζογραφία, τόνισε κάτι που ακούγονταν συχνά τις τελευταίες δεκαετίες στην χώρα μας στα συγγραφικά και εκδοτικά περιβάλλοντα. Ότι δηλαδή, τους μόνους (;) έλληνες συγγραφείς που γνωρίζουν οι σημερινοί Ευρωπαίοι αναγνώστες είναι ο Αλεξανδρινός ποιητής Κωνσταντίνος Καβάφης και ο Κρητικός πεζογράφος και παραμυθάς (το παραμυθάς δεν φέρει αρνητικό πρόσημο, κάθε άλλο μάλιστα) Νίκος Καζαντζάκης. Μόνον αυτούς γνωρίζουν ή τουλάχιστον διαβάζουν οι ξένοι. Δεν αναφέρθηκε στα δύο παλαιότερα ποιητικά μας Νόμπελ, αυτό του Γιώργου Σεφέρη και του Οδυσσέα Ελύτη, δεν στάθηκε στην περίπτωση του ποιητή Γιάννη Ρίτσου και τις μεταφράσεις πολλών έργων του στο εξωτερικό,τις περιπτώσεις των πεζογράφων Κώστα Ταχτσή, Βασίλη Βασιλικού, Μένη Κουμανταρέα, του δίγλωσσου Βασίλη Αλεξάκη και πολλών άλλων νεότερων πεζογράφων και ποιητών που το έργο τους έχει μεταφραστεί σε ευρωπαϊκές γλώσσες. Δεν προσμετρώ τους συγγραφείς παιδικής λογοτεχνίας γιατί αυτό είναι ένα άλλο κεφάλαιο. Πάντως με βεβαιότητα μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι, τουλάχιστον τις προηγούμενες δεκαετίες-και γενιές αναγνωστών στο εξωτερικό-μεταφράστηκαν σε ευρωπαϊκές γλώσσες πάμπολλοι έλληνες δημιουργοί, όπως ο Κωστής Παλαμάς, ο Άγγελος Σικελιανός, ο Διονύσιος Σολωμός και αρκετοί πεζογράφοι.
Οι καιροί και οι κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες άλλαξαν, ο κόσμος μας τρέχει με ραγδαίους ρυθμούς από ότι πριν μισό αιώνα, τα πνευματικά και καλλιτεχνικά ενδιαφέροντα των ευρωπαίων πολιτών και αναγνωστών στρέφοντα πλέον σε άλλες τέχνες και εκδηλώσεις. Ενδιαφέρεται για άλλους τομείς ψυχαγωγίας, μόρφωσης, διασκέδασης, ενημέρωσης. Ο μυθιστορηματικός λόγος μόνο καθυστερημένα και ασθμαίνοντας μπορεί να φωτογραφήσει την σύγχρονή μας πραγματικότητα και επικαιρότητα. Είναι μια μικρή ίσως, επικράτεια παιδείας για ένα περιορισμένο κοινό, περισσότερο ασφαλώς από αυτό της ποίησης. Και δεν αναφέρομαι σε αυτούς που εκδίδουν βιβλία αλλά σε αυτούς που διαβάζουν βιβλία, και ιδιαίτερα μυθιστορήματα.
     Η ομιλία της συγγραφέως Ρέας Γαλανάκη, μου θύμισε μια συνέντευξη του Λάκη Προγκίδη στην Έφη Φαλίδα στην εφημερίδα «Τα Νέα» και στο ένθετο περιοδικό «Πρόσωπα 21ος ΑΙΩΝΑΣ» τεύχος 146/ 22 Δεκεμβρίου 2001, σ. 21, ένα τεύχος που ήταν αφιερωμένο στον κυρ Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη και που τόσο οι ερωτήσεις όσο και οι απαντήσεις του μελετητή και συγγραφέα Λάκη Προγκίδη κινούνται μέσα σε αυτό το πεδίο ερευνών και σχολιασμών. Στο κατά πόσο δηλαδή ο ελληνικός μυθιστορηματικός λόγος γίνεται αρεστός, αποδεκτός και διαδόσιμος στο ευρωπαϊκό αναγνωστικό κοινό, και μάλιστα, όχι το συγγραφικό έργο ενός σύγχρονου μοντέρνου ή μεταμοντέρνου πεζογράφου, αλλά ενός έλληνα δημιουργού των προηγούμενων αιώνων. Σε μεγάλο μέρος του έργου του αδιάβαστος και από τους ομόγλωσσους συμπατριώτες του. Μπορούμε εμείς οι έλληνες αναγνώστες και ασχολούμενοι με την ελληνική σύγχρονη γραμματεία, να βεβαιώσουμε θετικά και με σιγουριά ότι αυτούς τους συγγραφείς που εμείς θεωρούμε σταθμούς στην εξελικτική της λογοτεχνίας διαδρομή είναι και σταθμοί για τους ξένους συγγραφείς και αναγνώστες; Ή μήπως όπως άλλοι αρμοδιότεροι από εμένα έχουν τονίσει ότι ζούμε ακόμα μέσα στην ατμόσφαιρα του ελληνικού μας επαρχιωτισμού. Βλέπε τις απόψεις του ποιητή και θεωρητικού Νάσου Βαγενά για την ελληνική ποίηση- ότι, κινούμαστε σ' ένα καθαρά περιφερειακό και βαλκάνιο χώρο λόγου και θεματολογίας, αναμοχλεύοντας συνεχώς τον επαρχιώτικο ηθογραφισμό μας και ελληνική ιστορική μας μικροπεριπέτεια, σε σχέση με τις λογοτεχνίες των άλλων πλούσιων οικονομικά ανεπτυγμένων κρατών της δύσης. Κάτι που και η Ρέα Γαλανάκη αναφέρθηκε, ότι είναι θέμα καθαρά οικονομικών μεγεθών και κέρδους των εκδοτών. Στο πόσα αντίτυπα θα πουλήσει ένας Έλληνας πεζογράφος και πόσα ένας αυτόχθων στην εμπορική βιβλιοαγορά.  
     Ο Λάκης Προγκίδης με την ευκαιρία της έκδοσης και του μελετήματός του-να σημειώσουμε ότι δεν γράφηκε στα ελληνικά αλλά στα γαλλικά και μεταφράστηκε στα ελληνικά από τον Γιάννη Κιουρτσάκη, «Η ΚΑΤΑΚΤΗΣΗ ΤΟΥ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΟΣ, ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ ΣΤΟΝ ΒΟΚΚΑΚΙΟ» εκδόσεις «Εστίας» 1998 και πρόλογο του συγγραφέα Μίλαν Κούντερα, σελίδες 458 τιμή 6240 παλαιές δραχμές, μας μιλά τρία σχεδόν χρόνια μετά την έκδοση της μελέτης του, που απευθύνεται κυρίως στο ευρωπαϊκό κοινό αναγνωστών και ενδιαφερομένων, για το ελληνικό φαινόμενο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης με την ίδια ιερότητα και ζήλο που ο συγγραφέας Νίκος Δ. Τριανταφυλλόπουλος τον αναστύλωσε και τον επιμελήθηκε από τις εκδόσεις Δόμος του θεολόγου Δημήτρη Μαυρόπουλου παλαιότερα. Μια έκδοση σημαντικών προσδοκιών και προδιαγραφών που κατέστησε το Παπαδιαμαντικό έργο γνωστότερο στο σύγχρονο αναγνωστικό κοινό,-μετά τα μεταπολιτευτικά χρόνια-αφήνοντας κατά κάποιον τρόπο πίσω την έκδοση του Γιώργου Βαλέτα, για να σταθώ μόνο σε αυτήν την συνολική έκδοση των «ΑΠΑΝΤΩΝ» και όχι σε άλλες επιμέρους αυτόνομες των διηγημάτων και μυθιστορημάτων του εκδόσεις, πχ. Τα Πασχαλινά, Τα Χριστουγεννιάτικα κλπ. θεματικές επανεκδόσεις πολλών πεζών του, όπως σχετικά πρόσφατα έπραξε η εφημερίδα «Παραπολιτικά» αλλά  και άλλοι εκδοτικοί οίκοι «λαθρόβια» ή όχι.
      Ένα ζήτημα πριν διαβάσουμε τις θέσεις του Λάκη Προγκίδη είναι αν διαβάζουν οι έλληνες σήμερα τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη και γιατί; Τι περιμένουν να βρουν στο έργο του σήμερα, τι επηρεάζει αν επηρεάζει την φιλοσοφία της ζωής των; ποιες από τις πεζογραφικές του «διδαχές» βίου ενστερνίζονται, συμφωνούν με την κοινωνική του κριτική, με τις εκκλησιαστικές του απόψεις, την οπτική που φωτίζει γεγονότα, πρόσωπα και καταστάσεις; Κατανοούν την γλώσσα του, σε μια εποχή που εμείς οι έλληνες δεν μιλάμε καλά ούτε καν την σύγχρονή μας δημοτική; Πόσος είναι ο πληθυσμός των άγνωστων και πρωτάκουστων λέξεων που έχουν και συναντούμε κατά την ανάγνωση του Παπαδιαμαντικού έργου; Τα θέματα των έργων του τους αγγίζει, διαθέτουν στοιχεία κοινά με την σύγχρονη πραγματικότητα; Τους λέει τίποτα ο φουρτουνιασμένος ερωτισμός του; η γωνία του βλέμματός του καθώς παρατηρεί μικρές παιδίσκες, με έναν ερωτισμό που μόνο στον φωτογραφικό φακό του υπερρεαλιστή ποιητή Ανδρέα Εμπειρίκου μπορείς να συναντήσεις; Ακόμα και ο «αμαρτωλός» ποιητής Κωνσταντίνος Καβάφης αρέσκεται σε μεγαλύτερες ηλικίες ερωτικών συντρόφων, οι νεαροί εραστές του έχουν ηλικία από 22 ως 30 περίπου ετών. Τέτοιες μικρές ηλικίες, μόνον στο ερωτικό σύμπαν των κοριτσιών του ποιητή Οδυσσέα Ελύτη μάλλον συναντούμε, ή στον κόσμο των ακραιφνώς υπερρεαλιστών. Γιατί σκιαγραφεί με τον τρόπο που σκιαγραφεί (αρνητικά) τις μαυρομαντιλούσες γραίες του; Τις θάβει κοινωνικά πριν τον βιολογικό τους θάνατο. Πως βλέπουνε την παθιασμένη διάθεσή του για κρασί; Τα έτσουζε ο κυρ Αλέξανδρος όπως ο ποιητής της Πειραϊκής Λάμπρος Πορφύρας, ή ο Νίκος Καρούζος;  Το πολυδιαβασμένο του έργο «Η Φόνισσα» τι ρόλο διαδραμάτισε μέσα στην εξέλιξη της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας; Υπάρχει αντίστοιχό του στην διεθνή λογοτεχνική γραμματεία; Ποιο είναι το ορθόδοξο χριστιανικό του πρόσωπο και ποιο το εθνικό ελληνικό του προσωπείο, και ποιο από τα δύο θέλγει περισσότερο τους αναγνώστες; Το πρόσωπο και ο χαρακτήρας του Γεώργιου Γεμιστού Πλήθωνα-που τόσες συζητήσεις και ερμηνείες έχει δημιουργήσει-τι ρόλο παίζει μέσα στην συγγραφική ελληνική οπτική του και φιλοσοφία, μέσα στο σύνολο έργο του; Ο ρόλος της ελληνικής επαρχιακής και νησιώτικης παράδοσης των ηθών και των εθίμων πέρα από το κάδρο το εκκλησιαστικό, έχει να πει τίποτα στους σημερινούς αναγνώστες; Ο φανερός εθνικής υφής «παγανισμός» του, το πάντρεμα με την ορθόδοξη πίστη του, πως το αντιμετωπίζουν οι αδιάφοροι και για τα δύο ρεύματα θεώρησης ζωής νεοέλληνες; Ο κοινωνικός χαρακτήρας του έργου του έχει κοινούς βηματισμούς με την "προλεταριακή" λογοτεχνία; Η χρήση δύο «γλωσσών» μέσα στο έργο του, της καθαρεύουσας και της δημοτικής, και άλλων γλωσσικών εκφράσεων και ιδιωμάτων από την πατρίδα του την Σκιάθο, ενδιαφέρει τους αναγνώστες της σύγχρονης αλαλίας; Και πολλά άλλα ενδιαφέροντα ζητήματα που γεννά ακόμα και σήμερα η Παπαδιαμαντική πεζογραφική ανάγνωση, πέρα από τις εκατοντάδες μελέτες που έχουν γραφεί για το έργο του και τις δημοσιεύσεις στον ημερήσιο και μηνιαίο έντυπο τύπο. Και σίγουρα,  ενδιαφέρον προκαλεί στο πως αντιμετωπίζει τον εκκλησιαστικό οικείο του χώρο, πως περιγράφει τις παθογένειές του σαν πιστός και ψαλμωδός εκκλησιαστικών ύμνων, τι λέει για τους ιερείς της πόλης και της επαρχίας, με τι πρόσημο ορθόδοξου ήθους και πίστης τους εικονογραφεί μέσα στο τεράστιο πίνακα ανθρώπινων αξιών που οικοδομεί. Τι εκκλησιαστικά κείμενα διαβάζει, ποια χρησιμοποιεί μέσα στο έργο του, πως ερμηνεύει τις κοινωνικές στάσεις και αντιδράσεις των πιστών σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο, την σχέση του με τον βυζαντινό κόσμο και πολιτισμό, τι πιστεύει για τις θεωρίες του Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου σχετικά με την συνέχεια της ελληνικής φυλής. Γνωρίζει τις μελέτες και το έργο του Νικόλαου Πολίτη και πως το χρησιμοποιεί μέσα στο έργο του; Και πολλά άλλα θέματα που αναδεικνύονται μέσα στην συγγραφική του δημιουργία και κατέστησαν τον ίδιο από πολλούς, «άγιο» των ελληνικών γραμμάτων μας. Πέρα όμως από την εκκλησιαστική αγιογραφία του προσώπου του από τους μεταγενέστερους έλληνες συγγραφείς και μελετητές, εντός του χριστιανικού χώρου, οφείλουμε να αναρωτηθούμε αν ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης διαθέτει τα εφόδια της μυθιστορηματικής τέχνης που έχει παραδείγματος χάρη ο Εμμανουήλ Ροΐδης; Είναι άστοχο το ερώτημα ή η σύγκριση; Πάντως όχι βέβηλη η απορία; Και αν ναι, πια είναι αυτά και πως τον αποκαθηλώνουμε από το ορθόδοξο χριστιανικό κενοτάφιο, ώστε να αναδειχθεί η ευρωπαϊκή και παγκόσμια εμβέλειά του μέσα στον πολυπολιτισμικό σύγχρονο κόσμο μας χωρίς να χάσει ούτε την ελληνική ούτε την ορθόδοξη ταυτότητά του; Αλλά και χωρίς να θεωρούμε το έργο του ένα ακόμα του συναξαριστή κείμενο που διαβάζουν στις εκκλησίες οι πιστοί προς δόξα Θεού και παιδαγωγία πιστών. Και μωρία για τους έλληνες εθνικούς. Ανήκει και στην θύραθεν παιδεία, ή μόνο στην εκκλησιαστική; 
Σε αυτό νομίζω το ερώτημα προσπαθεί να απαντήσει ο συγγραφέας Λάκης Προγκίδης τόσο στην μικρή του συνέντευξη στην Έφη Φαλίδα στο περιοδικό, όσο κυρίως και πρωτίστως στο μελέτημά του, που αξίζει να διαβαστεί από αναγνώστες του Παπαδιαμαντικού έργου και όχι μόνο. Ή ακριβέστερα, να ξαναδιαβαστεί από το σύγχρονο αναγνωστικό κοινό όπως διαβάστηκε και στην εποχή που κυκλοφόρησε.
Προσωπικά, θα με ενδιέφερε να πληροφορηθώ στο τι αντιμετώπιση είχε αυτό το μελέτημα για τον κυρ Αλέξανδρο και την τέχνη του μυθιστορήματος όχι τόσο από τους εδώ αναγνώστες, όσο από τους εκτός Ελλάδος ειδικούς, από το Γαλλικό κοινό όσο και από εκείνο άλλων ευρωπαϊκών χωρών.Υπήρξαν ενδολογοτεχνικές ζυμώσεις με την κυκλοφορία του; άνοιξαν κύκλο συζητήσεων οι θέσεις του συγγραφέα;  Κατάκτησε ο Έλληνας μυθιστοριογράφος Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης το ευρωπαϊκό λογοτεχνικό πάνθεον, ή έμεινε μια ακόμη μελέτη προσωπικού πλησιάσματος και αγάπης του έργου, ενός λάτρη του Παπαδιαμαντικού κόσμου;
             
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

«Να τον απαλλάξουμε από τον ασφυκτικό εναγκαλισμό του ελληνορθόδοξου κιτς»

     Εκατόν πενήντα χρόνια ύστερα από την ημέρα που ο δημοδιδάσκαλος Γεώργιος Α. Ρήγας εκφώνησε τον επικήδειό του για τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, κάποιοι ενδιαφέρονται να τον ανασύρουν από τον περιορισμένο χώρο του εθνικού λογοτεχνικού περιβάλλοντος και της ειδικής κατηγορίας του θρησκευτικού μυθιστορηματικού ύφους. Σε αυτήν την παράταξη βρίσκεται ο Λάκης Προγκίδης, ο οποίος στη μελέτη του «Από τον Παπαδιαμάντη στον Βοκκάκιο» (Εκδόσεις Εστία) υποστηρίζει πως ο Παπαδιαμάντης της συμμετέχει στο ευρωπαϊκό ρεύμα μυθιστορηματικής αφήγησης. Και ωε εκδότης του “Atelier du Roman” του γαλλικού περιοδικού «που αντιπαρατίθεται στον εκπολιτιστικό πληθωρισμό και στην υποβάθμιση της κουλτούρας σε μαζική βιομηχανία» ο Λάκης Προγκίδης επέλεξε τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη για να κάνει λόγο για την πολιτιστική στασιμότητα που πλήττει στις ημέρες μας την Ευρώπη. Και για το πόσο απαραίτητη είναι η συστηματική διάδοση του έργου του σε όλες τις χώρες της Ευρώπης «αν φιλοδοξούμε να συνεχίσουμε να υπάρχουμε ως ευρωπαϊκός πολιτισμός. Ήρθε η ώρα να πλουτιστεί το ευρωπαϊκό δέντρο του μυθιστορήματος με το κλωνάρι που λέγεται Παπαδιαμάντης.
Έ. Φ., Κατά τη λογική των  αρχών που διέπουν το “Atelier du Roman υπάρχει ένας Παπαδιαμάντης «και αλλιώς». Με ποια προσέγγιση;
Αυτό το αλλιώς σημαίνει, κατά τη γνώμη μου, να απαλλάξουμε τον Παπαδιαμάντη από τον ασφυκτικό εναγκαλισμό του ελληνορθόδοξου κιτς και να τον αντιμετωπίσουμε ως μεγάλο συγγραφέα. Και μεγάλος συγγραφέας είναι αυτός που το έργο του λέει σε όλο τον κόσμο κάτι το σημαντικό, κάτι το μοναδικό και ανεπανάληπτο.
Έ. Φ., Είναι ο λογοτέχνης Παπαδιαμάντης ένα ευρωπαϊκό φαινόμενο;
Φαινόμενο, δεν ξέρω. Ο Παπαδιαμάντης δεν έγραψε για να εντυπωσιάσει. Έγραψε για να φέρει στο φως για να συμπεριλάβει σε μία καλλιτεχνική μορφή, για να περισυλλέξει στο πεζογραφικό έργο του τους κόμπους από τους οποίους συντίθεται η συνολική ιστορία του Ελληνισμού. Κόμποι άλυτοι για την Ιστορία, αλλά όχι γι’ αυτόν τον λόγο λιγότερο συστατικοί του ψυχισμού μας ως ατόμων και ως κοινωνικών ομάδων. Ένας τέτοιος κόμπος για παράδειγμα είναι η ανατολικό-δυτική μας υπόσταση. Τους υπόλοιπους θα τους βρει ο επαρκής αναγνώστης διατρέχοντας το έργο του Παπαδιαμάντη. Η ελληνικότητα του Παπαδιαμάντη δεν είναι ταυτοτική, είναι, όπως και στον Σεφέρη, πολιτισμική και ωε τέτοια πρέπει να ενδιαφέρει την υπόλοιπη Ευρώπη. Αλλιώς τούτο το οικονομικό-γραφειοκρατικό συνονθύλευμα πρέπει να σταματήσει να σφετερίζεται το όνομα της Ευρώπης.
Έ. Φ., Παίρνετε τον Παπαδιαμάντη από τη «Σκιάθο του» και τον βγάζετε στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία. Γιατί πρέπει να πάρει ευρωπαϊκή υπηκοότητα;
Δεν τον βγάζω εγώ στην Ευρώπη. Εκείνος με έβγαλε με το έργο του και τον ευγνωμονώ. Εκείνος μου άνοιξε την πόρτα του ευρωπαϊκού μυθιστορήματος. Εκείνος με έκανε να αγαπήσω τον Ραμπελαί, τον Θερβάντες, και να καταλάβω όσο μπορεί ένας άνθρωπος να καταλάβει έναν μεγάλο δημιουργό, τον Βοκκάκιο. Όσο για την ευρωπαϊκή υπηκοότητα, την έχει πάρει από μόνος του διαβάζοντας συγγραφείς από όλη την Ευρώπη, αναφερόμενος στον Όμηρο, τον Δάντη, τον Σαίξπηρ και τον Μπάυρον και, το σημαντικότερο, αποδεικνύοντας έμπρακτα την πίστη του στην αυτονομία της τέχνης.
Έ. Φ., Ποια είναι η αισθητική του Παπαδιαμαντικού έργου; Έχει απήχηση στο σύγχρονο αναγνωστικό κοινό;
Ασχολούμαι εδώ και χρόνια με τον Παπαδιαμάντη, γιατί ασχολούμαστε κυρίως με την μελέτη των απαρχών και του αισθητικού πυρήνα της τέχνης του μυθιστορήματος. Με το πεζογραφικό έργο του Παπαδιαμάντη έχουμε κάτι, που εγώ τουλάχιστον, δεν το έχω βρει σε κανέναν από τους μεγάλους συγγραφείς που σημάδεψαν την ιστορία του ευρωπαϊκού μυθιστορήματος. Στον Παπαδιαμάντη παντρεύεται κατά τρόπο μαγικό η χαρά της δημιουργίας, η συνταρακτική αυγή μιας ολόκληρης τέχνης μαζί με την εξάντληση, την κούραση, την απέραντη φλυαρία, το λυκόφως εν ολίγοις ενός πολιτισμού. Νομίζω ότι ένα αισθητικό επίτευγμα μόνο μέσα από την εμπειρία του Ελληνισμού θα μπορούσε να ξεπηδήσει. Χρειάζονται αιώνες μεγαλείων και αφανισμών για να φθάσεις στο παπαδιαμαντικό κράμα. Όσο για το σύγχρονο αναγνωστικό κοινό, τα πράγματα μιλούν από μόνα τους. Από το 1981 και μετά, από τότε που κυκλοφορεί ο Α΄ τόμος των Απάντων του Νίκου Δ. Τριανταφυλλόπουλου, δεν έχει σταματήσει και ανανεώνεται. Πράγμα που αρχίζει να έχει τον αντίκτυπό του και εκτός Ελλάδος.
Ε. Φ., Πως μπορεί ένας σύγχρονος άνθρωπος, εκτεθειμένος στην τηλεόραση, τα περιοδικά, τα βιντεοκλίπ και τον όποιο οπτικό πολιτισμό του 21ου αιώνα να συγκινηθεί από τον Παπαδιαμάντη;
Θα του πρότεινα να διαβάσει τον «Αντίκτυπο του νου» ένα ημιτελές διήγημα από τα τελευταία του. ίσως τότε καταλάβει το μέγεθος της άθλιας κατάστασής του.
Ε. Φ., Τι δείχνουν οι μέχρι στιγμής διαφορετικές αναγνώσεις του έργου του;
Στο βαθμό που είναι πραγματικά διαφορετικές, δείχνουν ότι ο Παπαδιαμάντης αρχίζει να μας βασανίζει, ότι ταρακουνάει τις καθιερωμένες ιστορικο-πολιτικές επιλογές μας, όταν αρχίζει να μας φέρνει αντιμέτωπους με τις αντιφάσεις μας. Γενικά πάντως νομίζω ότι είμαστε ακόμη πολύ μακριά από τη γόνιμη σύγκρουση και τον ουσιαστικό αισθητικό διάλογο. Γι’ αυτό πολλές φορές σκέπτομαι ότι ήρθε η ώρα να σκύψουν πάνω στο έργο του Παπαδιαμάντη και μη Έλληνες συγγραφείς και κριτικοί. Όχι ότι θα μας λύσουν τις διαφορές. Αλλά ίσως μας βοηθήσουν να απαγκιστρωθούμε από το ιδεολόγημα ενός Παπαδιαμάντη «αποκλειστικά δικού μας».
Ε. Φ., Τα μυθιστορήματά του αντέχουν στους κραδασμούς του σύγχρονου κόσμου;
Και βέβαια. Ο Παπαδιαμάντης άρχισε να διαβάζεται και να μεταφράζεται τις δύο τελευταίες δεκαετίες των μεγάλων ιστορικών κραδασμών. Όσο ποτέ άλλοτε. Το φαινόμενο δεν είναι ούτε τεχνητό ούτε τυχαίο. Ας πάρουμε για παράδειγμα το διήγημά του «Απόλαυσις στη γειτονιά». Σε μια γειτονιά της Αθήνας των αρχών του 20ου αιώνα ένας νεαρός αυτοκτονεί. Γύρω από τον νεκρό το κουτσομπολιό δίνει και παίρνει. Και το διήγημα τελειώνει με τούτη τη φράση: «Απήλθε με την ελπίδα να εύρη εις άλλον  κόσμον ολιγωτέραν περιέργειαν». Σίγουρα έναν αιώνα μετά, διαβάζοντας τούτη την προφητική φράση του Παπαδιαμάντη πολλοί αναγνώστες σε όλη τη Γη, αηδιασμένοι από τις εκπομπές τύπου Μεγάλος Αδερφός, θα συμμερίζονται την ελπίδα του νεκρού.
       Αυτή είναι η μικρή αλλά περιεκτική παλαιά συνέντευξη του συγγραφέα Λάκη Προγκίδη που έδωσε στην Έφη Φαλίδα, για την εφημερίδα Τα Νέα και το περιοδικό ΠΡΌΣΩΠΑ τχ. 146/22-12-2001.
Σημείωση: ενδιαφέρον είναι και το κείμενο του συγγραφέα και δημοσιογράφου Τάκη Θεοδωρόπουλου, «Ένας Ευρωπαίος μυθιστοριογράφος».

Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς, 12/4/2018     



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου