ΜΟΙΡΟΛΟΓΙΑ
ή το τελευταίο δάκρυ της γλώσσας
Ακούγοντας
πρώτα και κατόπιν διαβάζοντας ελληνικά μοιρολόγια στο διάβα της ζωής μου, είτε
αυτά προέρχονταν από την περιοχή της Μάνης είτε από την περιοχή της Ηπείρου
είτε από άλλες περιοχές της ελλάδας εξακολουθητικά έθετα ένα ερώτημα στον εαυτό
μου. Το εξής. Ας υποθέσουμε ότι παραβλέπουμε τον αρχαίο ελληνικό κόσμο και
πολιτισμό και τις εθιμικές του παραδόσεις, τον κόσμο των εθνικών ελλήνων και
της φιλοσοφίας τους, ας δεχτούμε σαν υπόθεση εργασίας ότι γνωρίζαμε μόνο το
χριστιανικό σύμπαν με τις θεολογικές και θρησκευτικές του δοξασίες και ιστορικές
αναφορές. Ας δεχτούμε υποθετικά ότι ο μονοθεϊσμός, δεν προήλθε ιστορικά από τον αιγύπτιο
φαραώ Ακενατών και την δοξασία του Θεού
Ήλιου, αλλά προήλθε από την θρησκευτική μυθολογία και ιστορία του εβραϊκού
λαού. Ας παραβλέψουμε τους Θεούς και τις Θεές του Κάτω Κόσμου των αρχαίων
ελλήνων και των άλλων Θεών της μεσογειακής λεκάνης, έτσι όπως τους
αναγνωρίζουμε μέσα στην παράδοση την δυτικοευρωπαϊκή. Και, ας συναριθμήσουμε σε
αυτό το υποθετικό σενάριο το γεγονός ότι μας έχουν διασωθεί τα ανώνυμα και
λαϊκά μοιρολόγια, αυτοί οι γυναικείοι κωμοί που συναντάμε είτε στα Ομηρικά Έπη,
δες τον θρήνο της Θέτιδας, είτε στην αρχαία τραγωδία, δες την δυστοτόκο Εκάβη
στις Τρωάδες και αλλού, ή στο πασίγνωστο και χιλιοψιθυρισμένο Μοιρολόϊ της
Παναγίας, που κάθε Μεγάλη Παρασκευή μέσα στις εκκλησίες οι πιστοί σιγοψάλλουν,
είτε κατά μόνας σε άλλους χώρους συγκέντρωσης μέλπονται οι άνθρωποι, ιδιαίτερα
και κυρίως οι μαυρομαντιλούσες γυναίκες εδώ και αιώνες μέσα στον γεωγραφικό
χώρο της μεσογειακής λεκάνης σιμά στο κιβούρι των αγαπημένων τους προσώπων που
χάθηκαν ξαφνικά ή όχι. Αν γράφω, αν, σαν υπόθεση εργασίας παραγνωρίσουμε όλες
αυτές τις λαϊκές και δημώδεις παραδόσεις των ανθρώπων μέσα στην Ιστορία, άραγε,
αν υπήρχε ένας Θεός-και δεν μιλώ για τον εκκλησιαστικό ιδεότυπο της εκκλησίας
τον Χριστό-τι θα μας έλεγε μέσα στην παντοδυναμία και την πανσοφία του για το
φαινόμενο του Θανάτου; Πως θα το ερμήνευε; Πως θα το αντιμετώπιζε, αν μπορούσε
να το αντιμετωπίσει και με ποιόν ακατανόητο σε εμάς τα θνητά όντα τρόπο; Τι θα
περνούσε από την σκέψη του καθώς θα το παρατηρούσε να συμβαίνει μέσα στον
περιοδικό κύκλο του χρόνου; Θα συμψήφιζε δηλαδή το φαινόμενο της ζωής με εκείνο
του θανάτου, και με τι τίμημα για την δική του ισχύ; Και εφόσον αποδεχόμαστε
εμείς οι άνθρωποι ότι ο θάνατος είναι η αναγκαία προϋπόθεση της ζωής και η ζωή είναι
η αναγκαία προϋπόθεση του θανάτου. Ένας Θεός δημιουργός του σύμπαντος κόσμου,
θα μπορούσε να ανακόψει το φαινόμενο του θανάτου όπως γίνεται με εκείνο της ζωής,
και αν όχι, τι γλώσσα θα υιοθετούσε για να εκφράσει τον πόνο και την θλίψη του,
για την τελική έκβαση της δημιουργίας του. Δηλαδή ο Θεός εκτός από το να παίζει
ζάρια που μας λένε οι επιστήμονες, μοιρολογεί, συνθέτει αυτοσχέδια μοιρολόγια
για τα πλάσματά της δημιουργίας του που τα βλέπει τυλιγμένα μέσα στην ομίχλη
της φθοράς; μπορεί να εκφράσει για το χαμό τους την απαρηγόρητη πίκρα του όπως
οι άνθρωποι; Και με ποιον τρόπο; Ή στέκει αδιάφορος και ξένος; Ποιοι είναι οι
κώδικες κατανόησης της δικής του πεπερασμένης εξουσίας; Θέλω να πω εντέλει, αυτό
το ύστερο βλέμμα της ανθρώπινης ύπαρξης έτσι όπως αποτυπώνεται μέσα στην
ανθρώπινη τέχνη και δημιουργία, αυτός ο έσχατος λόγος του Λόγου της ανθρώπινης
περιπέτειας, αυτός ο ευαίσθητος λυγμός της γλώσσας, είναι μόνο προνόμιο του
ανθρωπίνου είδους, προέρχεται από τα ιστορικά πολιτισμικά του γονίδια ή είναι
και αυτό μέσα στον προγραμματισμό της εφήμερης ζωής του σχεδιασμένο από τον
μεγάλο Ωρολογοποιό.; Με δυό λόγια, δακρύζουν οι Θεοί ή Όχι; Άσκοπα ίσως θα πει
κάποιος ερωτήματα που πιστεύει σε έναν εθνικό Θεό ή της παράδοσης των προγόνων
του. Ανώφελα ερωτήματα θα πει κάποιος άλλος που αποδέχεται την θεωρία της
εξέλιξης και της καταγωγής των ειδών του Κάρολου Δαρβίνου.. Φληναφήματα θα
υποστηρίξει ένας σύγχρονος επιστήμονας που κατανοεί και ερμηνεύει το σύμπαν με
στερεότερες αρχές σε σχέση με εμάς τους αδαής και αδιάφορους. Όμως το ερώτημα
για εμένα παραμένει ακόμα και σήμερα ανοιχτό, όποτε διαβάζω ή ακούω έστω και
σπάνια πιά μοιρολόγια. Μπορεί ο Θεός να μοιρολογήσει;
Από
μικρό παιδί, πριν καλά-καλά μάθω γράμματα και γνωρίσω τα μυστικά της γλώσσας,
άκουσα μανιάτικα μοιρολόγια και τα λάτρεψα. Μαγεύτηκα, όχι μόνο για το πλάσιμο
της ιστορίας τους, όχι μόνο για αυτόν τον αυτοσχεδιαστικό μαγευτικό τρόπο που
έβλεπες να γνέθουν τις ιστορίες τους οι ανώνυμες λαϊκές μοιρολογίστρες, αλλά,
για την φυσική αποδοχή του φαινομένου του θανάτου με την ζωή που εξέφραζαν
αυτές οι ανώνυμες γυναικείες υπάρξεις ανεξάρτητα αν η γλώσσα τους ζητούσε να ξορκίσει
το κακό. Χωρίς να είχα ή να έχω καμία επιθυμία θανατολαγνείας πήγαινα σε
άγνωστές μου κηδείες και άκουγα μαγεμένος αυτές τις μαυροφορεμένες γυναίκες.
Άκουγα τα ακατανόητα σε μένα λόγια, έβλεπα την θεατρικότητα του κορμιού τους,
των κινήσεων των χεριών και του κεφαλιού τους, τις αλλοιώσεις και τις συσπάσεις
του προσώπου τους, άκουγα την μουσική που είχε ο πονεμένος λόγος που έλεγαν
μπροστά στο ανοιχτό φέρετρο, όταν ακόμα οι έλληνες ξενυχτούσαν τους νεκρούς
τους στα σπίτια τους. όταν τοποθετούσαν το κιβούρι στην μέση του δωματίου με
δύο αναμμένες λαμπάδες στο πάνω μέρος, όταν έβαζαν την νύχτα το σκέπασμα του
φέρετρου μέσα στο σπίτι πιστεύοντας ότι είναι γρουσουζιά για τους ζωντανούς να
μείνει έξω και το πρωί με την ανατολή το ξαναέβγαζαν στην πόρτα. Όταν
εναλλάσσονταν οι μοιρολογίστρες που δεν ανήκαν μόνο στον στενό οικογενειακό
κύκλο του κεκοιμημένου αλλά ήσαν επαγγελματίες που τις καλούσαν σε κηδείες να
μοιρολογήσουν όπως καλούσαν τους οργανοπαίχτες σε γάμους ή ονομαστικές εορτές Ανώνυμες γυναίκες που χειρίζονταν την γλώσσα,
έπλαθαν μικρές ιστορίες όπως οι παλαιοί αφηγητές των Ομηρικών Επών.
Μεταγενέστερα, όταν άρχισα να παρακολουθώ αρχαία τραγωδία στο θέατρο της
Επιδαύρου και του Ηρωδείου, όταν άρχισα να μελετώ αρχαίες τραγωδίες, να διαβάζω
δημοτική ποίηση, κατανόησα όλων αυτόν τον πλούτο που προέρχονταν από αυτές τις
ανώνυμες μαυροφορεμένες γυναίκες, γυναίκες με τα ροζιασμένα πρόσωπα αλλά όχι
ροζιασμένη ψυχή. Γυναίκες αγράμματες σχεδόν αλλά με εγγράμματη πείρα ζωής και
σοφία. Γυναίκες που αναποδογύριζαν το φλιτζάνι του καφέ και εξιστορούσαν την
ιστορία της ζωής σου. Ανώνυμες μοιρολογίστρες που, ήταν τόσο πηγαίος ο λόγος
τους, έκρυβε τόση σοφία η γλώσσα τους, που ήσαν οι ίδιες ηθοποιοί και
ταυτόχρονα σκηνοθέτες του εαυτού τους. Που γνώριζαν από ένστικτο τον χρόνο του
τελετουργικού που υποδύονταν, τις κινήσεις που έπρεπε να κάνουν καθώς σήκωναν
το μαντήλι τους, την στιγμή που έπρεπε να δακρύσουν και την στιγμή που όφειλαν
να κάνουν τις αναγκαίες παύσεις στην συνεχή ροή του λόγου τους, όχι μόνο για να
ξεκουραστούν οι ίδιες αλλά και οι παρευρισκόμενοι που ξενυχτούσαν το νεκρό. Η
ατμόσφαιρα ήταν τόσο κατανυχτική σχεδόν ερωτική θα τολμούσα να πω, αν δεν
φοβόμουν ότι θα παρεξηγηθώ από τους άγευστους σε θέματα λαϊκής παράδοσης και
αρχαίου θεάτρου νεοέλληνες. Διδασκόσουν ασυναίσθητα την τέχνη της αρχαίας
τραγωδίας πριν ακόμα ακούσης τον αρχαίο λόγο μέσα στο κοίλο αρχαίο θέατρο. Και,
τα λόγια που έλεγαν οι ανώνυμες αυτές γυναικείες υπάρξεις, οι προσωπικές
ιστορίες που έπλεκαν δεν ήταν κατά ανάγκη όλες πένθιμες, είχαν και «επεισόδια»
ζωής χαροποιά, ευχάριστα για τέτοιες περιπτώσεις που δεν ακούγονταν παράξενα,
έδεναν με το όλο σκηνικό. Έπλαθαν ή μετέπλαθαν την ιστορία του νεκρού ή της
νεκρής εμπλουτίζοντας την εξιστόρηση της ζωής των με γεγονότα που ταίριαζαν,
που έδεναν με τις στιγμές. Γιαυτό μίλησα παραπάνω όχι μόνο για τον
αυτοσχεδιαστικό χαρακτήρα του λόγου αυτών των ανώνυμων γυναικών αλλά και στο
ότι ήσαν ταυτόχρονα ηθοποιοί και σκηνοθέτες και, σεναριογράφοι του ρόλου που
υποδύονταν εκείνη την συγκεκριμένη στιγμή. Πραγματικά, θείο χάρισμα, ευλογία
από τις μούσες, χρισμένες από την ζωή υπάρξεις που δεν συναντάς πιά, έστω και
αν προσπαθούν κάποιοι να αναβιώσουν αυτά τα «επαγγέλματα» που χάθηκαν, Δεν
είναι παρά μια φολκλορική ανάμνηση ενός εθίμου και μιας ατομικής πρακτικής που
πλέον έχει εκλείψει μια και οι οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες έχουν
αλλάξει.
Τυχεροί
όσοι πρόλαβαν έστω και για μικρό χρονικό διάστημα τέτοιες ανθρώπινες εκφράσεις
ζωής, όσοι άκουσαν τον ποιητικό λόγο, αυτές τις ελεγείες όχι από το στόμα
κάποιου φτασμένου ποιητή, κάποιου εθνικού αοιδού, κάποιου ευαγγελιστή σκυμμένου
μέσα στο μονήρες κελλί του, αλλά τυχαία και παράδοξα, αυθεντικά και
αυτοσχεδιαστικά από τα χείλη ανώνυμων μανάδων που δεν χάραξαν τα ίχνη τους πάνω
στις σελίδες της επίσημης ιστορίας της τέχνης. Ρομαντικές υπάρξεις ενός
ρομαντισμού που χωρίς να γνωρίζουν το κίνημα του ρομαντισμού υιοθετούσαν πολλά
του στοιχεία. Μας «δίδασκαν» αρχαίο θέατρο πριν γνωρίσουμε τον Θέσπη.
Αυτά τα
διάσπαρτα σε όλη την ελλάδα τραγούδια του Κάτω Κόσμου, είναι πραγματικά ένας
άλλος Κόσμος. Ένας Κόσμος με τις δικές του αξιακές αναφορές και κανόνες. Είναι
η ανοιχτή συνομιλία της ζωής με τον θάνατο. Είναι η συζήτηση που έχουν οι
ζωντανοί με τους νεκρούς. Είναι το λακριντί που ανοίγουν οι ζωντανοί οικείοι με
τους φευγάτους, αυτούς που μετοίκησαν είτε με την θέλησή τους είτε παρά, στο
βασίλειο των σκιών, Όπου οι ίσκιοι που περιδιαβαίνουν τον χώρο δεν έχουν ίσκιο.
Όπου τα πρόσωπα δεν έχουν το αρχαίο κάλλος τους. Όπου η μόνη γλώσσα
επικοινωνίας μεταξύ τους είναι η σιωπή. Όπου το έρεβος είναι πιο φωτεινό από το
φως της ημέρας. Όπου τίποτα δεν επιβεβαιώνεται και τίποτα δεν αιτιολογείται.
Όπου οι σκιές που ανηφορίζουν οι κατηφορίζουν εξομολογούνται μόνο τα των σκιών
τους. όπου ο πάνω κόσμος είναι μόνο πλέον μια παλαιά ανάμνηση που επανέρχεται
χωρίς ελπίδα. Είναι οι σκιές του ιδεών των ανθρώπων που διαβαίνοντας τις πύλες
του Άδη χάθηκαν στα νερά της λησμοσύνης. Όπου Θεοί και Άνθρωποι γίνονται ένα.
Όπου ο ανθρώπινος γλωσσικός ποταμός χύνεται μέσα στον ωκεανό της σιωπής και της
λήθης και σημαίνον και σημαινόμενο αληθεύουν στην Ζωή εν Τάφο. Και ο ανθρώπινος
χρόνος αποκτά την αιωνιότητα της πέτρας. Η επιστροφή στο σπήλαιο των εμπειριών.
Ο Κάτω Κόσμος
το βασίλειο που αναμένει τους πολίτες του που πήγαν ταξίδι αναψυχής στον επάνω.
Πάμπολλα
τα Μοιρολόγια του ελληνικού χώρου. Μανιάτικα, Κρητικά, Ηπειρώτικα, του
Νησιωτικού χώρου. Κάθε περιοχή της ελλάδας προσθέτει και την δική της ταυτότητα
στο μεγάλο και λαϊκό αυτό ανώνυμο σχολείο της παράδοσης Προσθέτει λέξεις,
εικόνες, ρυθμούς, μουσικούς τόνους, χρωματισμούς βίου, εμπειρίες βιωμάτων
τοπικών ιστοριών, κλέη τοπικών αντρών και γυναικών, όνειρα και προλήψεις που
προέρχονται από τα βάθη της ιστορίας κάθε τόπου. Την ζωή, μπορεί και να μην την
υμνολογήσεις, τον θάνατο όμως δεν γίνεται να μην τον μοιρολογήσεις.
Εκτός από
τα παραδοσιακά λαϊκά μοιρολόγια που μας έχουν διασώσει έλληνες ερευνητές και
ανήκουν αμιγώς στην δημοτική μας ποίηση και παράδοση, δες τον Αραβαντινό για τα
Ηπειρώτικα, του Γιάννη Τσουδερού για τα Κρητικά, του Βαγγέλη Λιάπη για τα
Αρβανίτικα, του Σωκράτη Κουγέα, της Βούλας Δαμιανάκου, του Κώστα Πασαγιάνη, του
Κυριάκου Κάση, του Ανάργυρου Κουτσιλιέρη για τα Μανιάτικα, την εργασία του
Γιάννη Μότσιου για το ελληνικό μορολόγι κλπ., την φόρμα ή το ύφος, την τεχνική
και τεχνοτροπία του μοιρολογιού συναντάμε και σε έργα έντεχνα, σε συνθέσεις
ποιητών όπως πχ. στο έργο Επιτάφιος του ποιητή Γιάννη Ρίτσου, στην σύνθεση Ο
Τάφος του ποιητή Κωστή Παλαμά, στην Μάνα του Χριστού του ποιητή Κώστα Βάρναλη,
στη ποιητική σύνθεση της ποιήτριας και πεζογράφου Μαρίας Περικλή Ράλλη, το
Λόγια σε νεκρό(που αναφέρεται στο χαμό του μοναχογιού της) σε ορισμένες
ποιητικές μονάδες του Διονυσίου Σολωμού και σε ορισμένα του ρομαντικού
Αριστοτέλη Βαλαωρίτη. Σε τραγούδια του ποιητή και στιχουργού Νίκου Γκάτσου και
ίσως σε ορισμένα τραγούδια του Μάνου Χατζιδάκι, σε στιχουργούς λαϊκών
τραγουδιών, πολλά ρεμπέτικα τραγούδια επώνυμων συνθετών έχουν την φόρμα ή την ατμόσφαιρα
του λαϊκού μοιρολογιού. Από τον αρχαίο κωμό της τραγωδίας και τα αρχαία
ελληνικά επιτύμβια επιγράμματα, από τον θρήνο της Ανδρομάχης και της Εκάβης η
πρώτη για τον άνδρα της και η δεύτερη για τον γιό της που μοιρολογούν τον
Έκτορα, ως τους λαϊκούς κοπετούς για αυτούς που έπεσαν στον πόλεμο, από τους
«αοιδούς θρήνων εξάρχους» ως την «Μάνα με τους επτά τους γιούς και την μία κόρη…»,
τα χριστιανικά επιγράμματα και τα δημώδη άσματα όπως το μοιρολόγι της ελαφίνας
«όλα τα λάφια βόσκουνε και όλα δροσολογούνται…» και το μοιρολόγι της φώκιας του
κυρ Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, και από το θρήνο του Αχιλλέα στον νεκρό σύντροφό
του Πάτροκλο ως το θεατρικό ο Χριστός Πάσχων και το Μοιρολόι της Παναγίας και
τα μοιρολόγια των νεκρών του εμφύλιου σπαραγμού, κοινή η πορεία της
αυθεντικότητας και της αλήθειας της λαϊκής ψυχής να εκφράσει τα συναισθήματά
της απέναντι σο συμβάν του θανάτου. Μήπως, ένα γλυπτικό μοιρολόι δεν είναι και
η Κοιμωμένη του μαρμαρογλύπτη Γιαννούλη Χαλεπά που έχουμε στο πρώτο κοιμητήριο
των Αθηνών; Οι ρίζες του θρήνου κοινές και πανάρχαιες.
Αντιγράφω
ορισμένα Μοιρολόγια της Μεσσηνιακής Μάνης, Τραγούδια του Κάτω Κόσμου, όπως τα
διαβάζουμε στη Συλλογή του ακαδημαϊκού Σωκράτη Κουγέα κατά τα έτη 1901-1904, σε
φιλολογική επιμέλεια του εγγονού του Σωκράτη Β. Κουγέα και προβάδισμα του
Ζήσιμου Λορεντζάτου όπως εκδόθηκαν από τις εκδόσεις ΤΟ ΡΑΔΑΚΙΟ Αθήνα 2000.
109
Μαύρε ουρανέ συγνόφιαξε, θάλασσα φουρτουνιάσου
και αναταράξου μαύρη γης, να βγουν οι πεθαμένοι,
να βγουν τα μάτια π’ αγαπώ
και τα κορμιά που πεθυμώ
80
Θεέ μου, και τι να γίνεται η τόση μύρια ‘γαπη
πόχει η μάνα στο παιδί και το παιδί στη μάνα,
πόχουν και τα ανδρόγενα τα πολυαγαπημένα.
60
Περίεργο μου φαίνεται τόσος καημός τι γίνεται
όπου τους κάμπους να πλωθεί, τα χόρτα να μαραίνει
και αν ανεβεί σε άγρια βουνά, τα δέντρα θα ξεράνει
και αν κατεβεί σε ακρογιαλιά, τον άμμο θα σκορπίσει
και αν πέσει μές στη θάλασσα, τα ψάρια θα ψοφήσει.
Εκείνος δεν πάει πουθενά’ στου πικραμένου την καρδιά
κι έκατσε κεί παντοτινά και καίει σαν αναφτή φωτιά.
119
Πολλά καλά κάνει ο Θεός, ένα καλό δεν κάνει:
Να ανοίγανε τα μνήματα δυό-τρείς φορές το χρόνο,
την Αποκριά και τη Λαμπρή και τ’ Ά-Γιωργίου όλη
μέρα,
να βγαίνουν οι νιές περίπατο και οι νέοι για το
σιργιάνι,
να βγαίνουν και οι φοιτητές με τους καθηγητάδες,
βγαίνουν και τα μικρά παιδιά να παίζουν τις αμάδες
και ο Χάρος όταν βουληθεί και ο Θεός θελήσει,
παίρνει τους νιούς ξαρμάτωγους, τές νιές
ξεστολισμένες,
παίρνει και τα μικρά παιδιά από της μητέρας τους την
αγκαλιά.
22β
Τα κάστρα βγάνουν τους γιατρούς και οι κάμποι τα
βοτάνια,
γιατί τα κάστρα κλείσανε και οι κάμποι ξεραθήκαν.
Γιατροί βάνουν γιατρικά, ο Χάρος το φαρμάκι.
115
Όποιος είν’ καλορίζικος και καλά ανασούπη,
Αν αρρωστήσει ξαρρωστά κι αν λαβωθεί περνάει
κι αν πάει και στην ξενιτιά με διάφορο γυρίζει…
136
Να σας επιώ, θλιμμένες μου, θλιμμένο μοιρολόγι’
μήτε από μάνα τ’ άκουσα μήτε από θυγατέρα,
του Χάρου η μάνα το ‘λεγε μές στο χορό τραγούδι:
«ο γιός μου έβαλε φωτιά σε όλους τους πεθαμένους.»
127
(εκ Τσερίων)
Του Χάρου η μάνα μίλησε, του Χάρου η μάνα λέει:
-Κλείστε, πτωχοί, τις πόρτες σας και αρχόντοι τές
αυλές σας,
γιατί ειν’ ο γιός μου κυνηγός και κυνηγάει τές
ρούγες.
Μού φέρνει νιές σαν λεμονιές και νιούς σαν
κυπαρίσσια,
μου φέρνει και μικρά παιδιά σαν αμάλλιαγα πουλιά.
76
Μωρέ κανάτα με διαμαντένιο χέρι,
όπου εβάσταγες το κρύο νερό χειμώνα καλοκαίρι,
μωρέ λαμπάδα μου χυτή και εικόνα μου ζωγραφιστή,
σένα σου πρέπουνε, μάτια (μου), εννέα
μοιρολογίστρες:
οι τρείς να κλαίνε τα νιάτα σου και οι τρείς την
εμορφιά σου
και οι άλλες τρείς να κλάψουνε την βαριά αρρωστιά
σου…
89
Ένας αητός καθότανε εις της Παναγιάς την πόρτα,
σκύφτει, στιμπάει τα νύχια του, μαδάει τα πούπουλά
του.
Τ’ άλλα πουλιά περάσανε, στέκουνε και τον ερωτάνε:
-Αητέ μου, γιατί θλίβεσαι και πουπουλομαδιέσαι;
-Σύρτε, πουλιά, στο δρόμο σας, πετάτε εις τα κλαριά
σας,
για μη σας πώ τα παθήματά μου και κάψω τις καρδιές
σας.
22γ
Ποιος είναι που αηδονολαλεί στην κεφαλή μου απάνω;
Αν είναι φίλος, να διαβεί και αν είναι εχ(θ)ρός, να
σκάσει
και αν είναι η μητέρα μου, να σηκωθεί να φύγει.
22δ
Χορτάριασε ο τάφος μου και έλα να βοτανίσεις
και από τα πολλά σου δάκρυα ίσως και μ’ αναστήσεις.
22ε
Εις τάφον μου επάνω
φύτεψε βασιλικό
να ΄ρχεσαι να τον ποτίζεις
να θαρρείς πως είμαι εγώ.
111
Τρία πράματα με κάψανε μές στον απάνω κόσμο:
των ανδρειωμένων τ’ άρματα, των δεληρών τα ρούχα,
των κορασίδων τα σκουτιά τα μορφορδινιασμένα.
7
Ένας νιός ελιμάνιζε με βάρκα χαλασμένη’
δεν ελιμάνει στα νερά, μον’ στη ξηρά η καημένη
κι ο νιός παρακαλιότανε η χάρις να του γίνει.
Παρακαλιόταν στον Θεόν με τα χεράκια του στ’ άκρι
κι από την παρακάλεσιν ο Χάρος του ‘χε απάντησιν’
του παίρνει ο Χάρος την ψυχήν και η βαρκούλα το
κορμί.
Να κλαίτε, ξένοι και δικοί και όλοι του οι
συγγενείς’
ήτανε νέος δροσερός, αμοναχός και ακριβός
και μένει η πόρτα του κλειστή και παίρνει το κλειδί
μαζί.
Υιέ μου! σβημένο μου χαρτί.
3
Ο Χάρος εβουλήθηκε πύργο να θεμελιώσει,
βάνει θεμέλια γέροντες, τους νέους αγκωνάρια
και τις καλές ‘κοδέσποινες πόρτες και πανεθύρια,
βάνει τις νιές τις λυγερές γλάστρες στα πανεθύρια,
βάνει και τα μικρά παιδιά γαρίφαλα και βιόλες
και απέκει του μετάνωσε του Χάρου σκυλοχάρου,
βάνει φωτιά τον καίει.
-Χήρες, καήκαν οι άνδρες σας, μανάδες, τα παιδιά σας
και σείς καμένες αδελφές καήκαν οι αδελφοί σας
και εσάς μαυρορφανιές καήκαν οι γονείς σας’
ά γκαρτερούν, μη γκαρτερούν και μην τους περιμένεις
όποιος πεθάνει χάνεται και πίσω δε γυρίζει.
102
Καμώνομαι μά δεν μπορώ, κάνω πώς δεν ηξεύρω,
σχολειό που πάνε τα παιδιά γράμματα και μαθαίνουν,
σχολειό μαθαίνει γράμματα κι η λύπη μοιρολόγια.
Αυτά
είναι μερικά από τα 139 μοιρολόγια που μας διέσωσε ο Σωκράτης Κουγέας στην
συλλογή του και επανεξέδωσε και επιμελήθηκε φιλολογικά ο Σωκράτης Β. Κουγέας
που εκδόθηκαν από τις εκδόσεις Το Ροδακιό 2000. Τα μοιρολόγια αυτά δεν
περιορίζονται μόνο στα στενά γεωγραφικά όρια της Μεσσηνιακής Μάνης όπως μας
δείχνουν και οι διάφορες παραλλαγές τους που παραθέτονται στην έκδοση. Είναι
θρηνητικά τραγούδια του Κάτω Κόσμου που τα συναντάμε και σε άλλα γεωγραφικά
διαμερίσματα της χώρας, όπως επιβεβαιώνει και η γλώσσα στην οποία είναι
γραμμένα. Ο Κόσμος του Άδη είναι κοινός από αρχαιοτάτων χρόνων, εκεί
κατεβαίνουν βίαια ή ειρηνικά, ξαφνικά ή μετά από αρρώστια, από φυσικό θάνατο ή
σκοτωμό, οι άνθρωποι και οι ήρωες των αρχαίων ελλήνων. Το περιβάλλον του Άδη,
δεν είναι ένα άγριο τοπίο όπως μάλλον βλέπουμε πολλές φορές στην δύση από
διάφορες παραστάσεις λόγω ιεράς εξέτασης, αλλά ένα μάλλον ειδυλλιακό τοπίο που
ανθούν καρποφόρα δέντρα και πολύφυλλα άνθη. Ο κόσμος του ελληνικού Άδη μοιάζει
με τον επάνω κόσμο ή τουλάχιστον έχει αρκετά κοινά χαρακτηριστικά. Είναι ένας
χώρος που δεν αυτονομείται από την ζωή των ζωντανών. Μάλλον οι νεκροί μεταφέρουν
μαζί τους τις εμπειρίες και τις μνήμες της ζωής τους όταν βρίσκονταν στην ζωή,
κουβαλούν τις εικόνες και τα βιώματά τους τις αγάπες τους σε πρόσωπα και
αντικείμενα και αυτήν την πραγματικότητα αναζητούν και θέλουν να ξανά
οικοδομήσουν. Οι κεκοιμημένοι φέρουν μαζί τους στο ταξίδι τους για τον Άδη όχι
μόνο τον οβολό τους για τον περαματάρη στην απέναντι όχθη αλλά, και, τον νόστο
της προηγούμενης ζωής των. Οι νεκροί της ελληνικής γης, οι κάτοικοι του
ελληνικού Άδη, έχουν θα λέγαμε το διαβατήριό τους, έχουν την ατομική τους
ταυτότητα που είναι η ίδια με του επάνω κόσμου. Αν εξαιρέσουμε το πικρό
παράπονο των νεκρών καθώς νιώθουν την μη δυνατότητά τους επιστροφής στην ζωή
και τις χαρές της, ο κάτω κόσμος είναι αρκετά γαλήνιος αν και σκοτεινός. Σαν
ένας παραδείσιος κήπος, τα Ηλύσια πεδία, που περιδιαβαίνουν οι νέοι κάτοικοι.
Εντύπωση προκαλεί και το ότι, η ίδια η μητέρα του χάροντα πολλές φορές
προειδοποιεί τους μελλοθάνατους ώστε να αποφύγουν τα βαρύτερα χτυπήματα από τον
γιό της τον χάροντα. Αγαπάει τον γιό της αλλά δεν λησμονεί και τα παιδιά και
των άλλων μανάδων. Ο Χάροντας όπως και οι πολεμιστές του πάνω κόσμου φέρει την
δική του αρματωσιά, τον δικό του εξοπλισμό και είναι πάντα καβαλάρης σε μαύρο
άτι. Η έννοια της ανάστασης όπως μας την διδάσκει η χριστιανική θρησκεία δεν
υπάρχει στα δημοτικά τραγούδια. «Τούτη γης που την πατούμε όλοι μέσα θε να μπούμε»
λέει το δίστιχο, χωρίς να συμπληρώνεται με το όλοι γρήγορα θα αναστηθούμε. Γιαυτό
μιλώ για έναν καθαρά υλιστικό κόσμο χωρίς επιστροφή ή δικαίωση. Σαν ο άνθρωπος Ανταίος
με τον θάνατό του να επιστρέφει την δύναμη ζωής που αντλούσε από την γη όσο ζούσε,
πίσω, στο χώμα με τον θάνατό του. Χώμα είμαστε
και στο χώμα επιστρέφουμε λέει η χριστιανική παραμυθία. Το αρχαίο κάλλος χάνεται
οριστικά και αμετάκλητα. Το ταξίδι είναι μιας χρήσεως, εισιτήριο χωρίς
επιστροφή πέρα από ηλικία ή φύλο, συνθήκες ή πίστη. Ο λόγος των δημοτικών
τραγουδιών είναι ένας άκρως υλιστικός λόγος, στηρίζεται μόνον στις αισθήσεις και
αν αυτές πάψουν τελειώνουν τα πάντα. Δεν υπάρχει δικαίωση ή παρηγοριά,
συγχώρεση ή ανάσταση ψυχών ή σωμάτων. Είναι ένας κόσμος που δεν εγγυάται καμία
ανταμοιβή, παρά μόνο λήθη. Και όσοι από τους ζωντανούς ξεγελιούνται και μισεύουν,
πικρά το μετανιώνουν.
Γελάστηκε, κομπώθηκες και γελασμένος βρέθης.
Θάρρεψες τ’ είναι η κάτω γης ωσάν και την απάνω,
θάρρεψες τ’ είναι η κάτω γης μήλο να σου μυρίσει,
ή περιβόλι έμορφο να (μ)πεις να σιργιανίσεις.
Ο Άδης έχει έμπατα μα έβγατα δεν έχει,
στα έμπα δίνουν τα κλειδιά, στα έβγα κλειούν τες πόρτες.
Όπου στον Άδη κατεβεί ποτέ δεν ανεβαίνει,
στον Άδη αέρας δεν φυσάει και ήλιος δεν βαρένει,
εκεί καράβια δεν περνούν, παπόρια δεν αράζουν,
εκεί συνδυό δεν περπατούν, συντρείς δεν κουβεντιάζουν
συνπέντε και συντέσσεροι τεβερναργιό δε στήνουν.
Γιαυτό και η έγνοια για τους ξενοπεθαμένους διαρκής
και αμείωτη.
Γιώργος Χ. Μπαλούρδος
Πειραιάς 6/4/2018
Σήμερα μαύρος ουρανός Σήμερα μαύρη μέρα…..
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου