ΜΑΡΗ ΘΕΟΔΟΣΟΠΟΥΛΟΥ
(Βόλος 1950-9/8/2016)
Εκ των υστέρων
Φαίνεται ότι σε αυτήν την ζωή και σε αυτήν την χώρα, τα περισσότερα
πράγματα τα μαθαίνει κανείς εκ των υστέρων. Όπως συμβαίνει και στην κοινωνία
που ζούμε στις διαπροσωπικές μας σχέσεις, το ίδιο συμβαίνει και στον χώρο της
τέχνης, της λογοτεχνίας της ποίησης…, οι άνθρωποι που δημοσιεύουν και εκδίδουν
σε θυμούνται μόνο όταν ασχολείσαι μαζί τους, μιλάς για αυτούς, για το έργο τους, εργάζεσαι πάνω σε αυτό. Αν συμβεί για μικρό ή μεγάλο, δεν έχει σημασία,
διάστημα της συγγραφικής σου παρουσίας να έχεις δημόσιο λόγο, δημόσια φωνή, να
σου έχει παραχωρηθεί έστω και μία σελίδα σε ένα περιοδικό ή εφημερίδα και μάλιστα
αφιλοκερδώς, για να δημοσιεύεις κείμενά σου, τότε όλοι σε γνωρίζουν σε
αναζητούν, σχολιάζουν τα γραφόμενά σου, σου λένε τα συγγραφικά τους μυστικά, σε
ενημερώνουν κατ’ ιδίαν, για το πόσα χρήματα (και μάλιστα χωρίς απόδειξη;) τους
ζήτησαν ο τάδε εκδότης για να εκδώσει το βιβλίο τους, πόσα ο δείνα διευθυντής
του περιοδικού για να δημοσιεύσουν το κείμενό τους, πόσα τεύχη τους ζήτησαν να
αγοράσουν ή πόσους συνδρομητές να εγγράψουν στο λογοτεχνικό περιοδικό που
συνεργάζονται, και εσύ, δημοσιοποιείς τις απόψεις σου για θέματα της
λογοτεχνίας, για βιβλία που διάβασες, για ζητήματα που αφορούν την ελληνική και
ξένη γραμματεία, για πράγματα καλλιτεχνικά του πολιτισμού. Αν πάψεις να
ασχολείσαι, σε ξεχνούν αμέσως, αδιαφορούν για σένα αν ζεις ή πέθανες, στην
καλύτερη περίπτωση αν σταθείς τυχερός ή τυχερή θα αντιγράψουν κάποιο κείμενό
σου ή μέρος αυτού χωρίς να αναφέρουν την πηγή από την οποία το πήραν ή το
ερανίστηκαν, στην χειρότερη, σε θάβουν, σε απαξιούν και σε θυμούνται μόνο όταν
κυκλοφορήσουν το καινούργιο τους βιβλίο για να παρευρεθείς στην παρουσίασή του
ή να το αγοράσεις. Τα κυκλώματα και οι παρεούλες μέσα στον χώρο της τέχνης και
του πολιτισμού κυριαρχούσαν και εξακολουθούν να βασιλεύουν ακόμα και στις μέρες
μας, της οικονομικής κρίσης, των αλλεπάλληλων μνημονίων, της πνευματικής μας
κατά κάποιον τρόπο καθίζησης. Τα ίδια πρόσωπα οι ίδιες πρακτικές. Ο κερδώος
Ερμής σε κάθε πτυχή του βίου και της δημόσιας παρουσίας μας υπερισχύει των
όποιων άλλων μεγάλων και ένδοξων λόγων μας περί ιερών και οσίων της φυλής, περί
διαχρονικότητας της τέχνης, περί της πανανθρώπινης αξίας του εκάστοτε
πολιτιστικού προϊόντος.
Γιατί τα
αναφέρω αυτά, τις γνωστές σε όλους μας εδώ και χρόνια φανερές και αφανέρωτες
καλλιτεχνικές, εκδοτικές, συγγραφικές και δημοσιογραφικές πρακτικές, (μάλιστα
ακόμα ηχεί στα αυτιά μου για να είμαστε δίκαιοι με το λογοτεχνικό σινάφι μου, η
φράση έλληνος αρχιερέως της βορείου ελλάδος που διατυμπάνιζε: «θρησκεία και
εκκλησιά δωρεάν μας τέλειωσε, δεν υπάρχει. Τα πάντα έχουν την τιμή τους στις
μέρες μας»), ή ποιόν ενδιαφέρουν, πέρα από μια μικρή ομάδα ατόμων ακόμα που
γράφουν και εκδίδουν, τα αναφέρω για να εκφράσω έστω και καθυστερημένα, έστω
και ετεροχρονισμένα την θλίψη μου όταν εντελώς τυχαία πληροφορήθηκα το θάνατο
της Μάρη Θεοδοσοπούλου.
Μέχρι
πριν μερικών εβδομάδων, αν τύχαινε και κάποιος ή κάποια συγγραφέας μου μιλούσε
για το βιβλίο που κυκλοφόρησε, τον «συμβούλευα», τον ή την παρότρυνα να στείλει
το βιβλίο του στην εφημερίδα «Η Εποχή» στην Μάρη Θεοδοσοπούλου, στον Κώστα
Βούλγαρη και στις «Αναγνώσεις» της εφημερίδας «Η Αυγή». Σε άτομα κατηρτισμένα
και με εμπειρία, με άποψη και θέση-ανεξάρτητα αν συμφωνείς ή όχι μαζί τους.
Τους έλεγα ότι έχω πάψει εδώ και τρία τέσσερα χρόνια να αγοράζω εφημερίδες, δεν
πιστεύω πλέον στον δημοσιογραφικό λόγο, είναι ένας λόγος ξύλινος και αδιάφορος
αν όχι της παραπληροφόρησης, παραδημοσιογραφικός, όπως ο λόγος των πολιτικών
μας, των θρησκευτικών ηγετών μας, των καλλιτεχνών μας. Περισπούδαστα τσιτάτα και
αυστηρές υποδείξεις σαν και τις ανακοινώσεις του νυν κυρίου προέδρου της
ελληνικής δημοκρατίας, που μόλις αρχίζει να μιλά, χασμουριέσαι ή θυμάσαι τι
σοβαρά πράγματα έχεις να κάνεις και κλείνεις την τηλεόραση. Έτσι λοιπόν,
εντελώς απρόοπτα πληροφορήθηκα τον ξαφνικό θάνατο εδώ και δύο περίπου χρόνια
της Μάρη Θεοδοσοπούλου. Ξαφνιάστηκα και πικράθηκα, ένας κρυφός λυγμός ανέβηκε
στον λαιμό και ένα μικρό αγκάθι άρχισε πάλι να με κεντρίζει. Μια μικρή τύψη-που
προήλθε από μια παράληψή μου-που δεν πρόλαβα να επανορθώσω.
Την Μάρη
Θεοδοσπούλου την γνώρισα στα γραφεία της εφημερίδας «Η Εποχή» στην οδό
Ακαδημίας στην Αθήνα, 4ος ή 5ος όροφος δεν θυμάμαι καλά,
κοντά στον κινηματογράφο Έλλη, ήταν εκείνη που με υποδέχτηκε και τις έδωσα ένα
κείμενο για την εφημερίδα, δεν θυμάμαι αν ήταν για τον ποιητή Ματθαίο Μουντέ ή
τον βυζαντινολόγο ιστορικό σερ Στήβεν Ράνσιμαν. Μια λεπτοκαμωμένη κυρία όμορφη
και πρόσχαρη με υποδέχτηκε και μου ζήτησε να καθίσω σε μία καρέκλα ώσπου να
ρίξει μια ματιά στο κείμενο που πήγα στην εφημερίδα. Αφού εν τάχει το διάβασε
μου είπε θα δημοσιευτεί και μου έκανε ορισμένες ερωτήσεις. Οι ερωτήσεις της,
δεν αφορούσαν ούτε τις εγκύκλιες σπουδές μου, ούτε αν είχα εκδώσει βιβλία, ούτε
σε πόσα άλλα έντυπα είχα δημοσιεύσει μέχρι τότε, αλλά πράγμα παράξενο για μένα,
αφορούσαν την σχέση μου με τον κυρ Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη και το έργο του. Μου
έκανε εντύπωση αυτό, και όταν με ευγένεια την ρώτησα γιατί με ρωτά για τον κυρ
Αλέξανδρο, μου απάντησε με ειλικρίνεια. «έχω διαβάσει δικά σου κείμενα που
έχεις δημοσιεύσει για τον Σκιαθίτη διηγηματογράφο και διαφωνώ με τις θέσεις που
εκφράζεις για αυτόν. Αλλά σου αναγνωρίζω, ότι τον σέβεσαι» Κάτι, που πολύ
αργότερα μου εξέφρασε και ο κύριος Νίκος Τριανταφυλλόπουλος σε γράμματα του.
Ένιωσα μια αμηχανία και έναν μικρό φόβο, μια και δεν είχα φαντασθεί ότι η
κριτικός αυτή την οποία σεβόμουνα και διάβαζα ανελλιπώς τις κριτικές της κάθε
εβδομάδα στην εφημερίδα, μου είχε κάνει την τιμή να διαβάσει και να προσέξει το
κείμενο ενός άγνωστου πειραιώτη βιβλιοφάγου, που τύχαινε σποραδικά και που να
δημοσιεύει κείμενά του. Κόμπιασα, κοκκίνισα και την άκουγα να μου μιλά για τον
κυρ Αλέξανδρο, λες και μου μιλούσε για κάποιο οικείο της πρόσωπο, που είχαν
μιλήσει κάπως «άπρεπα» για αυτό. Φυσικά, μετά από την συζήτησή μας και το
περιστατικό αυτό της πρώτης μας συνάντησης, φεύγοντας από την εφημερίδα, δεν
περίμενα να δημοσιευτεί το κείμενό μου, στην εφημερίδα που συνεργαζόταν. Ω! της
εκπλήξεως, το κείμενο δημοσιεύτηκε μετά από λίγες εβδομάδες, και όταν πήρα
τηλέφωνο να την ευχαριστήσω μου είπε ότι της άρεσε. Στην εφημερίδα έστειλα ένα
ακόμα κείμενο που δημοσιεύτηκε. Και πάλι την ευχαρίστησα διά ζώσης αυτήν τη
φορά και είχα μια ενδιαφέρουσα και εποικοδομητική συζήτηση μαζί της. Αγόραζα
την εβδομαδιαία πολιτική αυτή εφημερίδα-για να πω την αλήθεια-μόνο και μόνο για
να διαβάσω τα κείμενα και τις κριτικές της Μάρη Θεοδοσοπούλου. Λάτρευα τον λόγο
της, μου άρεσε η γραφή της, το προσωπικό της ύφος, το συγγραφικό της στιλ, η
πολυμάθειά της, η αιχμηρότητα αλλά όχι ξηρότητα της κριτικής της, την γυναικεία
οπτική της, διάβαζα πάντα με προσοχή τις απόψεις της, άνοιγα συνομιλία με τις
θέσεις της, ενστερνιζόμουνα τα ερωτήματά της, ορισμένες φορές τσαντιζόμουνα
γιατί ήθελα να είχα γράψει εγώ αυτό το καλογραμμένο κείμενό της, συμπλήρωνα τις
λογοτεχνικές μου γνώσεις κάθε φορά που με προσοχή εξερευνούσα τα κείμενά της.
Τα
κριτικά της κείμενα, είτε αυτά αναφέρονταν στην σύγχρονή μας ελληνική
πεζογραφία και πεζογράφους όπως είταν οι συγγραφείς Τάκης Θεοδωρόπουλος, ο
Φαίδων Ταμβακάκης, η Μαρία Ευσταθιάδη είτε αναφέρονταν στον Αλεξανδρινό ποιητή
Κωνσταντίνο Καβάφη είτε μας μιλούσαν για βιβλία του Βασίλη Τσιαμπούση, της
Ζυράννα Ζατέλη είτε για το έργο του Γεωργίου Τερτσέτη, και ακόμα, είτε για
βιβλία του πεζογράφου Γιώργου Ξενάριου, του Νίκου Βασιλειάδη, του Γεράσιμου Γ.
Δενδρινού είτε έγραφε μελετήματα για τον κυρ Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη είτε
παρουσίαζε ελληνικά και ξένα λογοτεχνικά περιοδικά ή ετήσια ημερολόγια,
προκαλούσαν πάντα το ενδιαφέρον των αναγνωστών, δεν σε άφηναν αδιάφορο. Σε
προσκαλούσαν να τα διαβάσεις και όχι να τα παραβλέψεις, να αλλάξεις σελίδα.
Ήταν κριτικά κείμενα με ταυτότητα, με θέση με συγκεκριμένες ιδέες αναφορών, με
στοχοθεσία και λογοτεχνικό οραματισμό, με τεκμηριωμένες ιστορικές παραμέτρους
υποστήριξης που υιοθετούσε. Η Μαρή Θεοδοσοπούλου είχε ανακαλύψει την δική της
«κρεμάστρα» που κρέμαγε τις απόψεις της και αυτό ήταν κάτι πολύ σημαντικό, αν
αναλογιστούμε ότι πολλές σύγχρονές μας φωνές της κριτικής, δεν έχουν μια
κρεμάστρα να εκθέσουν τις απόψεις τους. Ιστορία και Λογοτεχνία συμβάδιζαν μέσα
στα μακροσκελή της κείμενα. Παράδοση και Νεωτερικότητα. Μικροιστορία του τόπου
και της μυθοπλασίας του. Ήταν κριτικές παρεμβάσεις που ανάπλαθαν την εποχή που
κυοφορήθηκε το έργο, εμπλουτίζονταν με στοιχεία που η Θεοδοσοπούλου έβγαζε από
το σεντούκι των διαβασμάτων της, τίποτα δεν ήταν άσκοπο σε αυτά τα κείμενα,
ανεξάρτητα αν ήσαν συνήθως μακροσκελή και ίσως έλκονταν από την πολυμάθειά της,
από μια τάση της του ιστορείν τα συμβάντα παρά μυθυστορείν αυτά. Τα κείμενα της
Μάρης Θεοδοσοπούλου διέθεταν μια εποπτεία χρόνου μέσα στην ελληνική γραμματεία
και ιστορία, στηρίζονταν ορισμένες φορές μάλλον από «παρακειμενικούς»
παράγοντες ερμηνείας που όμως, δεν ξεστράτιζαν του κεντρικού οραματικού τους
στόχου. Ξεπερνούσε τα εσωτερικά της κριτικής της οπτικής εμπόδια με μεγάλη
ευκολία και μας έδινε την ατμόσφαιρα μέσα στην οποία οφείλουμε να εντάξουμε το
έργο για να το κατανοήσουμε ορθότερα. Δεν εξαντλούσε το θέμα, αλλά, έστηνε
γέφυρες επικοινωνίας είτε με άλλα έργα του συγγραφέα είτε με παραπλήσιες συγγραφικές
φωνές του. Η Μάρη Θεοδοσοπούλου μας έδινε την μυθιστορηματική προοπτική του
ίδιου του κειμένου πέρα ίσως και από τις προθέσεις του ίδιου του δημιουργού. Η
γυναικεία ερμηνευτική της ευαισθησία διακρίνονταν από την πρώτη ματιά,
πλημμύριζε ο λόγος της άρωμα γυναίκας χωρίς να χάνει κάτι από την
αντικειμενικότητά του. την εγκυρότητά του, την επιστημονική του επάρκεια, την
σοβαρότητα. Κριτικός λόγος πολλές φορές οξύς αλλά δίκαιος, πληροφοριακός αλλά
και με βάθος, εποπτικός του περίγυρου και συμπληρωματικός, ταυτόχρονα επίκαιρος
και διευκρινιστικός. Άλλοτε σοβαρός δημοσιογραφικός και άλλοτε έγκυρος
συγγραφικός. Τα κείμενα της Θεοδοσοπούλου είχαν κάτι το ιδιαίτερο, το αυτόνομο
σε σχέση με τον κριτικό λόγο άλλων σύγχρονών της δοκιμιογράφων και κριτικών. Η
πολυμάθειά της και η ευκολία με την οποία κινούνταν μέσα στο πεζογραφικό
περιβάλλον και την ιστορία του, της πρόσφεραν την αναγκαία ασφάλεια στο τι
ανέμενε να συναντήσει στο βιβλίο που εξέταζε. Η Μάρη Θεοδοσοπούλου είχε τους
δικούς της προσωπικούς οδοδείχτες ανάγνωσης και πλησιάσματος ενός έργου. Είχε
δημιουργήσει τα δικά της ερμηνευτικά κλειδιά που δεν ήταν όμως κουραστικά
τυποποιημένα κλισέ που αναγνωρίζαμε σε άλλες κριτικές φωνές της εποχής της.
Ήταν προσηλωμένη και αφοσιωμένη στην ελληνική πεζογραφία και αυτή αναδείκνυε με
τις κριτικές της παρεμβάσεις. Έχτιζε με τον τρόπο της την δική της ιστορία της
ελληνικής νεότερης πεζογραφίας. Τα βιβλία που εξέτασε στο διάβα των
δημοσιευμάτων της και των δημοσιογραφικών της υποχρεώσεων, ήσαν
αντιπροσωπευτικά των σύγχρονων συγγραφικών τάσεων στην χώρα μας τα τελευταία
χρόνια, μην παραβλέποντας και έργα της πεζογραφικής παράδοσης που την
συγκίνησαν και αγαπούσε βαθύτατα. Τίποτα το σχολαστικό δεν διακρίνουμε στα
κείμενά της, τίποτα που θα μας έκανε να υποψιαστούμε ότι μεροληπτεί υπέρ του άλφα
ή του βήτα συγγραφέα. Τα κείμενά της παρά του ότι δεν ήσαν αυτό που ονομάζουμε
γλωσσοκεντρικά, έφεραν μέσα τους μεγάλη έγνοια για την ελληνική γλώσσα στην
διαχρονία της. Η Θεοδοσοπούλου απέφευγε τις ομαδοποιήσεις στην εξέταση των
έργων της, είταν πέρα και πάνω από σχολές, όπως δείχνουν οι συγγραφείς που
εξέταζε και πέρα ακόμα και από τόπους καταγωγής των συγγραφέων. Παρά του ότι,
αναζητούσε την εντοπιότητα του ίδιου του έργου, την εντοπιότητα της θεματικής
του και σε αυτή στέκονταν και αναφέρονταν. Η προτίμησή της αν μπορώ να το πω
αυτό, ήταν σε έργα μάλλον μεγάλης πνοής-δες τα έργα του Νίκου Μπακόλα, αλλά και
μικρής φόρμας. Το μαρτυρούν οι επισημάνσεις της και τα σχόλιά της μέσα στα
κείμενά της. Στα σημεία εκείνα της ερμηνείας της που φανερώνονταν οι δικές της
προτιμήσεις και αναγνωστικές αγάπες. Ο μυθιστορηματικός λόγος εντάσσεται μέσα
σε ένα πλαίσιο διαχρονικών αξιών και κανόνων τόσο της ιστορίας και της
παράδοσης όσο και της ίδιας της τέχνης της λογοτεχνίας που πίστευε ακράδαντα.
Είχαν διπλό στόχο τα κείμενά της, την ανάδειξη των κανόνων της πεζογραφίας και
εκείνων της ιστορικής μνήμης. Ιστορική και λογοτεχνική μνήμη ήταν αυτό που
θεωρούσε ότι καταξίωνε ένα έργο.
Τη κριτικό Μάρη Θεοδοσοπούλου την εκτιμούσα
και για έναν άλλο ιδιαίτερο λόγο. Τόσο στις ελάχιστες συναντήσεις μας όσο και
στα τηλεφωνήματά μας στην εφημερίδα που εργάζονταν και στο σπίτι της, διέκρινα
αμέσως ένα άτομο με ήθος, ένα πρόσωπο με αξιοπρέπεια, με σοβαρότητα του ρόλου
της, ένα γυναικείο πρόσωπο που σέβονταν βαθειά την αποστολή του, δηλαδή το ότι
έγραφε και κριτίκαρε τα έργα άλλων. Ήταν σεμνή σαν άτομο, διακριτική και πάνω
από όλα, κάτι που εμένα με κάνει να εκτιμώ αφάνταστα, ήταν μακριά από τα φώτα
της λογοτεχνικής δημοσιότητας. Η Μάρη Θεοδοσοπούλου είχε σαν αρχή της να μην
φαίνεται η ίδια αλλά τα κείμενά της. Αυτό ήταν μια σταθερή της αρχή. Η δική της
δημόσια παρουσία δεν είχε σημασία, σημασία είχε το κείμενο που δημοσίευε είτε
σε εφημερίδες, είτε σε περιοδικά είτε σε εισαγωγές βιβλίων. Ήθελε να είναι
ανεπηρέαστη και ανεξάρτητη για να γράφει αυτά που έγραφε, να εκφράσει την
αδέκαστη γνώμη της. Ήταν φοβερά σεμνή σαν άτομο και καθόλου μνησίκακη. Το
αγκάθι το δικό μου που προανέφερα, αφορά μια πικρία της που συχνά μου έλεγε,
και είχε απόλυτα δίκαιο. Όταν εξέδωσα την Μυρτιώτισσα, αμέλησα να της την
στείλω όχι από σκοπιμότητα ή αδιαφορία, αλλά από οικογενειακά προβλήματα και
ατομικά τρεχάματα, και παρότι της το είχα υποσχεθεί αμέλησα. Μου του έλεγε
αργότερα με παράπονο. Ήταν δικό μου λάθος. Μετέπειτα, όσες φορές της έστελνα
βιβλίο μου ή περιοδικό που συμμετείχα με δικό μου κείμενο πάντοτε έγραφε για
μένα, πάντοτε με ανέφερε. Και αυτό, ήταν κάτι που με έκανε να νιώθω τύψεις
απέναντί της για την παλαιά μου αμέλεια και παράληψη. Την εκτιμούσα αφάνταστα,
παρότρυνα όποιους έβλεπα να της στείλουν τα βιβλία τους ακόμα και αν δεν γράψει
κάτι για αυτά. Η σεμνότητά και το ήθος της, η διακριτική της παρουσία στα
ελληνικά γράμματα και η στάση της απέναντι στα νεότερα λογοτεχνικά πράγματα
στην χώρα μας, ήταν μια εξαίρεση μέσα σε αυτόν τον γενικό λογοτεχνικό
κουρνιαχτό των ημερών. Βαθιά πολιτικοποιημένο άτομο, έντονα συνειδητοποιημένη
σαν γυναίκα, δεν ήταν απόμακρη από τα κοινά του τόπου. Οι συγγραφικές της
παρεμβάσεις όπου και όποτε χρειάζονταν ήσαν καίριες και χρήσιμες. Ήταν μια
ιδιαίτερη φωνή μέσα στον χώρο αυτόν.
Τα βιβλία
που εξέδωσε στο σύντομο από την ζωή πέρασμά της, δεν είναι πολλά, αλλά έχουν
την θέση και την σημασία τους μέσα στο σύγχρονο ιστορικό πλαίσιο της ελληνικής
γραμματείας. Τα περισσότερα κείμενά της είναι διασκορπισμένα σε εφημερίδες και
περιοδικά που συνεργάζονταν, δεν έχουν συγκεντρωθεί ώστε ο όποιος
ενδιαφερόμενος να τα γνωρίσει τα πλησιάσει με αγάπη και να εκδοθούν σε τόμο,
ώστε να πληροφορηθούμε το πανόραμα των αναγνωστικών της ενδιαφερόντων, των
θέσεών της πάνω σε ζητήματα του ελληνικού πεζού λόγου, το αξιολογικό της
σύστημα όσον αφορά την τεχνική και το συγγραφικό παιχνίδι της τεχνουργίας στον
χώρο της ελληνικής γραμματείας. Να έχουμε τον προσωπικό της κριτικό απολογισμό
και συμβολή, την σκέψη και τις θέσεις της απέναντι στα εκδοτικά πράγματα και
γεγονότα της εποχής της. Τις αξιολογήσεις των προσώπων που ερευνά το έργο τους.
Η
κριτικός Μάρη Θεοδοσοπούλου που έφυγε πρόωρα από την ζωή, μόλις στα 66 της,
είναι μία ακόμα σύγχρονή μας γυναικεία φωνή που άφησε δημιουργικά και
παραγωγικά τα ίχνη της στο λογοτεχνικό ελληνικό των ημερών μας στερέωμα. Μια
γυναικεία φωνή κριτικής σκέψης, όπως παράλληλα-κάτω από άλλες σίγουρα
συγγραφικές προδιαγραφές-είναι η ποιήτρια Δήμητρα Παυλάκου, η ποιήτρια Έλενα
Χουζούρη, η ποιήτρια και εικαστικός Ελένη Βακαλό, η ποιήτρια και πεζογράφος
Βερονίκη Δαλακούρα, η Ελένη Χωρεάνθη, η Φαίδρα Ζαμπαθά Παγουλάτου, η Άντεια
Φραντζή, η Νόρα Αναγνωστάκη, η Ελένη Γκίκα, και άλλες γυναικείες παρουσίες, για
να αναφερθώ σε ορισμένες γυναικείες γνώριμές μας φωνές της ποίησης, της
πεζογραφίας και των εικαστικών τεχνών, που εκτός των άλλων, ασχολήθηκαν και με
τον κριτικό λόγο. Εξάσκησαν παράλληλα με τον ποιητικό τους ή πεζογραφικό λόγο
και τον κριτικό.
Η ιστορία του γυναικείου στην χώρα μας ελληνικού
δοκιμίου και κριτικής σκέψης δεν έχει γραφεί ακόμα. Παρά του ότι κυκλοφορούν
εδώ και αρκετές δεκαετίες εξαιρετικές δοκιμιακές εργασίες, σημαντικά μελετήματα
γυναικών δημιουργών που ανήκουν είτε στον επιστημονικό καθαρά κλάδο, είτε στον
εκπαιδευτικό χώρο είτε στον ευρύτερο χώρο της ελληνικής διανόησης. Η γυναικεία
γραφή όσον αφορά τον κριτικό λόγο και όχι τον ποιητικό ή πεζογραφικό έχει
ανθοβολήσει εδώ και αρκετές δεκαετίες στην χώρα μας και μας έχει προσφέρει
εύχυμους καρπούς. Αυτό δεν σημαίνει ότι αντιπαραβάλλω τον αντρικό δοκιμιακό
λόγο με αυτόν των γυναικών, όχι κάθε άλλο, απλά θεωρώ ότι αξίζει μια ιδιαίτερη
προσοχή ώστε να δούμε ιστορικά τις συγκλίσεις και τις αποκλείσεις του ενός
λόγου από τον άλλον, τις εσωτερικές τους συνομιλίες, το τι κόμισε ο ένας και τι
ο άλλος στο διάβα του χρόνου. Όχι για να υπερισχύσει ο ένας έναντι του άλλου,
αλλά για να ξεκαθαριστεί το τοπίο της σκέψης και των προβληματισμών των
νεότερων χρόνων στην χώρα μας. Να τεθούν ίσως οι βάσεις μιας συζήτησης για το
ποιος «ποδηγέτησε» τον ελληνικό ποιητικό λόγο και ποιος έθεσε τα όρια της
κριτικής σκέψης στην χώρα μας. Ποιους αναγνωρίζουμε σαν «αυθεντία» και ποιους
σαν «παρίες». Υπάρχουν «χαμηλές φωνές» στην κριτική σκέψη και τον δοκιμιακό
λόγο ή είναι του ίδιου μεγέθους ο αντρικός με τον γυναικείο;
Σε εποχές
της μετανεωτερικότητας χρειάζεται να γνωρίζουμε ποιες γυναικείες φωνές χάραξαν
τα ίχνη της κριτικής σκέψης στην πατρίδα μας. Δεν μπορούμε να μείνουμε ούτε
στον Άλκη Θρύλο ούτε στην Έλλη Αλεξίου. Ποιες φωνές της γυναικείας λογοτεχνικής
παράδοσης πέρασαν τα σύνορα του χρόνου και σημάδεψαν την εποχή τους άραγε, αυτό
θα το μάθουμε νομίζω, όταν συστηματοποιήσουμε και καταγράψουμε την γυναικεία
δοκιμιακή και κριτική παρουσία, την αυτονομημένη τόσο από τον πρωτογενή
ποιητικό λόγο ή πεζογραφικό, όσο και από τον δημοσιογραφικό και ίσως, και τον
επαγγελματικό ερευνητικό των πανεπιστημιακών μας σχολών.
Η αυτοδιάθεση της γυναικείας ελληνικής κριτικής
σκέψης είναι ακόμα προς διερεύνηση ή μήπως κάνω λάθος; Και δεν ενδιαφέρει τον
αντρικό και γυναικείο πληθυσμό της ελληνικής γραμματείας, παρά σαν ένα ακόμα
καταναλωτικό προϊόν των ημερών μας προς τέρψη του φιλοθεάμονος κοινού και των
σταθερών παρατρεχάμενων λογοτεχνικών παραγόντων, ίδιων και ίδιων λογοτεχνικών
προσώπων στις οθόνες της τηλεόρασης και των κρατικών επιχορηγήσεων.
Αναφέρω ενδεικτικά ορισμένες κριτικές για το έργο
της Μάρη Θεοδοσοπούλου «ΕΠΟΧΙΚΑ» κρίσεις υποδοχής και δεξίωσης του βιβλίου
χωρίς να εξαντλώ το θέμα και συνειδητά αντιγράφω το κείμενο της κριτικού και
συγγραφέως Έλενας Χουζούρη για την Μάρη Θεοδοσοπούλου, όπως το συνάντησα στο
ιντερνετ και στην ιστοσελίδα Ο ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ. Σαν μια γυναικεία ματιά στο έργο
της.
• εφημερίδα Το Βήμα Κυριακή 11/4/1999, σ.51.
«ΚΡΙΤΙΚΗ»
•Κώστας Βούλγαρης, περιοδικό Ο Πολίτης
τχ.64/5,11,1999, σ.62, Από τις τελευταίες εκδόσεις
•Ελισάβετ Κοτζιά, Η Καθημερινή 26/9/1999, στην διπλή
στήλη κριτικής βιβλίου «ΔΙΑ-ΚΡΙΝΟΝΤΑΣ»
•Γιάννης Κουβαράς, Η Καθημερινή 8/6/1999, Χρονικό
της νεότερης ελληνικής πεζογραφίας
•Δημοσθένης Κούρτοβικ, Τα Νέα-Τα Πρόσωπα τχ.36/13/11/1999,
Εποχικές κρίσεις
•Κώστας Κρεμμύδας, Η Εποχή Κυριακή 18/7/1999, σ.24,
Τα βιβλία δεν χωρίζονται σε καλά και κακά αλλά σε άξια σχολιασμού και αδιάφορα
•Όλγα Σέλλα, Η Καθημερινή Σάββατο 3/4/1999, Κριτική
συνομιλία
•Μισέλ Φάϊς, Ελεύθερος Τύπος Κυριακή 17/10/1999, σ.
20. Νεότερη πεζογραφία
Και το κείμενο
Της Έλενας Χουζούρη
Είχα συναντήσει τη Μάρη
Θεοδοσοπούλου μόνον δύο φορές, σε διάστημα εικοσιπέντε χρόνων, και δεν
είχα μιλήσει τηλεφωνικά μαζί της πάνω από τρεις. Άλλοι, από τον χώρο του βιβλίου,
συγγραφείς, εκδότες, κριτικοί, μεταφραστές, δεν την είχαν συναντήσει ούτε μία
φορά. Η Μάρη απέφευγε σχεδόν εμμονικά, «ταις κοινωνικαίς συναναστροφαίς». Της
αρκούσε η δημόσια παρουσία της ως κριτικού της ελληνικής λογοτεχνίας. Πίστευε
ότι οι οποιεσδήποτε κοινωνικές συναναστροφές θα μπορούσαν, με τον έναν ή τον
άλλον τρόπο-θεμιτό ή αθέμιτο- να επηρεάσουν/αλλοιώσουν την
αντικειμενικότητα της κρίσης της. Πόρρω απείχε δηλαδή από τα… πατροπαράδοτα
ελληνικά δεδομένα. Τη φαντάζομαι μόνη, ολομόναχη, σκυμμένη με άφατη αφοσίωση
πάνω σ’ ένα βιβλίο, όπως οι μεσαιωνικοί καλόγεροι στα παλιά χειρόγραφα,
να προσπαθεί να αποκρυπτογραφήσει τους κώδικες του, να ανακαλύψει τα
μυστικά του, να προχωρήσει σε μια βαθύτερη επικοινωνία με τον κόσμο του,
απόλυτα ουσιαστική και ανιδιοτελή, μακράν από τις άλλες, τις κοσμικές,
και εν πολλοίς ανούσιες και επιδερμικές. Μόνη της, με δονκιχωτικό πάθος,
ή μ’ εκείνο του Ρομπέν των Δασών, με στόχο την ανάδειξη της νεοελληνικής
λογοτεχνίας, όπως η ίδια έχει χαρακτηρίσει τον εαυτό της, μέσω του αρσενικού
της προσωπείου, του Λέανδρου Βολπιώτη δηλαδή, ο οποίος υποτίθεται ότι
προσυπογράφει τον αρκούντως αυτοσαρκαστικό συστατικό πρόλογο στα Παπαδιαμαντικά της.
Όπως όλοι και όλες έγραψα κι
εγώ πόσο ελάχιστα την γνώριζα ή την είχα συναντήσει. Ότι όπως όλοι δεν
είχα/είχαμε καθόλου στοιχεία ληξιαρχικού ή κοινωνικού τύπου που να μας βοηθούν
στο να την κατατάξουμε κάπου. Η Μάρη ήταν ακατάτακτη. Και αναρωτιέμαι τώρα,
είχε η «έλλειψη» αυτή καμιά σημασία σε σχέση με τον κριτικό της λόγο, τον οποίο
διακόνησε για μια εικοσιπενταετία, τον οποίο μας άφησε ως παρακαταθήκη, με τον
οποίο θα περάσει στην Ιστορία της κριτικής της ελληνικής λογοτεχνίας, της
τελευταίας δεκαετίας του 20ου αιώνα
και των δύο πρώτων του 21ου;
Ζούμε σε εποχές στις οποίες,
οτιδήποτε σχετίζεται με την ιδιωτικότητα, τον προσωπικό, ιδιωτικό χώρο, έχει,
κυριολεκτικά, ποδοπατηθεί/ ισοπεδωθεί από την βίαιη επέλαση της δημοσιοποίησης
των πάντων, χάρη στις νέες τεχνολογίες και στις νέες νοοτροπίες που αυτές
δημιουργούν. Όλα, έξω! Και μέσα; Το απύθμενο κενό; Η Μάρη Θεοδοσοπούλου
ακολούθησε το εντελώς αντίθετο ρεύμα. Μόνον που ήταν πολύ αδύναμο για να
αντέξει τα θορυβώδη κύματα του Ωκεανού. Και αναρωτιέμαι τώρα, που η
«μυστηριώδης» αυτή γυναίκα δεν υπάρχει πια ως βιολογική οντότητα, μήπως
έδειχνε ποια ήταν μέσα από τα κείμενά της, τις επιλογές της, το ύφος της,
τη γλώσσα που χρησιμοποιούσε; Διότι, ο γραπτός λόγος, με οποιονδήποτε τρόπο κι
αν εκφέρεται, είτε ως λογοτεχνία-ποίηση, είτε ως κριτική-δοκίμιο-μελέτη, είτε
ως δημοσιογραφία επίσης, είναι, στον ένα ή στον άλλον βαθμό, καθρέφτης
αυτού/αυτής που τον καταθέτει δημοσίως. Μπορούμε λοιπόν να αποκρυπτογραφήσουμε
την Μάρη Θεοδοσοπούλου μέσα από τα κριτικά της κείμενα; Εξάλλου έχει βοηθήσει
και η ίδια, έστω και μέσω προσωπείου το οποίο μιλά αντ’ αυτής για αυτήν, στον
πρόλογο του βιβλίου της Παπαδιαμαντικά
[2011].
Όσο μπορώ να σκεφτώ και
να καταγράψω στο ελάχιστο αυτή σημείωμα, η Μάρη Θεοδοσοπούλου αντιμετώπιζε το
κάθε κρινόμενο λογοτεχνικό έργο- μυθιστόρημα κυρίως και πάντα Έλληνα
συγγραφέα-κάτω από το πρίσμα, περισσότερο ενός μελετητή και λιγότερο ως
κριτικού που ασχολείται με την τρέχουσα λογοτεχνική παραγωγή. Είχα πάντα την
αίσθηση ότι διέθετε την στόφα ενός ερευνητή-μελετητή, του συγκεντρωμένου πάνω
στο κείμενο, και με σχολαστικότητα, υπομονή και επιμονή, προσπαθεί να μην του
ξεφύγει καμιά λεπτομέρεια που αφορά, είτε το ίδιο το έργο, είτε τα περί του
έργου. Ως εκ τούτου ιδιαίτερη έμφαση έδινε στην ανάδειξη των
φιλολογικών, ιστορικών και κοινωνιολογικών συμφραζομένων ενός λογοτεχνικού
έργου. Την φαντάζομαι να ψάχνει, να κατεβάζει από τη βιβλιοθήκη της βιβλία, για
να ταυτοποιήσει αυτό η εκείνο, να βεβαιωθεί για την εγκυρότητα της όποιας
πληροφορίας. Εξάλλου πάντα έδινε στοιχεία της λογοτεχνικής πορείας του
κρινόμενου συγγραφέα και των έως τότε εκδιδόμενων έργων του, άλλο ένα
χαρακτηριστικό το οποίο συναντά κανείς περισσότερο σε κείμενα
πανεπιστημιακών. Έμοιαζε να υιοθετεί την άποψη ότι τα λογοτεχνικά έργα δεν
γράφονται εν κενώ. Πιθανολογώ όμως, ότι αυτή η οπτική της ίσως δεν ήταν
άσχετη με τα γενικότερα ιδεολογικά της πιστεύω. Από τον τρόπο δηλαδή που
ερμήνευε τον κόσμο γύρω της. Εικασίες, εικασίες μόνον. Σε
όλους/όλες μας , πάντως, έκαναν εντύπωση οι φιλολογικές και άλλες γνώσεις
της, οι οποίες δεν ήταν λίγες οι φορές που δεν άφηναν πολύ χώρο για την κυρίως
κριτική, λες και όταν έφτανε η στιγμή της, εκ των πραγμάτων, φανερά
δημοσιοποίησης της άποψης του κριτικού, άρα και έκθεσής του σε
πιθανές αντιδράσεις, ευχάριστες ή και δυσάρεστες, εκείνη έκανε πίσω. Σεμνότητα
και αυτοσυγκράτηση; Φόβος για μια πιθανή σύγκρουση; Πιθανόν. Από την άλλη,
αρκετές φορές μια υποφώσκουσα ειρωνεία, άλλο χαρακτηριστικό των εσωστρεφών,
μονήρων, μη επικοινωνιακών ανθρώπων. Μήπως η Μάρη διέθετε στην προσωπική της
ζωή ένα ιδιότυπο φλεγματικό χιούμορ; Δεν ξέρω. Αν κρίνω όμως από τον πρόλογο
που έγραψε ως Λέανδρος Βουλπιώτης, σίγουρα θα αυτοσαρκαζόταν συχνά, και σίγουρα
θα ήταν πολύ αυστηρή με τον εαυτό της, με στάνταρτς που θα είχαν σχέση με άλλες
πιο ρομαντικές εποχές.
Όπως και να έχει, η σύγχρονη
ελληνική λογοτεχνική κριτική έχασε μια σπουδαία φωνή της. Εκείνο που θα είχα να
προτείνω, ως ελάχιστη ένδειξη τιμής στην πρόωρα και άδοξα χαμένη κριτικό, είναι
να συγκεντρωθούν και να εκδοθούν όλα της τα κριτικά κείμενα σε έναν και
μοναδικό τόμο, έτσι ώστε να παραδοθούν ως ενιαίο πλέον corpus στην αρμοδιότητα
της Ιστορίας της λογοτεχνικής κριτικής, μετά την μεταπολίτευση.
Από την ιστοσελίδα Ο
ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ.
Για την Μάρη Θεοδοσοπούλου, θα επανέλθω όχι μόνο
από εκτίμηση στην μνήμη της, αλλά και από υποχρέωση απέναντι σε μια κριτικό που
δεν άφησε ασχολίαστο το δικό μου μικρό συγγραφικό έργο. Της το οφείλω. Θα πρέπει
κάποτε εμείς οι έλληνες που μουτζουρώνουμε τα χαρτιά που έλεγε ο ποιητής της Ρωμιοσύνης,
να μην είμαστε αγνώμονες σε αυτούς ή αυτές που δεν άφησαν να περάσει απαρατήρητο
το μικρό ή μεγάλο σημαντικό ή λιγότερο σημαντικό πέρασμά μας στην ελληνική γραμματεία.
Και μάλιστα, όταν δεν ωφεληθήκαμε οικονομικά από αυτό.
Ας είναι έστω και εκ των υστέρων
γαλήνια η ψυχή της όπου και αν βρίσκεται. Και ας γνωρίζαμε και οι δύο πολύ καλά
ότι μία είναι η ζωή και μοναδική και ο θάνατος μαυρίλα.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς 1 Απριλίου 2018.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου